Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Το τραγούδι του Τίμου Μωραϊτίνη «Στης Πλάκας τις ανηφοριές» με τον ακροτελεύτιο αυθεντικό του στίχο ήθελε τους Θεούς, όταν σουρούπωνε, να σεργιανίζουν στην Πλάκα «και να τα κοπανάν για γούρι Ωχ! στη ταβέρνα του Τζουτζούρη». Μόνον τυχαία δεν ήταν η επιλογή της συγκεκριμένης ταβέρνας, αφού μέχρι να αποδειχτεί το αντίθετο, ήταν η αρχαιότερη των Αθηνών. Γεννήθηκε μαζί με τη νέα πόλη, το 1835 και έζησε περίπου έναν αιώνα, πριν παραδώσει τη θέση της στη νέα χρήση που ήταν ιαματικά λουτρά! Δημιουργός της ο γέρο – Κούβελος, απομεινάρι της προεπαναστατικής εποχής, γηγενής Αθηναίος.[1]
Είχε φύγει με τους άλλους από την πόλη για να σωθεί. Γύρισε από τους πρώτους στην ερημωμένη πόλη και έχτισε το σπιτάκι του στην Πλάκα, ακριβώς πίσω από το ιερό της Αγίας Σωτήρας, στην στενή οδό Κόδρου. Νοικοκύρης, φορούσε βράκες και ήταν εργατικός. Στο κάτω μέρος του σπιτιού άνοιξε μια ταβέρνα για να εξασφαλίζει τα προς το ζην. Μια ταβέρνα που έμελε να ζήσει επί έναν αιώνα, έχοντας άλλους κατά καιρούς ταβερνιάρηδες. Ο Κούβελος παραχώρησε τη διεύθυνση του μαγαζιού σε έναν άλλο νοικοκύρη γηγενή, τον Τζουτζούρη.
Στα δικά του χέρια έμελε να ακμάσει και να γνωρίσει στιγμές δόξας. Γνήσια ταβέρνα με Μεσογίτικη ρετσίνα προσέλκυε πελάτες απ’ όλη την Αθήνα. Εκεί συγκεντρώνονταν οι νοικοκυραίοι και άναβε το γλέντι κάθε βραδάκι. Γύρω στα 1900 η ταβέρνα, ίδια και απαράλλαχτη, θα περάσει στα χέρια του Κανάκη, συγκεντρώνοντας τους Αθηναίους νοικοκυραίους. Επώνυμα γνωστά στη μικρή ακόμη κοινωνία των Αθηνών, Τσίπης, Ρουμπέσης, Τρικκαλιώτης κατείχαν τις καρέκλες και απολάμβαναν το περιεχόμενο από τις βαρέλες που ήταν στημένες στον τοίχο. Στην ταβέρνα μαζεύονταν οι τελευταίοι φουστανελοφόροι αλλά και οι πρώτοι επιστήμονες, πριν ξεχυθούν στη Νεάπολη για την καντάδα τους.
Το κρασί είχε μια πεντάρα και όταν έφτανε τη δεκάρα θεωρούνταν πανάκριβο. Δεν ήταν όμως μόνον ταβέρνα το κατάστημα του Τζουτζούρη και ύστερα του Κανάκη. Λειτουργούσε και ως ένα ιδιόρρυθμο ωδείο, από το οποίο πέρασαν όλοι οι γνωστοί καλλιτέχνες του μουσικού θεάτρου. Από τον Ιωάννη (Γιάγκο) Αποστόλου μέχρι τον Βλαχόπουλο και τον Μωραΐτη. Ήταν ένα καλλιτεχνικό φυτώριο που εκκόλαψε δύο γενιές κανταδόρων. Αρκετοί ανέβηκαν στη σκηνή και ακόμη περισσότεροι έμειναν στα παρασκήνια των στενοσόκακων της Πλάκας και του Αϊ Γιάννη του Ραγκαβά.
Εκεί διάλεγε τις καλύτερες φωνές του ο Χρήστος Στρουμπούλης και εκεί ακούγονταν οι μελωδικές στροφές του ρομαντικού τραγουδιού. Από το «εις τον κήπον σου οπόταν μοναχή τα άνθη λούεις / και του ρύακος ακούεις / τον γλυκόν μουρμουρισμόν» μέχρι το «για σένα γέρνει απαλά / κι απλώνεται με χάρι / μέσ’ του ουρανού την αγκαλιά / τα’ ολόχρυσο φεγγάρι»! Τι απέγινε θα αναρωτηθείτε σίγουρα εντέλει εκείνη η ταβέρνα; Τελευταίος ιδιοκτήτης της, κι αυτός γηγενής Αθηναίος, ήταν ο Σωτήρης Πασσαλής. Καλοκάγαθη και εκκεντρική φύση, όπως τον αποκάλεσε ο Ανδρέας Φούφας, ήταν από την πλούσια χορεία των ρομαντικών τραγουδιστών.
Στα μέσα περίπου της δεκαετίας 1930 είδε να φυτρώνουν γύρω του σαν μανιτάρια, οι αριστοκρατικές ταβέρνες με τα «ογκραντέν» και τα «α λα ουγγαρέζα» και ένιωσε να ταράσσονται οι νοσταλγικοί του στοχασμοί από τα κλάξον και τα αυτοκίνητα. Πήρε λοιπόν τα μάτια του και έφυγε. Πίστευε ότι τους είχαν μαγαρίσει οι «ξενόφερτοι» και απομακρύνθηκε ανοίγοντας ένα μαγαζάκι στη Μαγκουφάνα. Εμφανιζόταν στην Πλάκα μόνο μια φορά τον χρόνο, κάθε Μεγάλη Παρασκευή για να εκπληρώνει το τάμα του. Φορώντας μια άσπρη πουκαμίσα κρατούσε τον σταυρό στην εκφορά του Επιταφίου της Αγίας Σωτήρας. Όσο για την ταβέρνα μετατράπηκε, για μικρό χρονικό διάστημα, στο «Υδροθεραπευτήριον ο Κύκνος»!