Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Από την πρώτη περίοδο που δημιουργήθηκε η νεότερη Αθήνα, η οδός Αιόλου υπήρξε ο δρόμος που συγκέντρωνε πλήθος μικροπωλητών τις παραμονές του νέου έτους. Και όσο αναπτυσσόταν η Αθήνα, τόσο μεγάλωνε η κίνηση στην οδό Αιόλου, η οποία αποτελούσε τη χαρά των μικρών παιδιών και των λαϊκών τάξεων. Μετατράπηκε σε δρόμο αποχαιρετιστήριας προπομπής του παλαιού χρόνου και υποδοχής του νέου. Προπομπής θορυβώδους, με όλα τα είδη των θορύβων που παρήγαγαν όργανα όπως οι ροκάνες, οι τσαμπούνες, τα κρόταλα και οι φυσαρμόνικες. Το απόγευμα της παραμονής του νέου έτους η οδός Αιόλου μετατρεπόταν σε δρόμο του πανζουρλισμού. Πόσοι και πόσοι δεν έγραψαν για να αποδώσουν το κλίμα εκείνων των ημερών.
Κανένας άλλος δρόμος και σε καμία άλλη εποχή του χρόνου δεν παρουσίαζε το θέαμα και τον θόρυβο της οδού Αιόλου το απόγευμα και τη νύχτα της παραμονής. Από τα προπολεμικά χρόνια ακόμη, η κίνηση ξεκινούσε από το μεσημέρι και επεκτεινόταν από την οδό Αιόλου σε όλη την Ερμού, στην πλατεία Συντάγματος και στην οδό Σταδίου. Τόνοι ολόκληροι χαρτοπόλεμου έπεφταν, σερπαντίνες και μικρά κουλουράκια. Θύμιζε αποκριάτικες ημέρες η παραμονή της πρωτοχρονιάς και συμμετείχαν σχεδόν όλοι οι κάτοικοι της πόλης στη γιορτή.
Οι συνήθειες αυτές είχαν φουντώσει τη δεκαετία του 1920 και άρχισαν να εμφανίζουν καμπή στα τέλη της δεκαετίας 1930[1]. Σταδιακά τα κουλουράκια δεν ρίχνονταν από και προς τους εξώστες, οι σερπαντίνες σχεδόν καταργήθηκαν και μόνον ο χαρτοπόλεμος διατηρούσε κατά κάποιον τρόπο την ακμή του. «Σαρδελοποίησις του παντός», έγραφαν οι εφημερίδες στα μέσα της δεκαετίας 1930, όταν πλέον εμφανίζονταν και προτάσεις να οργανώνονται από τον Δήμο Αθηναίων οι πρωτοχρονιάτικες γιορτές όπως οι αποκριάτικες και οι πρωτομαγιάτικες.
Σημειωτέον ότι ακόμη δεν είχαν καθιερωθεί τα νεότερα έθιμα τα οποία θέλουν τον δήμο της πρωτεύουσας πρωταγωνιστή στην οργάνωση των διαφόρων εκδηλώσεων για την υποδοχή του νέου έτους. Στο βάθος των προτάσεων κρυβόταν η οργανωμένη κίνηση της αγοράς και η τόνωση του εμπορικού κέντρου της πόλεως. Ο Κ. Γεννιώτης[2], τη δεκαετία 1930, θα σχολιάσει την «πολεμική» όψη της οδού Αιόλου με τα εκατοντάδες πολεμικά παιχνίδια για παιδιά. Τανκς, στρατιωτάκια, θωρακισμένα αυτοκίνητα, μυδραλιοβόλα, αεροπλάνα με τρεις κινητήρες και μοτοσυκλέτες με στρατιώτες έτοιμους να δράσουν.
Τραγική ειρωνεία ίσως το γεγονός πως τα περισσότερα ήταν γερμανικής κατασκευής! Τα ελληνικής κατασκευής παιχνίδια ήταν πιο ειρηνικά. Ερμάρια με κούκλες που φυλούσαν τα ασπρόρουχά τους, σαλονάκια με πολυθρόνες, καρέκλες και τραπέζια, εκκλησίες, ζωάκια, κούνιες, αντλίες που κινούνταν με τον άνεμο, καραβάκια με όλα τα εξαρτήματά τους, καραγκιόζηδες αλλά και σκάφες για πλύσιμο! Οι Έλληνες τεχνίτες παιχνιδιών προτιμούσαν να κατασκευάζουν παντοειδή πράγματα του σπιτιού σε μικρογραφίες. Σε πρώτη ζήτηση οι κούκλες με τη μικρή ηθοποιό του κινηματογράφου Σίρλεϋ Τεμπλ.
Όπως ήταν φυσικό ο πόλεμος και η κατοχή δεν επέτρεψαν στην οδό Αιόλου να λειτουργήσει με την ίδια ακμή. Δεν άργησε όμως να αναλάβει την πρωτοχρονιάτικη μορφή της στα μεταπολεμικά χρόνια. Μέχρι που της αφιέρωσε και μια μικρή μελέτη ο Δημήτριος Λουκάτος, το 1955. Καταγράφοντας τα ελληνικά χαρακτηριστικά του φαινομένου στάθηκε ιδιαίτερα στον χρόνο που διαρκούσε ο πρωτοχρονιάτικος εορτασμός της οδού Αιόλου, στον χώρο, στα είδη που προσφέρονταν στους καταναλωτές και στους ανθρώπους. Όλα ξεκινούσαν δύο-τρεις ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα με αποκορύφωμα την παραμονή της Πρωτοχρονιάς.
Ο κόσμος της συνοικίας και των επαρχιών κρατούσε την πρωτοχρονιά, όπως και σήμερα σχεδόν, ως μοναδική μέρα για τους μπουναμάδες. Οι περισσότεροι από τους μικροπωλητές ξήλωναν τους πάγκους τους μετά την παραμονή. Οι περισσότεροι παρέμεναν στα πόστα τους μέχρι τα Φώτα και του Αη Γιάννη. Από τη συμβολή της οδού Αιόλου με την οδό Σταδίου, δηλαδή από του Λαμπρόπουλου μέχρι την Αγία Ειρήνη στήνονταν πλάτη με πλάτη, στη μέση του δρόμου δύο κλητές σειρές από πάγκους, οι οποίοι αυξάνονταν στις διάφορες διασταυρώσεις. Τις βραδινές ώρες τα πρόχειρα αυτά καταστήματα φωτίζονταν από τα καταστήματα. Γι’ αυτό οι περισσότεροι σταματούσαν τη λειτουργία τους όταν έκλειναν τα καταστήματα που τους φώτιζαν.
Υπήρχαν βέβαια και πάγκοι που διέθεταν αυτόνομο φωτισμό, λάμπες ασετιλίνης, πετρελαίου κ.ά. Τα είδη που πωλούσαν οι πρωτοχρονιάτικοι μικροπωλητές συμβάδιζαν σχεδόν με τα είδη που πωλούσαν τα καταστήματα. Έτσι, οι πάγκοι της οδού Αγίου Μάρκου πωλούσαν και πολύχρωμες κορδέλες, όπως οι πάγκοι του κάτω μέρους της οδού Αιόλου πωλούσαν ποδηλατάκια, καθίσματα και μικροέπιπλα για παιδιά. Γύρω στο Ταχυδρομείο πωλούνταν κάρτες και ημερολόγια, μπροστά στη Χρυσοσπηλιώτισσα και την Αγία Ειρήνη εικονίσματα και λιβάνια, καθρέφτες και μικροκρύσταλλα στην γωνιά της οδού Βύσσης[3].
Πάντως, η ποικιλία των πωλούμενων ειδών ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Κλασικά παιχνίδια αλλά και φαγώσιμα, τσάντες, γραβάτες, κοσμήματα, αγαλματάκια, μπιμπελό, βάζα, γυαλικά, ζωγραφικές, τραπεζομάντηλα αλλά και εργόχειρα. Όσο για τα παιχνίδια ακόμη μεγαλύτερη ποικιλία. Από βλαχοπούλες και τσολιαδάκια μέχρι καρεκλάκια, σαλονάκια, σκεύη κουζίνας αλλά και απομιμήσεις συσκευών (ραδιόφωνα, τηλέφωνα, τρόλεϊ, γραφομηχανές κ.ά.). Εννοείται πως στους πάγκους υπήρχαν και φτηνά παιχνίδια, ταμπούρλα, τρομπέτες, τόπια, κούκλες, σιδηρόδρομοι, ζωάκια, πιστολάκια. Τ’ ακριβά παιχνίδια πωλούσαν βεβαίως τα καταστήματα.
Πρωταγωνιστής βεβαίως το μικρό ομοίωμα του Αι Βασίλη και δίπλα του οι χωρικοί της Αττικής να πωλούν πατροπαράδοτες πρασινάδες και κρεμμύδες. Σύμβολα αναβλάστησης για υγεία και μακροημέρευση. Από τα μέσα της δεκαετίας 1950 έκαναν την εμφάνισή τους και εισαγόμενα παιχνίδια από Αμερική, Ιαπωνία, Κορέα, Ιταλία κ.ά. Δεν έλειπαν βεβαίως και οι πλανόδιοι, απαραίτητες φιγούρες του εορταστικού πανηγυριού. Ο σαλεπιτζής, ο τυροπιτάς, ο λουκουματζής με τον ταβλά του κι ο καφετζής με τον κρεμαστό δίσκο του.
Η πολύβουη και πολύχρωμη οδός Αιόλου τροφοδοτούσε τα σπίτια και με τα πάσης φύσεως ημερολόγια. Ημεροδείκτες τοίχου, επιτραπέζια, ατζέντες και καζαμίες. Πίσω από τους πάγκους της οδού Αιόλου οικογένειες ολόκληρες πάσχιζαν γιορτινές ημέρες να εξασφαλίσουν τα προς το ζην, να συμπληρώσουν το εισόδημα. Συνήθως επρόκειτο για επαγγελματίες που έστηναν τους πάγκους τους στα διάφορα πανηγύρια και έσπευδαν να εξασφαλίσουν μια άδεια για τις γιορτές. Πελάτες τους όσοι κατέβαιναν για τα πρωτοχρονιάτικα ψώνια τους από τις συνοικίες και τις γειτονιές. Τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα άλλωστε δεν πήγαιναν οι Αθηναίοι στην επαρχία αλλά οι επαρχιώτες κατέκλυζαν κυριολεκτικά την πρωτεύουσα τις ημέρες των γιορτών[4].