Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Δεν έχουν τελειωμό, όπως είναι φυσικό, τα ανοιξιάτικα παιχνίδια των ερωτευμένων και οι ρομαντικές ιστορίες. Κάποτε μάλιστα συνεδέοντο άρρηκτα και με θυσίες που έφθαναν μέχρι τα άκρα. Οι περισσότεροι γνωρίζουμε περί του Μιμήκου και της Μαίρης. Είναι όμως μόνον δύο από τους πρωταγωνιστές της μακράς αλύσου των θυσιών που έχουν καταθέσει στον μικρό φτερωτό θεό τα ανά τους αιώνες θύματα του ανάλαφρου βέλους του. Και όπως οι ρομαντικές σκέψεις διακρίνονται για την πολυχρωμία τους, έτσι και οι εν λόγω θυσίες διακρίνονται για την ευρηματικότητα και τον τραγικό αισθησιασμό τους. Κάποτε μάλιστα μία πανέμορφη και λυγερή τριανταφυλλιά έμελε να βρεθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και να ποτισθεί με ότι πολυτιμότερο διέθεταν τα ερωτευμένα ζευγαράκια, το αίμα τους!
Μίμης και Ελενίτσα
Η εν λόγω τριανταφυλλιά βρισκόταν εντός του Α’ Νεκροταφείου Αθηνών, στη βορειοανατολική πλευρά του, κοντά στα στρατιωτικά μνήματα. Ήταν μεγάλη και όπως βεβαιώνουν εκείνοι που την είχαν επισκεφθεί τα κλαδιά της σχημάτιζαν μία πανέμορφη αναδενδράδα. Η έρημη περιοχή ενέπνεε, τα πρώτα χρόνια του περασμένου αιώνος τα ζευγαράκια. Εκεί, μακριά από τα βλέμματα του κόσμου, έφθαναν για να ανταλλάξουν όρκους και ίσως κάποιο πεταχτό φιλί. Αλλά τη σκιά της τριανταφυλλιάς επέλεξαν για να ολοκληρώσουν, με δραματικό τρόπο, τον ανεκπλήρωτο έρωτά τους ο 23χρονος ναύτης Δημήτρης Κ. Πανόπουλος και η 22χρονη κεντήστρα Ελένη Τσίντζου, αμφότεροι καταγόμενοι από το Μεσολόγγι.
Ήταν Απρίλιος 1911 όταν έβλεπε το φως της δημοσιότητος η είδηση ότι οι δύο νέοι αυτοκτόνησαν κάτω από την τριανταφυλλιά του Α΄ Νεκροταφείου. Εκείνος περιγράφεται ως συνεσταλμένος, ψηλός, με κατάμαυρο μουστάκι και ιδιαιτέρως συνεπής στις υποχρεώσεις του. Εκείνη ως όμορφη μαυρομμάτα με σγουρά μαλλιά και ορφανή από πατέρα. Είχε μάθει την τέχνη των κεντημάτων στη Βασιλική Σχολή των Εργοχείρων Βάθειας και έδινε μαθήματα σε κορίτσια στα σπίτια τους. Έτσι κατόρθωνε να συντηρήσει την οικογένειά της που κατοικούσε σε μια αυλή της γειτονιάς του Ψυρρή, στην οδό Αγίων Αναργύρων 33. Οι δύο νέοι ήταν γνωστοί από τα παιδικά τους χρόνια, τα οποία πέρασαν στο Μεσολόγγι.
Ο Έρως
Όταν όμως βρέθηκαν στην Αθήνα, αναπτύχθηκε μεταξύ τους σφοδρός έρωτας για τον οποίο φαίνεται πως είχε αντιρρήσεις η μητέρα του κοριτσιού. Η συνήθης αυτή ερωτική ιστορία κατέληξε σε δράμα. Το νεαρό ζευγάρι πήγε κάτω από την τριανταφυλλιά, η οποία περιγράφεται ανθισμένη και στολισμένη με μεγάλα φουντωτά τριαντάφυλλα, αποφασισμένο να αυτοκτονήσει. Έμειναν αγκαλισμένοι επί μία ώρα. Ύστερα ο Μίμης έβγαλε το πιστόλι του και πυροβόλησε την αγαπημένη του στην καρδιά. Ύστερα ξάπλωσε δίπλα της, ακούμπησε το κεφάλι του στην τριανταφυλλιά και αυτοπυροβολήθηκε στην καρδιά. Στις επίσημες ληξιαρχικές πράξεις εκείνη κατεγράφη ότι απεβίωσε βληθείσα από πυροβόλο όπλο και εκείνος ως αυτοκτονήσας.
Όσα ακολούθησαν ήταν πρωτοφανή. Ποταμοί μελανιού χύθηκαν για τον Μίμη και την Ελενίτσα και η ιστορία τους έγινε πραγματικό σήριαλ, ιδιαιτέρως από τις λαϊκές εφημερίδες. Η κηδεία τους μετετράπη σε λαϊκή διαδήλωση, δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων που κατέφθασαν απ’ όλη την Ελλάδα. Κάθε έκκληση περί εγκρατούς διαχειρίσεως προς αποφυγήν μιμητισμού έπεσε στο κενό. Από τις στήλες της «Εστίας» ο Γεώργιος Τσοκόπουλος ήταν εκείνος που ανέλαβε να… νουθετήσει τους ερωτευμένους απευθύνοντάς τους μία ανοικτή επιστολή. Αφού τους περιέγραφε «Παιδιά μου,… ήθελα απλώς να σας συστήσω να αποφύγετε να αυτοκτονήσετε. Είναι το μόνον πράγμα που, ενώ δύνασαι να το κάμης σήμερα, καλόν είναι να το αναβάλεις δια την αύριον… Ο έρως είναι ασθένεια όπως κάθε άλλη. Εμφανίζεται με πυρετόν. Όσον όμως δυνατώτερος είναι ο πυρετός, τόσον γρηγορότερα θα περάσει…»[1].
Όσο για τον Παύλο Νιρβάνα έγραψε ορισμένα από τα ωραιότερα χρονογραφήματά του. Ετόνιζε μεταξύ άλλων πως ο έρωτας «βέβαιον είναι ότι σκοτώνει κάποτε και ο ίδιος με τα χέρια του, όπως εσκότωσε την Ελενίτσαν και τον Μίμην. Έχει όμως τον λογαριασμόν του. Σκοτώνει δύο και ξετρελλαίνει πεντακόσιους…». Πάντως, η «Εστία», ετάχθη εξ αρχής εναντίον της υπερπροβολής του θέματος επειδή μπορούσε να έχει θλιβερές επιπτώσεις. Τα επτάστηλα των εφημερίδων είχαν τίτλους όπως «Δράμα», «Αιμοσταγές ειδύλλιον», «Ο άπελπις έρως», «Συ που πέταξες στα ύψη», ενώ οι περισσότερες εφημερίδες υπόσχοντο ότι επίκεινται «αύριον συγκινητικαί λεπτομέρειαι»! Προειδοποιούσε δε η «Εστία»[2], πως η έκταση αυτή της προβολής θα είχε δυσάρεστα αποτελέσματα.
Σπύρος και Παναγιώτα
Πράγματι, το σκηνικό θα επαναληφθεί τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς. Εκείνος, ο 18χρονος και καταγόμενος από την Πάτρα Σπυρίδων Παναγόπουλος, κατοικούσε στην οδό Αχαρνών 77. Μελαχρινός, ψηλός και συμπαθής, εργαζόταν ως βοηθός λογιστή σε εμπορικό ατμόπλοιο και ονειρευόταν να αποκτήσει δίπλωμα πλοιάρχου. Εκείνη, η 18χρονη μοδίστρα Παναγιώτα Παπαθανασοπούλου, κόρη του Τριπολιτσιώτη πρακτικού γιατρού Ηλία, κατοικούσε με την οικογένειά της στην οδό Ασκληπιού 4, εντός μεγάλης αυλής, όπου έμεναν ακόμη 25 οικογένειες! Μελαχροινή και εκείνη, μετρίου αναστήματος και χαρακτηριστικά που πρόδιδαν τη λαϊκή καταγωγή της.
Στην περίπτωση αυτή εκείνος που είχε αντίρρηση ήταν ο αδελφός της κοπέλας. Ενώ η μητέρα δεχόταν τον Σπύρο για γαμπρό, ο αδελφός της όχι μόνον της απαγόρευε να τον βλέπει, αλλά απειλούσε και να την κουρέψει! Επηρεασμένο το ζευγάρι από τη δημοσιότητα που είχε λάβει το θέμα του προηγούμενου ζευγαριού, κατευθύνθηκε προς την τριανταφυλλιά, αφού προηγουμένως εκκλησιάσθηκε και πήγε βόλτα στον Βασιλικό Κήπο. Ο τρόπος που επέλεξαν να αυτοκτονήσουν ήταν πιο οδυνηρός. Χρησιμοποίησαν σκονάκια υδραργύρου, την αποκαλούμενη σουλιμόπετρα.
Σύμβολο θυσίας
Κάθισαν κάτω από την τριανταφυλλιά και περίμεναν. Αλλά ο φύλακας του νεκροταφείου τους έδιωξε. Από εκεί άρχισε το δράμα. Τα συμπτώματα, τους βρήκαν στον δρόμο προς του Ψυρρή. Κατέληξαν στο σπίτι της κοπέλας, όπου ξάπλωσαν και περίμεναν. Εντέλει κατέληξαν στο Δημοτικό (Πολιτικό) Νοσοκομείο, όπου εκεί βρήκε φρικτό τέλος, με αβάσταχτους πόνους το κορίτσι, ενώ επέζησε ο νεαρός Σπύρος.
Η τριανταφυλλιά μετατρεπόταν από καλλωπιστικό και φυλλοβόλο φυτό σε σύμβολο θυσίας των ερωτευμένων. Η υπερβολική προβολή του γεγονότος ενίσχυε αυτή την κατεύθυνση. Σειρές ολόκληρες κατελάμβαναν τις στήλες των εφημερίδων, φυλλάδια με έμμετρα ποιήματα πωλούντο από γαβριάδες στους δρόμους της πόλεως, σκίτσα και φωτογραφίες διεκδικούσαν την αποκλειστικότητα, ενώ και οι επιθεωρήσεις φρόντισαν να συμπεριλάβουν σχετικά νούμερα. Όπως συνέβη με τα «Παναθήναια» εκείνου του έτους, όπου παρουσιάζετο και το περίφημο δίστιχο των κουτσαβάκηδων «Το στήθος μου κατάντησε βασάνων κατοικία / που κατοικούν οι λέοντες και τ’ άγρια θηρία»[3]!
Μπορεί οι θυσίες των ερωτευμένων να μη σταμάτησαν, αλλά επήλθε βίαιο το τέλος της τριανταφυλλιάς. Μια παρέα νέων θεώρησε ότι ήταν υπερβολική η δόξα που απολάμβανε. Τα μεσάνυχτα της 11ης Ιουλίου 1911 πέρασαν τη μάνδρα και ξερίζωσαν την «στοιχειωμένη τριανταφυλλιά». Έναν μάλλον αυστηρό επικήδειο δημοσίευσε περί αυτής η «Εστίας» σημειώνοντας ότι «η ανθισμένη τριανταφυλλιά, της οποίας η ύπαρξις ηπείλει διαρκώς τας ερωτευμένας και ρομαντικάς υπάρξεις, ηυτοκτόνησε και αύτη, ή μάλλον εφονεύθη, δια να ησυχάσωμεν επί τέλους. Μερικοί νέοι επήγαν τα ξημερώματα χθες εις το Νεκροταφείον και, αφού την προσεφώνησαν, την εξερρίζωσαν…»[4].
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία», 13 Ιουλίου 2017