Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Η Ελλάς θεωρείται χώρα απαλλαγμένη από την λοιμώδη ασθένεια της λύσσας, αφού το τελευταίο κρούσμα καταγράφεται προ τριακονταετίας (1987). Αλλά οι διεθνείς ιατρικές στατιστικές αναφέρουν πως ένας άνθρωπος χάνει την ζωή του, κάθε δέκα λεπτά, από δάγκωμα ζώων που είναι φορείς του ιού. Γι’ αυτό η «Συμμαχία για τον Έλεγχο της Λύσσας» καθιέρωσε την 28η Σεπτεμβρίου ως «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Λύσσας», προκειμένου να ενημερώνεται σχετικά το κοινό.
Ευκαιρίας δοθείσης ανατρέχουμε σε εποχή κατά την οποία και η χώρα μας αντιμετώπιζε πρόβλημα. Ίσως είναι υποψιασμένοι όσοι εμμένουν να χρησιμοποιούν τις δημόσιες συγκοινωνίες στην Αθήνα, ιδιαιτέρως τις γραμμές που διασχίζουν την λεωφόρο Πατησίων. Σίγουρα έχουν συναντήσει και παλαιότερα άκουγαν από τον εισπράκτορα την «Στάση Λυσσιατρείου». Πίσω από το όνομά της, το οποίο κάποτε δέσποζε σε ολόκληρη την γειτονιά, βρίσκονται ένας σημαντικός Έλληνας επιστήμονας και μια σπουδαία χρήση. Ο Παναγιώτης Σ. Παμπούκης και το «Λυσσιατρείον» του.
Προσωπικότητα
Ο Παναγιώτης Παμπούκης υπήρξε σπουδαία προσωπικότητα. Γεννημένος το 1858 στην Ακράτα Αιγιαλείας, σπούδασε Ιατρική, ενώ ασχολήθηκε από νεαρή ηλικία και με μεταφράσεις. Υπηρέτησε ως γιατρός του Δημοτικού Νοσοκομείου Αθηνών και στην συνέχεια (1883), με υποτροφία της Μονής Πεντέλης, απέκτησε την ειδικότητα της Μικροβιολογίας στο Παρίσι και μαθήτευσε στο Ινστιτούτο Παστέρ ασχολούμενος με την θεραπεία της λύσσας. Το 1886 και ενώ εργαζόταν στο Ινστιτούτο Παστέρ των Παρισίων δημοσίευσε την εργασία του «Περί της νέας νόσου Ερυθράς», η οποία αναδημοσιεύθηκε σε πλήθος επιστημονικών συγγραμμάτων υπό τον τίτλο «Μικρόβιον της Ερυθράς Παμπούκη». [1]
Το 1886, όταν έγινε η περίφημη επιστρατεία, ο Π. Παμπούκης εγκατέλειψε τις σπουδές του και έσπευσε να υπηρετήσει στον ελληνικό στρατό ως επίκουρος γιατρός. Επέστρεψε στο Παρίσι και αφοσιώθηκε εκ νέου στην πειραματική Παθολογία και Μικροβιολογία και έναν χρόνο αργότερα (1887) δημοσίευσε την μελέτη του «Περί των εν Ελλάδι διαλειπόντων ελωδών πυρετών», πόνημα πολύτιμο για τους μελετητές της ιστορίας της δημόσιας υγείας στην χώρα μας. Το ίδιο ισχύει και για την μελέτη του «Περί των εν Ελλάδι κακοήθων πυρετών». Τιμήθηκε από την Γαλλική κυβέρνηση με το «Officier d’ Academie». Το πάθος με το οποίο αγάπησε την επιστήμη του ο Παμπούκης αναγνωρίσθηκε ποικιλοτρόπως στο εξωτερικό και οι δημοσιεύσεις του ήταν περιζήτητες.[2]
Ο πρώτος ασθενής
Εννοείται πως η παραμονή του στο Ινστιτούτο Παστέρ και η ενασχόλησή του με την αντιλυσσική θεραπεία, υπήρξαν στοιχεία τα οποία τον καθιστούσαν πολύτιμο για την Ελλάδα, όπου η λύσσα κυριολεκτικώς «θέριζε». Επιστρέφοντας από το Παρίσι (1888) εζήτησε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και επέτυχε την σύσταση Μικροβιολογικού Εργαστηρίου, στο οποίο και διορίσθηκε. Εν τω μεταξύ το ζήτημα της λύσσας απασχολούσε το Ιατροσυνέδριο και τις κυβερνήσεις και τα βλέμματα όλων, όπως ήταν φυσικό, στρέφονταν προς τον εκπαιδευμένο Π. Παμπούκη. Ωστόσο επικρατούσε απραξία και ο Π. Παμπούκης απεφάσισε να συνεχίσει μόνος τα πειράματά του. Σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Παστέρ των Παρισίων. Ωστόσο, οι υπέρογκες δαπάνες τον υποχρέωσαν να σταματήσει μέχρι το 1894. Το έτος εκείνο και ενώ η κατάσταση της δημόσιας υγείας σε σχέση με την λύσσα είχε φθάσει στο απροχώρητο.[3]
Eπιτροπή μελών του Ιατροσυνεδρίου γνωμοδοτούσε πως «ο κ. Παμπούκης άνευ ουδενός κινδύνου και μετά πάσης επιτυχίας δύναται να αναλάβη και εφαρμόση την αντιλυσσικήν θεραπείαν επί λυσσοδήκτων ιδρύων προς τούτο Λυσσοκομείον μετά Λυσσιατρείου». Έτσι, από τις 14 Αυγούστου 1894 αρχίζει επισήμως και στην Ελλάδα της αντιλυσσικής θεραπείας με πρώτο «λυσσόδηκτο» ασθενή τον μηχανικό του Βασιλικού Ναυτικού Ανδρέα Ζωγράφο, ο οποίος θεραπεύθηκε. Όπως ήταν φυσικό ο Π. Παμπούκης καθίστατο πλέον ο γιατρός που αντιμετώπιζε το πρόβλημα για την Ελλάδα και τις γειτονικές χώρες. Έτσι, εντός ενός έτους θεράπευσε 98 Έλληνες ασθενείς και 22 που ήλθαν από άλλες χώρες, κυρίως από Μικρά Ασία και Αίγυπτο. Όπως ήταν φυσικό, αδυνατούσε μόνος του να αντιμετωπίσει τα υπέρογκα έξοδα για την διατήρηση ενός τέτοιου καταστήματος. Μόνον ο Δήμος Αθηναίων υπήρξε αρωγός του στα πρώτα βήματά του προς αντιμετώπιση της λύσσας που μάστιζε τότε την ελληνική ύπαιθρο αλλά και την πρωτεύουσα με τα περίχωρά της. Ο Δήμος διέθετε μικρά ποσά για την περίθαλψη των απόρων ασθενών.[4]
Σύμβαση με δημόσιο
Εν τω μεταξύ, το 1895, κατόρθωσε να εξασφαλίσει σύμβαση με το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο αναλάμβανε επί μία 15ετία να χορηγεί 12.000 δραχμές για την δωρεάν θεραπεία των «απόρων λυσσοδήκτων», επιτρέποντας ταυτοχρόνως τις δωρεές υπέρ του Λυσσιατρείου. Το ζήτημα συζητήθηκε στην Βουλή των Ελλήνων και με εισήγηση του υπουργού Εσωτερικών Κυριακούλη Μαυρομιχάλη επικυρώθηκε η σύμβαση Παμπούκη – Ελληνικού Δημοσίου. Ο Π. Παμπούκης αναλάμβανε να ανεγείρει το «Λυσσιατρείο» του εντός οικοπέδου το οποίο έβλεπε στην οδό Πατησίων (232), ήταν έκτασης 4,5 περίπου στρεμμάτων και το αγόρασε την ίδια χρονιά (1895) από την Εθνική Τράπεζα.[5]
Επρόκειτο για ένα πευκόφυτο κτήμα που αγκαλιαζόταν από τις οδούς Πατησίων, Ανάφης και της σημερινής Ι. Δροσοπούλου. Το κτίριο σχεδιάσθηκε από τον αρχιτέκτονα Θ. Παπαπαναγιώτου και κόστισε περίπου 80.000 δραχμές. Η πρόσοψη του κτιρίου ήταν προς την οδό Ανάφης και ξεκίνησε την λειτουργία του τον Αύγουστο του 1896. Η επιβλητική παρουσία του και ακόμη περισσότερο η χρήση του επηρέασαν την περιοχή η οποία επί πολλά χρόνια καταγραφόταν ως γειτονιά Λυσσιατρείου. Δικαιολογημένα αφού επρόκειτο περί ενός κτιρίου πραγματικού αρχιτεκτονικού κοσμήματος, με 32 δωμάτια, το οποίο υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα ανήγειρε ο Αθηναίος εργολάβος Μιχαήλ Πέρρος.[6]
Η σκαπάνη
Εν τω μεταξύ ο Π. Παμπούκης καθιερωνόταν ως μία από τις σημαντικότερες ιατρικές φυσιογνωμίες παραμένοντας μάχιμος μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Ίδρυσε την Αντιφθισική Εταιρεία, συμβάλλοντας καθοριστικά στην καταπολέμηση της άλλης μεγάλης μάστιγας της εποχής, της φυματίωσης. Επίσης ίδρυσε το Διαγνωστικό Ινστιτούτο. Απέφευγε την άσκοπη δημοσιότητα, παρείχε δωρεάν την τεχνογνωσία που είχε αποκτήσει εκπαιδευόμενος δίπλα στον περίφημο Παστέρ και ήταν ο πρώτος που παρασκεύασε τον αντιδιφθεριτικό ορό στην Ελλάδα. Το «Λυσσιατρείον Παμπούκη» της οδού Πατησίων συνέχισε τη λειτουργία του μέχρι τα χρόνια της Κατοχής. Οπωσδήποτε μετά την ίδρυση του Δημόσιου Λυσσιατρείου στην Ιερά Οδό, μειώθηκαν οι δραστηριότητες του Παμπούκειου του οποίου το κτίριο για μικρό χρονικό διάστημα λειτούργησε και ως Εκπαιδευτήριο.
Το 1952 η σκαπάνη που μεταμόρφωνε την Αθήνα γκρέμιζε και το πρώτο Λυσσιατρείο, μια χρήση της οποίας το όνομα είχε επηρεάσει ολόκληρη τη γειτονιά.[7] Προηγουμένως το σύνολο σχεδόν του υπέροχου κήπου με τα αιωνόβια πεύκα είχε καλυφθεί από τσιμεντένιους όγκους πολυκατοικιών. Κανείς δεν σκέφτηκε να διατηρήσει αλώβητα τα 4,5 στρέμματα, με τον πολύτιμο περίγυρο του κτιρίου, δημιουργώντας ένα πρότυπο πάρκο σε περιοχή η οποία ανοικοδομείτο με γοργούς ρυθμούς. Όσο για τον Παναγιώτη Σ. Παμπούκη ολοκλήρωσε τη μακρά ζωή του στη Θεσσαλονίκη. Έφυγε σε ηλικία 98 ετών, τον Νοέμβριο 1956, αφήνοντας αποκατεστημένους τους τρεις γιους του εκ των οποίων ο Δρόσος Παμπούκης υπήρξε καθηγητής Μαιευτικής και Γυναικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.[8]