Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Στα νεότερα χρόνια γνωρίσαμε σπουδαίους κοσμικογράφους και κριτικούς, οι οποίοι με ψευδώνυμο τις περισσότερες φορές, σχολίαζαν την κοινωνική ζωή κυρίως της ελληνικής πρωτεύουσας καθώς και τα καλλιτεχνικά δρώμενα. Ποιός δεν γνωρίζει π.χ. τον Ίακχο, τον Ζάχο Χατζηφωτίου και τα γαργαλιστικά κείμενά του; Ή ποιός από τους παλαιότερους δεν παρακολουθούσε τις θεατρικές και λογοτεχνικές κριτικές του Άλκη Θρύλου, φιλολογικό ψευδώνυμο της σπουδαίας Ελένης Ουράνη; Υπήρχε λοιπόν και μία ακόμη γυναίκα η οποία υπήρξε πραγματικός θρύλος στον τομέα της κριτικής και των κοινωνικών γεγονότων και ήταν η κόρη του πρωτοπόρου της δημοσιογραφίας Βλάση Γαβριηλίδη και της συζύγου του Ουρανίας Γρυπάρη.
«Μονταίν»
Η Άννα Γαβριηλίδη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1884. Ήδη από την ηλικία των 14 ετών, πριν ακόμη εκπνεύσει ο 19ος αιώνας, άρχισε να γράφει στην εφημερίδα του πατέρα της. Όπως ήταν φυσικό, απόκτησε ιδιαίτερη πείρα και χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα δημοσιογραφούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της. Ειδικότητά της η κοσμική ζωή, θέμα με το οποίο συντηρούσε επί δεκαετίες στήλες σε διάφορες εφημερίδες και θεωρήθηκε η πρώτη στο είδος της. Ήταν τόση η δόξα και η επιρροή της στα κοσμικά γεγονότα της πρωτεύουσας και στον κόσμο της κριτικής, ώστε στα μέσα της δεκαετίας 1930, πριν από ενενήντα περίπου χρόνια, την αποκαλούσαν «δικτατόρισσα της κοσμικής ζωής». Έγραφε με το ψευδώνυμο «Μονταίν», το οποίο είχε γίνει συνώνυμο με τη ζωή των σαλονιών. Γράφοντας πάντα τουλάχιστον σε δύο εφημερίδες, μία πρωινή και μία απογευματινή, είχε καταστήσει τα κείμενά της απαραίτητο ανάγνωσμα για τις κυρίες. Όποια αναφερόταν στη στήλη της καθιερωνόταν και εισερχόταν στην χορεία των ωραίων!
Έγινε μόδα
Όταν ο Θ. Πάγκαλος εφάρμοσε το μέτρο του για τις κοντές φούστες (1925) έσπευσε να προβλέψει ότι θα αποτύχει παταγωδώς διότι «θα επικρατήσουν εν τέλει οι γυναίκες των οποίων η πονηρία είναι γνωστή και αι οποίαι θα εύρουν ασφαλώς τρόπον να μη το εφαρμόσουν». Καταγράφοντας με γλαφυρό τρόπο τις σιλουέτες των σαλονιών, περιγράφοντας το ντύσιμό κυρίως των γυναικών, τη διακόσμηση των σπιτιών και λεπτομέρειες από τις διάφορες εκδηλώσεις, επηρέαζε καθοριστικά την κοινωνική ζωή του τόπου. Δεν είναι υπερβολικό αν γραφτεί, πως ο θηλυκόκοσμος ζούσε για να φανεί, να επιδειχτεί και να γραφτεί στην στήλη «κοσμική κίνησις» του περιοδικού «Μπουκέτο», όπου παρουσιάζονταν στιγμιότυπα και περιγραφές «από την ζωήν των Ατθίδων». Όπως ήταν φυσικό, σε περιόδους γιορτών και μεγάλων εκδηλώσεων πάσης φύσεως, το γραφείο της βρισκόταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Αρκούσαν λίγες λέξεις της για να γίνει μόδα ένα φόρεμα, ένα «κοστούμι μπάνιου», κάποιος τύπος υποδημάτων ή καπέλων, μια καρφίτσα, ή ένα ιδιόμορφο είδος γυαλιών. Οι παροτρύνσεις για καλύτερη εμφάνιση οδηγούσαν δεκάδες κοπέλες σε αγωνιώδεις προσπάθειες για γυμναστική, ενώ τα σχόλια για τα εδέσματα μιας δεξίωσης καθιέρωναν ή απαξίωναν ολόκληρες επιχειρήσεις. Ξενοδοχεία, μέγαρα, χορευτικά κέντρα, τα περίφημα «ντάνσινγκ κλούμπ» ξεκινούσαν τις δραστηριότητές τους αφού προηγουμένως είχαν εξασφαλίσει μια θετική κριτική της «Μονταίν». Έγραψε πλήθος χρονογραφημάτων, στα τελευταία χρόνια με το ψευδώνυμο «Μία» και συνέγραψε, σε συνεργασία με τον Δημήτρη Γιαννουκάκη, το θεατρικό έργο «Κοσμική Ακινησία» το οποίο παρουσιάστηκε το 1941 στο Θέατρο Αλίκη και σε σκηνοθεσία του Κώστα Μουσούρη. Παντρεύτηκε τον Τριπολιτσιώτση θεατρικό συγγραφέα και ιστορικό του θεάτρου Θεόδωρο Συναδινό και απέκτησαν έναν γιο, τον Νικόλαο, ο οποίος ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Η Άννα Γαβριηλίδη Συναδινού έφυγε από τη ζωή το 1962, σε ηλικία 78 ετών.