Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
«Ο Δήμαρχός μας δρα και δεν μας μένει / Καμμία περί τούτου αμφιβολία. / η Κυψέλη ήτο αναστατωμένη: / Η πρώτη έγινε, του δήμου, συναυλία…»[1]. Με αυτό το άτεχνο αλλά χαριτωμένο τετράστιχο υποδεχόταν ο Δημήτριος Γιαννουκάκης τον νέο θεσμό των υπαίθριων Λαϊκών Συναυλιών του Δήμου Αθηναίων, τις οποίες καθιέρωσε ο Κώστας Κοτζιάς το 1935. Όταν εκλέχθηκε δήμαρχος, κατήρτισε ένα μάλλον γιγαντιαίο για τα μέτρα της εποχής, πρόγραμμα αθλητισμού και πολιτισμού. Μεταξύ άλλων περιλάμβανε και την οργάνωση των Λαϊκών Συναυλιών.
Η πρώτη αποφασίστηκε να δοθεί στην πλατεία Κυψέλης. Πράγματι, τον Ιούνιο 1935 πραγματοποιήθηκε η συναυλία στην πλατεία Κυψέλης η οποία ήταν ακόμη «πανταχόθεν ελεύθερη» [2]. Η πλατεία είχε διαμορφωθεί καταλλήλως και είχε φυτευτεί τις προηγούμενες ημέρες, διακοσμήθηκε με γλάστρες και κατασκευάστηκαν ρείθρα. Τοποθετήθηκαν ηλεκτρικοί λαμπτήρες και στο μέσο της πλατείας τοποθετήθηκε εξέδρα. Λίγο πριν από την έναρξη της συναυλίας καταβρεκτήρες του Δήμου καθάρισαν την πλατεία. Μια τεράστια καμπάνα τοποθετήθηκε πάνω στην εξέδρα για να χρησιμοποιηθεί στην πανηγυρική εισαγωγή του Τσαϊκόφσκι.
Το γεγονός ήταν πρωτόγνωρο και οι εντυπώσεις συναρπαστικές. Προσκλήθηκαν περίπου διακόσιοι επίσημοι για να παρακολουθήσουν το θέαμα. Μεταξύ αυτών ο πρωθυπουργός Παναγής Τσαλδάρης με τη γυναίκα του, ο πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Κωνσταντίνος Βάλβης, πολλοί βουλευτές κ.ά. Ειδική διαρρύθμιση, διάδρομοι, κορδέλες και πολυάριθμοι χωροφύλακες. Τουλάχιστον δέκα χιλιάδες άνθρωποι έσπευσαν να καταλάβουν μία θέση για να παρακολουθήσουν τη συναυλία [3]. Τα γύρω σπίτια αλλά και τα υψώματα γέμισαν με κόσμο. Πάνω στα σταματημένα αυτοκίνητα, σε στύλους του ηλεκτρικού, σε δένδρα, παντού ανεβασμένοι άνθρωποι.
Η συναυλία διήρκεσε περίπου δύο ώρες. Συναγερμός, πανηγύρι, διαδήλωση, κοσμοχαλασιά, πανδαιμόνιο. Αυτά ήταν τα χαρακτηριστικά της πρώτης συναυλίας που οργάνωσε ο δήμος Αθηναίων στην πλατεία Κυψέλης. Διότι όλα καλά με τη διάθεση να οργανωθούν Λαϊκές Συναυλίες, αλλά ο κόσμος δεν ήταν έτοιμος να απολαύσει Τσαϊκόφσκι και Λίστ που εκτέλεσαν η 85μελής Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών και η 150μελής Χορωδία Αθηνών [4]. Μάλλον απόλαυσαν περισσότερο το δεύτερο μέρος που περιλάμβανε την Άνοιξη του Κόκκινου, τη Λεβεντιά, τη Διαμάντω, τη Βαγγελιώ και άλλα δημοτικά τραγούδια τα οποία είχε εναρμονίσει και ενορχηστρώσει ο μαέστρος Φιλοκτήτης Οικονομίδης (1889-1957).
Γυναίκες του λαού φορούσαν τα γιορτινά τους, ασπρομάλληδες γέροντες παρακολουθούσαν αμήχανοι την πολυκοσμία και τη φασαρία και κανένας ή σχεδόν κανένας δεν άκουγε τη Συμφωνική αφού δεν υπήρχαν μεγάφωνα. Εντέλει όσοι έφτασαν μέχρι εκεί, από διάφορες συνοικίες των Αθηνών, δεν απόλαυσαν ούτε συγκινήθηκαν από τη μουσική. Περισσότερο άκουσαν τις κραυγές των μικροπωλητών, πασατεμπάδων, κουλουράδων κ.ά. που διαφήμιζαν την πραμάτεια τους. Εξάλλου ο χώρος ήταν τεράστιος και η απόσταση του κόσμου από τους εκτελεστές μεγάλη.
Πάντως όλοι, επίσημοι και μη, δήλωναν απόλυτα ικανοποιημένοι, ακόμη και εκείνοι που δεν είχαν ακούσει τίποτε! Ακολούθησε μακρά σειρά συναυλιών, σε διάφορες γειτονιές (Θησείο, Παγκράτι κ.α.), οι οποίες κάθε φορά παρουσίαζαν και περισσότερο ενδιαφέρον αφού το επιτελείο του Δήμου αποκτούσε σταδιακά την απαραίτητη τεχνογνωσία. Τον επίλογο έγραφε και πάλι με ένα τετράστιχό του ο «Αριστοφάνης (Δ. Γιαννουκάκης)»: «Και κάποιος που επήγε για ν’ ακούση / Ψιθύριζε μετά χαράς κρυφής: / Ήταν ο πρώην δήμαρχος που έτρεφε το μούσι / Μα τούτος είναι ο… μουσοτραφής!…»[5]. Ο θεσμός των συναυλιών συνεχίστηκε και τα επόμενα προπολεμικά χρόνια, ενώ προστέθηκαν και άλλα, ακόμη πιο δημοφιλή, θεάματα όπως οι Φασουλήδες.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 26 Απριλίου 2016