Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Αυξάνονται ολοένα τα τελευταία χρόνια οι διαμαρτυρίες για την πατροπαράδοτη σφαγή των αμνών κατά το Πάσχα. Δεν πρόκειται όμως περί νέου φαινομένου. Ανέκαθεν υπήρχαν φωνές που υψώνονταν απέναντι σ’ αυτό το έθιμο. Θα αρκεστούμε να παρουσιάσουμε τις απόψεις ανθρώπων του πνεύματος. Του ευαίσθητου και ρομαντικού δημοσιογράφου και χρονογράφου Γεωργίου Τσοκόπουλου και του νευρολόγου – ψυχίατρου Κωνσταντίνου Κατσαρά. Ο πρώτος έγραψε ένα χρονογράφημα με τον τίτλο «νηστίσιμαι απορίαι» και ο δεύτερος μία επιστολή με τον τίτλο «η σφαγή των αθώων». Αμφότερα τα κείμενα δημοσιεύθηκαν στον προπολεμικό Τύπο και ήταν σχετικά με τις σφαγές των αρνιών που γίνονταν καταμεσής των δρόμων, στην πόλη των Αθηνών.
Η αθρόα αυτή σφαγή των αμνών, καθ’ όλη τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδος και ιδιαιτέρως κατά τη Μεγάλη Παρασκευή, σε διάφορες συνοικίες της πρωτεύουσας, του Πειραιώς και των Περιχώρων, δεν άφησε αδιάφορο τον γιατρό. Έγραφε πως γινόταν με τόση πρωτοφανή αγριότητα που προκαλούσε αποτροπιασμό και αγανάκτηση. «Κατά σωρούς τα αρνιά σφάζονται εν μέσω ποταμών αιμάτων, σκάφες ολόκληρες γεμίζουν από τα νωπά αίματα, που ξεχειλίζουν και χύνονται εις τους δρόμους» σημείωνε ο Κ. Κατσαράς. Ο οποίος προκαλούσε τις ανθρώπινες αισθήσεις συνεχίζοντας με την περιγραφή του φουσκώματος, του γδαρσίματος και της προετοιμασίας της συκωταριάς.
Όλα αυτά συνέβαιναν σε κεντρικούς δρόμους αλλά και σε δρομάκια, δίνοντας πράγματι μια μορφή θηριωδίας στο έθιμο. Προβληματιζόταν λοιπόν γιατί δεν προτιμούσαν τα δημόσια σφαγεία, μακριά από τα βλέμματα του κόσμου και προπαντός των παιδιών που παρακολουθούσαν το αποτρόπαιο θέαμα. Συμπέραινε λοιπόν πως δεν ήταν απορίας άξιο πως ένα παιδάκι είχε σφάξει προ καιρού, σαν αρνί, το αδελφάκι του. Αλλά πιο απολαυστικός ήταν ο χαριτολόγος Γ. Τσοκόπουλος. Στην πραγματικότητα ήθελε να σχολιάσει δηκτικά την εκστρατεία που είχε ξεκινήσει ο σοσιαλίζων δημοσιογράφος και φίλος του Πλάτων Δρακούλης, ο οποίος απεχθανόταν γενικότερα την κρεοφαγία.
Έγραψε λοιπόν ένα χρονογράφημα περιγράφοντας πως βρέθηκε ένα μεγαλοβδομαδιάτικο απόγευμα στην εξοχή των Πατησίων με τον συνάδελφό του και θεατρικό συγγραφέα Νικόλαο Λάσκαρη. Εκεί συνάντησαν ένα κοπάδι από αρνάκια που έβοσκαν στην πρασινάδα και προφανώς περίμεναν την σειρά τους να κατέβουν στην πόλη για τα περαιτέρω. Άνοιξαν λοιπόν συζήτηση για το επίμαχο θέμα.
Ο Ν. Λάσκαρης ξεκίνησε εκφράζοντας μία απορία: «Πολύ καλά να μην τα σφάζουμε τ’ αρνιά, αφού δεν θέλει ο Πλ. Δρακούλης. Αλλά τι θα απογίνουν τ’ αρνιά;», «Πως τι θα γίνουν;». Απαντά απορημένος ο Γ. Τσοκόπουλος. «Που θα τα βάλουμε; Αυτά γεννούν κάθε χρόνο και αυξάνονται πολύ. Του χρόνου θα είναι διπλάσια και σε διάστημα δεκαπέντε ετών θα είναι τόσα που θα γεμίσουν τη γη. Τι θα κάνουμε τότε, θα τους παραχωρήσουμε τη θέση μας;», αναρωτήθηκε πάλι ο Λάσκαρης για να του απαντήσει κάποιος τρίτος που βρισκόταν στην παρέα. Του είπε πως τότε τα αρνιά θα τρώνε τους ανθρώπους μέχρι να βρεθεί ο Δρακούλης των αρνιών για να τα διδάξει πως είναι άγριο πράγμα να τρώνε τους ανθρώπους. Η… πλάκα είχε ξεκινήσει και μάλλον περισσότερο διασκέδαζαν οι αναγνώστες που διάβαζαν το χρονογράφημα την επομένη. Υπολογισμοί επί υπολογισμών, πόσους ανθρώπους και πόσα αρνιά χωρά η γη, τι θα πάθαινε η ανθρωπότητα αν ακολουθούσε το δόγμα του Πλ. Δρακούλη. Κατέληξαν λοιπόν στο συμπέρασμα, πως τα ζώα θα έτρωγαν και όλα τα χόρτα τη γης και οι άνθρωποι δεν θα είχαν να φάνε. Οπότε κατέληγαν ομόφωνα στο συμπέρασμα ότι καλύτερα για την ανθρωπότητα είναι να καταναλώνουν τον παραδοσιακό οβελία, έστω και αν δυσαρεστούσαν τον φίλο και συνάδελφό τους Πλ. Δρακούλη.