Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ένας υπολοχαγός του Μηχανικού ο οποίος ήταν επικεφαλής Πυροσβεστικού Ουλαμού έγινε πρωταγωνιστής ενός μοναδικού επεισοδίου. Πιεσμένος από τις συνθήκες κατάσβεσης μιας πυρκαγιάς κατάβρεξε βουλευτές και πολίτες, ενώ φρόντισε να… πάρει το αίμα του πίσω ξυλοκοπώντας έναν διευθυντή εφημερίδος με τον οποίο είχε προηγούμενα. Αυτά συνέβαιναν, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ξημερώνοντας Σαββάτο 1 Ιουλίου 1906, στη συμβολή των οδών Σταδίου και Ομήρου, απέναντι από την Παλαιά Βουλή. Εκεί βρισκόταν το ξενοδοχείο «Νέα Υόρκη» και στο ισόγειο στέγαζε το Εμποροραφείο του Σωκράτη Παπαγεωργίου.
Κυρίες που κατέβαιναν την οδό Σταδίου οσφράνθηκαν τη μυρωδιά καμένου υφάσματος. Ειδοποίησαν έναν αστυφύλακα, ο οποίος πράγματι διαπίστωσε ότι έβγαινε καπνός και έσπευσε να ειδοποιήσει την Πυροσβεστική. Σε λίγα λεπτά είχε φτάσει στο σημείο ένας Πυροσβεστικός Ουλαμός, με επικεφαλής τον υπολοχαγό του Μηχανικού Γεώργιο Παπακωνσταντίνου. Αφού έσπασαν τη σιδερένια πόρτα άρχισαν την κατάσβεση μέσα στο κατάστημα, προσπαθώντας να εντοπίσουν και την εστία της φωτιάς. Είχαν ήδη αρπάξει πολλά τόπια με ύφασμα ενώ οι άνδρες με τις μάνικες δεν μπορούσαν να φτάσουν στο βάθος του καταστήματος.
Οπωσδήποτε ο κίνδυνος επέκτασης ήταν σοβαρός, ιδιαιτέρως αφού στους ορόφους στεγαζόταν ξενοδοχείο. Εν τω μεταξύ από τη Βουλή έβγαιναν βουλευτές και δημοσιογράφοι, οι οποίοι όπως συνήθως συμβαίνει προσπάθησαν να φτάσουν όσο πιο κοντά γινόταν στο σημείο για να διαπιστώσουν τι συμβαίνει. Ανάμεσά τους ο υπουργός Εσωτερικών Νικόλαος Καλογερόπουλος, βουλευτές αλλά και ο διευθυντής της εφημερίδας «Εσπερινή» Πέτρος Γιάνναρος. Οι πυροσβέστες αφού κατόρθωσαν να εισέλθουν στο κατάστημα πετούσαν και πολλά πράγματα στο πεζοδρόμιο ώστε να απαλλάξουν τον χώρο και να επιχειρήσουν με μεγαλύτερη άνεση.
Αλλά το πεζοδρόμιο είχε αρχίσει να καταλαμβάνεται από τους περίεργους. Οι παρακλήσεις φαίνεται πως δεν έπιαναν τόπο, οπότε ο επικεφαλής υπολοχαγός, προφανώς πιεσμένος, έδωσε εντολή στον πυροσβέστη που κρατούσε τη μάνικα να τη στρέψει στους περίεργους. «Κατάβρεξέ τους με την τρόμπα», είπε ο υπολοχαγός και το όργανο αντί να ρίχνει στη φωτιά έστρεψε τη μάνικα στον κόσμο. Όπως ήταν φυσικό επικράτησε πανζουρλισμός. Οι περισσότεροι άρχισαν να φωνάζουν και να καταφέρονται εναντίον του επικεφαλής αλλά και του πυροσβέστη που τους είχε κάνει μούσκεμα. Ανάμεσά στους διαμαρτυρόμενους τους ήταν και ο Π. Γιάνναρος.
Τότε ο υπολοχαγός διέταξε έναν θηριώδη λοχία: «Ρίχτου κατακέφαλα!». Πράγματι ο λοχίας υπάκουσε και χρησιμοποιώντας τον δαυλό που κρατούσε στο χέρι του, άρχισε να κοπανά τον Π. Γιάνναρο στο κεφάλι. Ο κόσμος φοβισμένος άρχισε να υποχωρεί, ο υπολοχαγός αποσύρθηκε στα ενδότερα της φωτιάς, ο λοχίας εξαφανίστηκε και ο Π. Γιάνναρος οδηγήθηκε στον Σταθμό Πρώτων Βοηθειών που βρισκόταν στο προαύλιο της Βουλής. Όπως αποκαλύφθηκε εκ των υστέρων οι δύο άνδρες είχαν προηγούμενα από έναν χορό που είχε πραγματοποιηθεί στο Δημοτικό Θέατρο, όπου είχε σημειωθεί και άλλο επεισόδιο.
Έγιναν πολλές εικασίες για την πυρκαγιά εκείνη που απείλησε να καταστρέψει ολόκληρο κτίριο σε ένα κεντρικό σημείο της πρωτεύουσας. Στην αρχή ειπώθηκε πως η φωτιά είχε προκληθεί από τη βάση θέρμανσης της συσκευής σιδερώματος που είχε ξεχαστεί αναμμένη. Το γεγονός όμως ότι το κατάστημα ήταν ασφαλισμένο οδήγησε σε περαιτέρω έρευνες που αποκάλυψαν πως η πυρκαγιά οφειλόταν σε τσιγάρο που είχε πετάξει ένας από τους εργάτες του καταστήματος. Εν πάση περιπτώσει η υπόθεση παραπέμφθηκε στον Εισαγγελέα για τα περαιτέρω, όπως εξάλλου παραπέμφθηκε και ο υπολοχαγός αφού ο Π. Γιάνναρος κατέθεσε μήνυση. Η ολιγόμηνη φυλάκιση δεν φαίνεται όμως να του στοίχισε και πολύ αφού είχε πάρει το… αίμα του πίσω!