Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Είναι πράγματι περίεργη η ψυχολογία του ελληνικού λαού, αλλά και θαυμαστές οι αντιδράσεις του στις δύσκολες περιόδους και τις κρίσιμες στιγμές. Όπως συνέβη τη Μεγάλη Πέμπτη του 1941. «Ποτέ άλλοτε η Μεγάλη Εβδομάδα των Παθών δεν ευρήκε τον ελληνικό λαό τόσο ψυχικά ενωμένο και συσπειρωμένο γύρω από τα σύμβολα της πίστεώς του» έγραφε ο Παύλος Νιρβάνας στην εφημερίδα «Εστία». Ο Ελληνισμός έζησε και αισθάνθηκε βαθιά εκείνη την Εβδομάδα των Παθών. Εξαφανίσθηκαν οι συνήθεις εκδηλώσεις ασέβειας και ένα βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα απλώθηκε παντού.
Τη Μεγάλη Πέμπτη 17 Απριλίου 1941 παρουσιάστηκε μεγαλοπρεπώς «η πληρεστέρα χριστιανική ευλάβεια εις το βαθύ του Ελληνικού λαού συναίσθημα, το συνδυάζον τα πάθη του Θεανθρώπου με τα πάθη της ωραίας μας Πατρίδος», όπως έγραφε ο Νικόλαος Πετιμεζάς. Το κείμενό του, ενημερωτικό και επηρεασμένο από τις συνθήκες που επικρατούσαν, αποτελεί ιστορικό και θρησκευτικό τεκμήριο για τους νεότερους. Αναφερόμενος στη γερμανική εισβολή, που είχε ξεκινήσει στις 6 Απριλίου 1941, έγραφε ότι «αι θανατηφόραι του αντιχρίστου μηχαναί» πετούσαν τις ημέρες και τις νύχτες της Μεγάλης Εβδομάδας πάνω από τις πόλεις και τα χωριά της Ελλάδας.
Εμπόδιζαν έτσι, σε αρκετές περιπτώσεις, τους χριστιανούς να συμμετέχουν στις ακολουθίες της Εβδομάδας των Παθών. Υπήρχαν και περιοχές που αναγκάστηκαν να κρατήσουν κλειστούς τους ναούς, πιστοί οι οποίοι δεν μπόρεσαν να περιέλθουν με τα κεράκια τους τούς δρόμους της πόλης ή του χωριού τους ακολουθώντας τον Επιτάφιο. Ακόμη και την Ανάσταση του Θεανθρώπου δεν μπόρεσαν αρκετοί Έλληνες να γιορτάσουν, κρατώντας τις λαμπάδες τους αναμμένες στις πλατείες μπροστά από τους ναούς.
Ποιο ήταν το πνεύμα του λαού εκείνες τις ημέρες; Ίσως μία είδηση, η οποία δημοσιεύθηκε στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας «Εστία» τη Μεγάλη Εβδομάδα, να είναι όχι μόνο ενδεικτική αλλά και επίκαιρη τις ημέρες αυτές. Στον Πειραιά μόλις είχε λήξει ένας από τους γνωστούς συναγερμούς και έβγαινε ο κόσμος από το καταφύγιο. Ένας γεροντάκος του λαού, κακοντυμένος, σκυμμένος, μόλις σύροντας τα βήματά του, προχωρούσε στο πεζοδρόμιο. Χωρίς να έχει συγκεκριμένη κατεύθυνση μονολογούσε, επαναλαμβάνοντας συνέχεια τα ίδια λόγια. «Κλέφτη, κλέφτη! Να μας δώσεις πίσω το φως που μας πήρες από την Ολυμπία. Να μας το δώσεις πίσω».
Εννοούσε βεβαίως την Ολυμπιακή Φλόγα, που είχε ξεκινήσει από την Ελλάδα για να φτάσει στη Γερμανία και να ανάψει τον βωμό που είχε στηθεί για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936. Και όπως σχολίαζε η εφημερίδα, «τίποτε δεν θα ημπορούσεν ίσως να χαρακτηρίση πληρέστερον από τα λόγια αυτά ενός απλού και αμορφώτου ανθρώπου το αιώνιον Ελληνικόν πνεύμα».
Νιρβάνας: «Ο Σταυρός του Ιησού έγινε δικός μας»
Το ελληνικό έθνος εκείνη τη Μεγάλη Πέμπτη ένιωσε βαθιά τους συμβολισμούς του μαρτυρίου του Θεανθρώπου. «Εχει πολλές Μεγάλες Πέμπτες σταυρωθή μαζί με τον Θεάνθρωπο και έχει νιώσει επί πολλές εκατονταετηρίδες νιώσει τα καρφιά και τις λόγχες στο σώμα του», όπως έγραψε ο Παύλος Νιρβάνας. Ο ίδιος συμπλήρωσε ότι «γι’ αυτό θ’ ανάψουμε απόψε με βαθύτατη συγκίνηση τα κεράκια μας μπροστά στα ματωμένα πόδια του Σωτήρος. Αυτός είναι η απαντοχή μας. Η αλήθεια του είναι δική μας όσο ποτέ άλλοτε. Ο σταυρός του είναι σήμερα δικός μας. Και γι’ αυτό δεν θα σβήση ποτέ μέσα στην καρδιά μας». Ο συνδυασμός των περιστάσεων, των δυσχερειών που χαλύβδωναν τις ψυχές των χριστιανών απ’ άκρου εις άκρον σε όλη την Ελλάδα, και το ανέσπερο φως της Ανάστασης τροφοδοτούσαν περίεργα συναισθήματα. Το ένιωθαν οι Έλληνες και το αποτύπωναν οι δημοσιογράφοι στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων ότι την Εβδομάδα των Παθών θα διαδεχθεί η Ανάσταση της Ελλάδας!