Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ποιος θα το φανταζόταν ότι η προηγούμενη οικονομική κρίση, στις αρχές της δεκαετίας 1930, θα γινόταν η αφορμή για να παραχθούν και στην Ελλάδα οι περίφημες κούκλες βιτρίνας; Και όμως έχουν και αυτές οι κούκλες, τα ανδρείκελα, όπως τα αποκαλούσαν τότε, τη δική τους πλούσια ιστορία. Η οποία μάλιστα συνδέεται με μια παραδοσιακή βιοτεχνία των Αθηνών που λειτουργούσε στην καρδιά της πόλης, στην Πλάκα.
Βεβαίως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η λέξη μανεκέν, η οποία έλκει την απώτερη καταγωγή της από την Ολλανδία του Μεσαίωνα, αντιστοιχεί στην κούκλα βιτρίνας. Το τεχνητό μανεκέν φαίνεται πως εφευρέθηκε όταν ακόμη κέντρο υψηλής μόδας ήταν η Φλάνδρα και απαγορεύτηκε στις γυναίκες να εμφανίζονται στους δημόσιους χώρους. Πάντως, τέτοια μανεκέν στις αθηναϊκές βιτρίνες χρησιμοποιήθηκαν ήδη συστηματικά από τις αρχές του 20ού αιώνα [1].
Τις τρεις πρώτες δεκαετίες, σχεδόν στο σύνολό τους, εισάγονταν από το εξωτερικό και το κόστος ήταν αρκετά υψηλό. Ωστόσο η κατανάλωση ήταν αρκετή και το είδος εκπροσωπούσαν δύο τρεις κεντρικοί εισαγωγείς. Αλλά μεταξύ άλλων η οικονομική κρίση του 1930 προκάλεσε και έλλειψη ανδρεικέλων, όπως αποδόθηκαν τα μανεκέν στη νεοελληνική. Η λέξη προέρχεται από το ανδρί και είκελος = ο όμοιος με άνδρα, το ομοίωμα ανθρώπου.
Η διαφορά του νομίσματος και ο περιορισμός της εξαγωγής του συναλλάγματος ήταν οι κύριες αιτίες της έλλειψης που παρουσιάστηκε στην αγορά. Το κενό που δημιουργήθηκε έσπευσε να καλύψει ο Γεώργιος Λεδάκης με το εργοστάσιό του «Ατθίς», το οποίο λειτουργούσε επί της οδού Αδριανού 105 στην Πλάκα. Είχε ιδρυθεί το 1913 ως εργοστάσιο κατασκευής παιχνιδιών και αθυρμάτων από ξύλο, πολτοποιημένο χαρτί αλλά και λευκοσίδηρο. Η εργασία άρχισε το 1932 και με μεγάλη επιτυχία κατασκευάστηκαν πρώτα «μπούστοι» ανδρικοί, γυναικείοι και παιδικοί [2].
Στη συνέχεια και με την πάροδο του χρόνου άρχισε να κατασκευάζει ολόσωμα και πλήρη μοντέλα, εφάμιλλα των ευρωπαϊκών εργοστασίων. Τα καταστήματα αγκάλιασαν με ενθουσιασμό την πρωτοβουλία του Έλληνα κατασκευαστή. Το ίδιο συνέβη και με τους εμπόρους των επαρχιών που έσπευσαν να αγοράσουν το ελληνικό προϊόν κοσμώντας τις βιτρίνες τους. Και δεν άργησε η εποχή που ο Γ. Λεδάκης άρχισε και τις εξαγωγές, ιδίως στις βαλκανικές χώρες.
Πέραν των άλλων άρχισαν να αγοράζουν ομοιώματα και τα μουσεία, μεταξύ των οποίων το Μουσείο Ιωαννίνων, του Βασιλέως Γεωργίου Α’, το Μουσείο Μπενάκη, το Πολεμικό Μουσείο (τότε Σχολής Ευελπίδων). Η δραστηριότητα επεκτεινόταν και στην κατασκευή ομοιωμάτων για τις στολές ιστορικών προσώπων και παραδοσιακών φορεσιών.
Κατασκευάζονταν από γύψο, πολτοποιημένο και πεπιεσμένο χαρτί, κερί και ξύλο και τα προπλάσματα φιλοτεχνούνταν από σπουδαίους καλλιτέχνες. Ήταν πραγματικά έργα τέχνης και το βάψιμό τους χρησιμοποιούνταν ειδικές μέθοδοι ώστε να αντέχουν στις καιρικές μεταβολές (ήλιος, υγρασία κ.λπ.).
Στο ένα τρίτο της τιμής των εισαγομένων!
Ακόμη μια πρωτοπορία της βιοτεχνίας «Ατθίς» του Γ. Λεδάκη ήταν ότι οι περισσότερες ύλες που χρησιμοποιούσε παράγονταν στο σύνολό τους στην Ελλάδα, πλην του πολτοποιημένου χαρτιού που εισαγόταν από τη Γερμανία για να υποστεί στη συνέχεια επεξεργασία. Όπως ήταν φυσικό ακολούθησαν, τα προπολεμικά χρόνια, βραβεύσεις στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, τη Διαρκή Έκθεση Προϊόντων (Ζάππειο) κ.ά.
Αλλά το μεγάλο μυστικό βρισκόταν στην τιμή. Τα προϊόντα της Ελληνικής Ατθίδος ήταν σχεδόν στο ένα τρίτο της τιμής εκείνων που εισάγονταν από το εξωτερικό. Μια κούκλα βιτρίνας από το εξωτερικό κόστιζε περίπου 12.000 δραχμές, ενώ η «Ατθίς» τη διέθετε με 4.000 δραχμές μόνον. Έτσι το όφελος ήταν διπλό: Περιοριζόταν η εξαγωγή συναλλάγματος και ανθούσε μια ελληνική βιοτεχνία.