Η Σώτειρα του Λυκόδημου (Αγία Τριάς) της οδού Φιλλελήνων

 Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Η Ρωσική Εκκλησία σε σπάνιο φωτογραφικό τεκμήριο του 1871.

Βρίσκεται στο κέντρο των Αθηνών και είναι από τα μνημεία της πρωτευούσας, που κρύβουν πολλά στα σπλάγχνα τους και έχουν πλούσιες ιστορίες να μας αφηγηθούν. Στέκει καμαρωτή στην οδό Φιλελλήνων, περιμένοντας τους ερευνητές να αποκαλύψουν τα μυστικά της και τους επισκέπτες να απολαύσουν το κάλλος και την ιστορία της. Πέρασαν περίπου δέκα αιώνες από τότε που ανεγέρθηκε για τις ανάγκες ενός γυναικείου μοναστηριού και αργότερα μεταβλήθηκε σε ανδρικό μοναστήρι.

Όταν κυριάρχησαν οι Φράγκοι, κατέλαβαν τον ναό οι Λατίνοι, ενώ ένας σεισμός το 1701 τον έπληξε καίρια. Στα χρόνια της Εθνεγερσίας, τουρκικές οβίδες απόκαμαν τον τρούλο και τη βορειοανατολική πλευρά της Παναγίας της Σώτειρας του Λυκόδημου, του Ρωσικού Ναού της Αγίας Τριάδας, όπως τον γνωρίσαμε οι νεότεροι. Τον ναό που προτιμούσαν στα τέλη του 19ου αιώνα πολλοί παλαιοί Αθηναίοι, για να απολαμβάνουν τις κατανυκτικές χριστουγεννιάτικες λειτουργίες και τη μεγαλοπρέπεια των θρησκευτικών τελετών.

Ρώσοι στην Αθήνα

Τιμώντας το υπέροχο θρησκευτικό μνημείο της ελληνικής πρωτευούσας, φωτίζουμε δύο σημαντικές πτυχές της σύγχρονης ιστορίας του. Τον χρόνο παραχώρησης στη Ρωσία και τον πρωταγωνιστή της αποκατάστασής του αρχιμανδρίτη Αντωνίνο Καπούστιν (Antonin Kapustin 1817-1894). Ως προς τον χρόνο παραχώρησης διά νόμου εκ μέρους του ελληνικού κράτους, όλες οι πηγές λανθασμένα αναφέρουν το έτος 1847[1].

Στην πραγματικότητα ο ναός παραχωρήθηκε 14 χρόνια αργότερα (1861), λόγω του πλούσιου πολιτικού, κυρίως, παρασκηνίου. Ο Τσάρος Νικόλαος Α΄ (1795-1855) ενδιαφερόταν ιδιαιτέρως, για να στηρίξει το νεοσύστατο ομόδοξο ελληνικό κράτος. Μόνον για την ενίσχυση του Κλήρου στην Ελλάδα διέθεσε το 1833 το εντυπωσιακό ποσόν των 100.000 ρουβλίων[2].

Η ανακαινισμένη Σώτειρα του Λυκόδημου σε λιθογραφία εποχής.

Η Σώτειρα

Οι Ρώσοι, για τις λειτουργίες τους, χρησιμοποιούσαν την Παναγία του Κοττάκη, δηλαδή τη σημερινή Μεταμόρφωση του Σωτήρος στην Πλάκα. Το ενδιαφέρον της Ρωσικής Πρεσβείας, όμως, στράφηκε στην εκκλησία του Νικόδημου, όπως πλέον αποκαλούσε ο λαός την Σώτειρα του Λυκόδημου, η οποία ετιμάτο στο όνομα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και ανήκε στη διαλελυμένη Μονή της Καισαριανής. Πέραν των όσων μέχρι σήμερα είναι γνωστά, στα έγγραφα της εποχής χρησιμοποιείται και το όνομα «Άγιος Νικόλαος».

Απευθύνθηκε, λοιπόν, εγγράφως στην Κυβέρνηση. Την υπόθεση, λόγω της σημαντικότητάς της, αφού η Ρωσία ήταν μία από τις Μεγάλες Προστάτιδες Δυνάμεις, ανέλαβαν να χειριστούν ο υπουργός Εξωτερικών Ιωάννης Κωλέττης και ο υπουργός Εκκλησιαστικών Γ. Γλαράκης[3].

Η Παναγία Κυριώτισσα σε τοιχογραφία του διακονικού της Σωτείρας Λυκοδήμου. Σχέδιο Paul Durand.

Η πλατεία

Το γεγονός ότι ο ναός και η περιοχή του, με έκταση μεγαλύτερη από 1,5 στρέμμα, προβλεπόταν να γίνει πλατεία, θα φρόντιζαν να το ξεπεράσουν. Χρειαζόταν ωστόσο η έκδοση βασιλικού διατάγματος. Γι’ αυτό, ο Κωλέττης εισήγαγε νομοσχέδιο στη Βουλή (Μάρτιος 1847) για την παραχώρηση της εκκλησίας στην Αυτοκρατορική Βασιλική Ρωσική Πρεσβεία. Ωστόσο, ο βασιλιάς υπέγραψε διάταγμα (υπ’ αριθμ. 6054 της 30ής Μαΐου 1847 «Περί της εκ βάθρων ανεγέρσεως της Εκκλησίας του Νικοδήμου») με το οποίο ενέκρινε την ανέγερση του Ναού, έδινε εντολή να εκδοθεί η απαραίτητη άδεια, αλλά δεν γινόταν λόγος για παραχώρηση του ναού και της περιοχής του[4]!

Τι είχε συμβεί; Γιατί ο Όθων, αντί να παραχωρήσει δωρεάν την εκκλησία στη Ρωσική Πρεσβεία, απλώς έδινε την άδεια για την ανέγερσή της; Ένα οικονομικό σκάνδαλο κλόνιζε τη λαϊκή εμπιστοσύνη στην Κυβέρνηση Ιωάννη Κωλέττη, ο οποίος διέλυσε τη Βουλή και προκήρυξε νέες εκλογές. Ταυτοχρόνως, αποδεικνυόταν ότι υπήρχε μείζον πολεοδομικό ζήτημα, το οποίο έπρεπε να ρυθμιστεί, ενώ έντονη ήταν και η συζήτηση που είχε ανοίξει από τις στήλες των εφημερίδων. Ήταν εποχή που επικρατούσε ένταση με την Ρωσία και ο Όθων, προφανώς για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, υπέγραψε το διάταγμα που προαναφέρθηκε.

Η οδός Φιλελλήνων (1917) με την εκκλησία και το χαρακτηριστικό καμπαναριό της.

Σε εκκρεμότητα

Εν τω μεταξύ, ο πολυπράγμων Ιωάννης Κωλέττης εξήλθε θριαμβευτής από την εκλογική αναμέτρηση, αλλά έφυγε από τη ζωή στις 31 Αυγούστου 1847. Η υπόθεση της παραχώρησης της εκκλησίας του Νικόδημου στη Ρωσική Πρεσβεία, την οποία χειριζόταν ο ίδιος, παρέμεινε σε εκκρεμότητα.

Οι διάδοχοί του στην πρωθυπουργία, με πρώτο τον οπλαρχηγό της Επανάστασης Κίτσο Τζαβέλα και όσους τον διεδέχθησαν (Γεώργιος Κουντουριώτης, Κωνσταντίνος Κανάρης, Αντώνιος Κριεζής, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Δημήτριος Βούλγαρης κ.ά.), επηρεασμένοι και από τις επιθέσεις του Τύπου, απέφυγαν τα επόμενα 13 χρόνια να ξαναφέρουν το θέμα στην επικαιρότητα και στη Βουλή. Εν τω μεταξύ, η Ρωσική πρεσβεία, υπό την καθοδήγηση του Αρχιμανδρίτη Αντωνίνου, ανέθεσε την αποκατάσταση της εκκλησίας στον Έλληνα αρχιτέκτονα Τηλέμαχο Βαλασσόπουλο.

Ο τελευταίος ανήγειρε την εκκλησία επί των παλαιών θεμελίων σ’ ένα οκτάμηνο (Δεκέμβριος 1851-Ιούλιος 1852), διατηρώντας το αρχικό της σχέδιο και σχήμα. Πρόκειται για επίτευγμα που απαιτεί ιδιαίτερη παρουσίαση. Ο ναός επισήμως εγκαινιάστηκε στις 5 Δεκεμβρίου 1855, αφού προηγουμένως, και με ιδιαίτερο διάταγμα, τακτοποιήθηκε η πολεοδομική εκκρεμότητα[5].

Οριστική παραχώρηση

Εντέλει, η οριστική παραχώρηση του ναού στους Ρώσους πραγματοποιήθηκε μόλις το 1861. Προηγήθηκε, βεβαίως, και πάλι συζήτηση στη Βουλή και χρειάστηκε να εκδοθεί ειδικός νόμος «Περί παραχωρήσεως δωρεάν εις την Ρωσσικήν Κυβέρνησιν της εκκλησίας του Νικοδήμου μεθ’ όλης της περιοχής αυτής προς χρήσιν της εν Ελλάδι Ρωσσικής Πρεσβείας»[6]. Το πρόσωπο-κλειδί στην ιστορία του αθηναϊκού αυτού μνημείου και της αξιοποιήσεώς ήταν ο Καθηγητής της Θεολογικής Ακαδημίας του Κιέβου ιερομόναχος και γιος ιερέα Αντωνίνος.

Ήλθε στην Ελλάδα το 1850 και επί μία τετραετία έκανε ανασκαφές, κατέγραφε επιγραφές, αποκάλυπτε τα μωσαϊκά και το νεκροταφείο του παλαιού μοναστηριού, για να εκδώσει εν τέλει ειδική μονογραφία. Υπήρξε μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της Ρωσικής Εκκλησίας κατά τον 19ο αιώνα, ήταν θερμός φιλέλληνας και αξιοθαύμαστος φιλαθήναιος, και παρέμεινε στην Ελλάδα έως το 1860. Το όνομά του πρέπει να περιληφθεί στους ευεργέτες της πόλεως των Αθηνών.

Ο Αρχιμανδρίτης Αντωνίνος Καπούστιν

Ο Ανδρέας (αργότερα Αντωνίνος / Αντώνιος) Καπούστιν γεννήθηκε το 1817 στο χωριό Baturino της Ρωσικής επαρχίας Perm και απεβίωσε το 1894 στην Ιερουσαλήμ. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ανατολή. Καθηγητής Βυζαντινολογίας στη Θεολογική Ακαδημία του Κιέβου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μακριά από τη Ρωσία. Ο Γ. Λαμπάκης, εκθειάζοντας τη συμβολή του αρχιμανδρίτη Αντωνίνου, έγραψε πως παρέλαβε τον ναό του Νικοδήμου εγκαταλελειμμένο και ερείπιο από τις βολές των βαρβάρων.

Στη συνέχεια αναφέρει πως τον παρέδωσε «κεκαλλιστευμένον οικοδόμημα, ου μόνον την αρχαίαν αρχιτεκτονικήν αυτού διάταξιν και κεραμοπλαστικήν δικόσμησιν εξωτερικώς μετ’ αγάπης και φροντίδος ου της τυχούσης διατηρήσας, αλλά και εσωτερικώς προς ταις αρχαϊκαίς εικόσι, και αυτάς έτι τας επί των τοίχων δι’ ακίδος (graffito) επιγραφάς, υελίναις θήκαις, αδαμάντων δίκην, περιφράξας, εις το διηνεκές την σπουδήν τούτων ημίν ησφαλίσατο». Δείχνοντας δε την απεριόριστη εκτίμησή του, εξέφρασε την «Αιωνία ευγνωμοσύνη τω Ρώσσω φιλέλληνι και σοφώ Αρχιμανδρίτη Πατρί ΑΝΤΩΝΙΝΩ». Ήταν τέτοιος ο ενθουσιασμός που προκάλεσε με την παρουσία, την αρχαιοφιλία και τον φιλελληνισμό του ο Αντωνίνος, ώστε ο Οικονόμος εξ Οικονόμων ακόμη και ιδιαίτερη υμνολογία στον ομώνυμό του Άγιο Αντώνιο συνέγραψε, όπως μας ενημερώνει ο γιός του Σοφοκλής[7].

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Η άγνωστη ιστορία του ναού Αγίων Ελισάβετ και Φιλίππου στη Νίκαια

ΞΩΚΚΛΗΣΙΑ

Μεταβείτε στο άρθρο: Η άγνωστη ιστορία του ναού Αγίων Ελισάβετ και Φιλίππου στη Νίκαια

Ο Άγιος Αιμιλιανός του Λόφου Σκουζέ

ΝΑΟΙ – ΜΟΝΕΣ

Μεταβείτε στο άρθρο: Ο Άγιος Αιμιλιανός του Λόφου Σκουζέ