Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ένα από τα πρώτα μελήματα των κατοίκων, που αγόραζαν οικόπεδα σε μια ελεύθερη περιοχή των Αθηνών και ανήγειραν τις κατοικίες τους, πολυτελείς ή φτωχικές, ήταν ο σχηματισμός ενορίας και η ανέγερση ναού. Έτσι συνέβη και στη Νεάπολη των Αθηνών. Η περιοχή που γνωρίζουμε ως Πευκάκια, δηλαδή το ανατολικό μέρος της Νεάπολης που απλώνεται στα δυτικά πλάγια του Λυκαβηττού. Ήταν ερημική περίπου μέχρι τα τέλη της δεκαετίας 1880, όταν άρχισε να γνωρίζει ραγδαία ανάπτυξη. Υπήρχε το σχέδιο και επί ανωμάλου εδάφους χτίζονταν τα σπίτια χωρίς φως, πόσιμο νερό και αποχέτευση.
Ο ρόλος Νικ. Θων
Έως το 1887, ολόκληρη η αραιοκατοικημένη Νεάπολη υπαγόταν στην ενορία της Ζωοδόχου Πηγής που είχε ιδρυθεί το 1852. Τις θρησκευτικές ανάγκες των κατοίκων εξυπηρετούσε επίσης και ο ναός των Αγίων Ισιδώρων του Λυκαβηττού, ο γνωστός ως Σιδερέας[1]. Ωστόσο, η ταχύτατη επέκταση της κατοικίας στην περιοχή κατά την δεκαετία 1880, επέβαλε την ανάγκη ανέγερσης ενός ευρύχωρου ναού που να καλύπτει τις ανάγκες των κατοίκων. Μεταξύ των οποίων υπήρχαν πολλές προσωπικότητες της πολιτικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής της χώρας και ιδιαιτέρως εύπορες οικογένειες.
Μεταξύ αυτών οι Ιωάννης Ε. Μεσολωράς, Ιωάννης Ρεμούνδος, Νικόλαος Κάσκας και Νικόλαος Μπανίκας. Υπήρχε όμως και ένα ακόμη πρόσωπο, το οποίο δεν βρισκόταν στο προσκήνιο, ωστόσο είχε ιδιοκτησία στην περιοχή και επιθυμούσε διακαώς την ανέγερση ναού. Ήταν ο αυλικός Νικόλαος Θων. Ο τελευταίος είχε σπίτια στη συμβολή των οδών Ασκληπιού – Δερβενακίων και Ιπποκράτους και ήταν γνωστός λόγω της έπαυλης του στους Αμπελόκηπους. Όσοι προαναφέρθηκαν, έχοντας αρωγούς τους τη βασίλισσα Όλγα, τον πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη που κατοικούσε στην οδό Πινακωτών και τον δήμαρχο Αθηναίων Δημήτριο Σούτσο πρωταγωνίστησαν στην ανέγερση του ναού[2].
Πρίγκηψ Νικόλαος
Στην αρχή αποφασίστηκε και ανεγέρθηκε, το 1887, ένας μικρός ναός, παράλληλα με την οδό Ασκληπιού, προκειμένου να εξυπηρετεί τις ανάγκες των κατοίκων. Ανεγέρθηκε εντός τριών μηνών, κατασκευασμένος από τούβλα, με υλικά και εργασία των κατοίκων. Βασιλική μονόκλιτη και κεραμοσκεπής, με μικρό νάρθηκα και δίπλα, μέσα στα πεύκα, δύο μικρά δωμάτια για τον νεωκόρο. Μία όμορφη διαδρομή είχε ξεκινήσει και είναι πολλές οι γραφικές στιγμές που έζησαν οι κάτοικοι της περιοχής. Αμέσως, άρχισαν οι διαδικασίες για την ανέγερση ενός νέου μεγάλου ναού.
Με απόφαση του Χ. Τρικούπη, που είχε διατηρήσει και το χαρτοφυλάκιο του υπουργού Οικονομικών, παραχωρήθηκε η απαραίτητη δημόσια γη. Όσο για το όνομα του νέου ναού, αυτό αποδίδεται στον Πρίγκηπα Νικόλαο της Ελλάδος (1872-1938), ο οποίος εξάλλου κατέθεσε και τον θεμέλιο λίθο, σε ηλικία 17 ετών. Ένα γενναίο κληροδότημα της ενορίτισσας Πηνελόπης Χαλδουβάκη και μία κοσμική εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε υπό την προστασία της βασιλόπαιδος Αλεξάνδρας έδωσαν την δυνατότητα να ξεκινήσουν οι διαδικασίες[3].
Θεμελίωση
Η θεμελίωση του ναού, τον οποίο σχεδίασε ο αρχιτέκτονας και αρχηγός του Βασιλικού Οίκου υποστράτηγος Γεράσιμος Μεταξάς, έγινε με κάθε επισημότητα, στις 14 Μαΐου 1889. Η περίπτωση του Γ. Μεταξά είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα για την πόλη των Αθηνών. Καταγόμενος από την επιφανή οικογένεια των Μεταξάδων της Κεφαλλονιάς αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Στρατιωτική Σχολή, συνέχισε τις σπουδές του στην Ευρώπη στους κλάδους της μηχανικής και της αρχιτεκτονικής[4].
Η θεμελίωση μετατράπηκε σε θρησκευτικό και κοσμικό πανηγύρι με δύο εξέδρες, σημαίες, μυρσίνες και τη μουσική να παιανίζει, την βασίλισσα με τις κυρίες των τιμών και τα βασιλόπουλα, τον δήμαρχο και όλες τις Αρχές[5]. Εν τω μεταξύ, τον Δεκέμβριο 1890 απεβίωσε ο Γ. Μεταξάς, το έργο του συνέχισε ο γιος του Αναστάσιος Μεταξάς, ήδη γνωστός αρχιτέκτονας ο οποίος εργάστηκε αφιλοκερδώς. Ο Γ. Μεταξάς είχε ακόμη δύο γιους, αμφότερους αξιωματικούς του στρατού και μία κόρη, την Αικατερίνη που παντρεύτηκε τον Αλέξανδρο Καμπά[6].
Οι εκκλήσεις
Οι εργασίες προχώρησαν με ταχύτατους ρυθμούς και διάρκεσαν μία εξαετία. Ο ενθουσιασμός που επικράτησε ήταν πρωτοφανής και ικανοποιητικές οι προσφορές που συνέρρεαν στο ταμείο της εκκλησίας για την συνέχιση του έργου. Οι Επίτροποι του ναού που είχαν αναλάβει το έργο της συγκέντρωσης χρημάτων αποδείχθηκαν ιδιαιτέρως ευρηματικοί και αποτελεσματικοί. Φρόντιζαν να δημοσιεύονται αγγελίες στις εφημερίδες, συνήθως πριν από την εορτή του ναού και αναλόγως της προόδου των εργασιών απηύθυναν τις ανάλογες εκκλήσεις προς του συμπολίτες τους.
Όταν π.χ. τον Δεκέμβριο του 1890 είχαν αποπερατωθεί τα τοιχώματα και τα σταυροθόλια του ναού, καθώς επίσης και οι κολώνες, υπολειπόταν μόνον η στέγη. Οπότε έγραφαν πως ήταν «λυπηρόν να μένη άστεγος ναός του Υψίστου»[7]. Καθ’ όλη δε την διάρκεια της ανέγερσης είχαν φροντίσει να υπάρχουν βιβλία υπογεγραμμένα από το εκκλησιαστικό Συμβούλιο και σφραγισμένα με την σφραγίδα του ναού, στα οποία καταγραφόταν και η ελάχιστη συνδρομή[8].
Εγκαίνια
Τα επίσημα εγκαίνια του νέου ναού έγιναν τον Μάρτιο 1895 και ο παλαιός διατηρήθηκε γράφοντας την δική του ιστορία. Οι περιγραφές της τελετής των εγκαινίων του ναού είναι εξίσου ενδιαφέρουσες, αφού επίσης παρευρέθηκε η βασίλισσα με τους βασιλόπαιδες Νικόλαο και Μαρία. Η ελληνική πρωτεύουσα και μία από τις γραφικότερες γειτονιές της είχαν αποκτήσει ένα νέο θρησκευτικό τοπόσημο, εξ εκείνων που συγκέντρωσαν στους κόλπους τους τη ζωή των κατοίκων. Η ζωή γύρω από τον Άγιο Νικόλαο απασχολούσε τις ευαίσθητες πένες της εποχής.
Πολλοί ήταν εκείνοι που έσπευδαν να παραδώσουν στην δημοσιότητα ρομαντικές εικόνες της καθημερινότητας. Στο επίκεντρο βεβαίως κάθε περιγραφής βρισκόταν το μικρό δάσος από πεύκα που ξεκινούσε από τον ναό και εκτεινόταν σε πόλη την επικλινή υπώρεια του Λυκαβηττού. Ακόμη και όταν οι καιρικές συνθήκες ήταν δυσμενείς, αρκετοί ήταν εκείνοι που επέλεγαν να απολαύσουν την φύση. Το μικρό δάσος δροσιζόταν, ευωδίαζε αλλά έσφυζε και από ζωή. Διότι τη φύση φρόντιζαν να απολαμβάνουν και παιδιά που μπορεί να ήταν κακοντυμένα και χωρίς υποδήματα, αλλά με τη ζωντάνια και τους αλαλαγμούς τους άλλαζαν την ησυχία του τοπίου.
Το πηγάδι
Παρακάτω, στο μονοπάτι γύρω από την εκκλησία άνθρωποι του λαού σταυροκοπιούνταν και γυναίκες απλές, οι περισσότερες ατημέλητες, με τις στάμνες στον ώμο, κατευθύνονταν στο πηγάδι του Αϊ Νικόλα για να τις γεμίσουν. Διότι υπήρχε και θαυμάσιο πηγάδι στα Πευκάκια, από το οποίο εξυπηρετούνταν τα φτωχικά, που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να συνδεθούν με το αραιό δίκτυο που τροφοδοτούσε ακόμη η Δεξαμενή στο Κολωνάκι. Αλλά εκεί, πάνω σε κάποια πέτρα, καθόταν κάποιος γέροντας, ή κάποιο ζευγαράκι που ζούσε τον έρωτά του[9].
Διότι, όπως σχολίαζε κάποιος δημοσιογράφος το 1901, εκεί τα «ειδύλλια είναι τόσα πολλά, όσα δεν είναι ούτε τα πουλιά του μικρού πευκώνος»[10]!
Ωστόσο η ειδυλλιακή αυτή κατάσταση δεν διατηρήθηκε επί μακρόν. Δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί μία επαρκής μελέτη για τον τρόπο που αλλοιώθηκε η εικόνα της περιοχής γύρω από τον Άγιο Νικόλαο και παραδόθηκε στην οικοπεδοποίηση το «Άλσος των Πευκακίων». Διότι με αυτή την ονομασία έφθασε και στις ημέρες μας, αλλά τότε υπήρχε πραγματικό άλσος, το οποίο μάλιστα ανήκε στο ελληνικό δημόσιο.
Αεροπορική Άμυνα
Πέρασε όμως στην ιδιοκτησία και αρμοδιότητα της περίφημης «Αεροπορικής Αμύνης», όπως και άλλα φιλέτα της αθηναϊκής γης. Μέσω αυτής λοιπόν, το 1927, άρχισε η οικοπεδοποίηση του Άλσους και η εκρίζωση πολλών χιλιάδων δένδρων. Οι φωνές που υψώθηκαν εναντίον των πράξεων εκείνων που βανδάλισαν το περιβάλλον και το όμορφο τοπίο ήταν αρκετές[11].
Αλλά δεν έφθαναν ώστε να προκαλέσουν ανατροπή στις εξελίξεις. Πάντως, το ρομαντικό κλίμα διατηρήθηκε, η ζωή άνθισε, όπως και τα ταβερνάκια με τη ρετσίνα που έγραψαν την δική τους γοητευτική ιστορία, την οποία θα φροντίσουμε να ιστορήσουμε σε άλλο σημείωμά μας.