Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Μπορεί στα χρόνια του Ηρόδοτου οι Σκύθες να μεθούσαν με κανναβούρι που έριχναν πάνω σε πυρακτωμένους λίθους, αλλά στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωσή της, η «κάνναβις η ήμερος» (Cannabis sativa) εμφανίστηκε ως αποδοτική καλλιέργεια για την παραγωγή κλωστικής ύλης, χρήσιμης για ύφανση ή κατασκευή σχοινιών. Δεν άργησε ωστόσο να εμφανιστεί και η χρήση της ως μεθυστικής ουσίας. Μας ήρθε από την Ανατολή, από τα χρόνια του Όθωνα ακόμη. Αποφυλακισμένοι από τα μπουντρούμια της Σμύρνης, του Μισιριού, της Προύσας και του Σκούταρι ξέπεφταν στον Πειραιά δημιουργώντας μια νέα κατηγορία κοινωνικών τύπων, τους χασισοπότες. Το κουτσαβάκι του Ψυρρή, «τ’ αδέρφι» της Πλάκας, τον «κάργα» της Βάθειας.
Παραμένει ωστόσο άγνωστο πότε εμφανίστηκαν οι πρώτες οργανωμένες αντιδράσεις εκ μέρους του επιστημονικού κόσμου στο φαινόμενο το οποίο, ολοένα αυξανόμενο, μετατρεπόταν σε πραγματική κοινωνική πληγή με εκατοντάδες θύματα. Ήταν το 1885, όταν δημοσιεύθηκε η πρώτη επιστημονική διατριβή ενάντια «εις τους χασιστάς» από τον γιατρό των φυλακών Γ. Παπαβασιλείου. Προξένησε σοβαρή εντύπωση στους κρατούντες και απασχόλησε, όπως ήταν φυσικό, τις διοικητικές και αστυνομικές αρχές. Τότε ζητήθηκε η γνώμη του Ιατροσυνεδρίου, το γνωστό αργότερα (1923) ως Ανώτατο Υγειονομικό Συμβούλιο. Η γνωμοδότηση η οποία εκδόθηκε, μετά από μελέτη και παρατηρήσεις, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η χρήση χασίς, μεταξύ άλλων, βλάπτει την αίσθηση και την κίνηση και διαταράσσει τις ψυχικές λειτουργίες του ανθρώπου, με διαφορετικές επιπτώσεις στην ψυχοσύνθεση κάθε χρήστη.
Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «Τα ινδάλματα και αι ροπαί των διά χασίς μεθυσκομένων δεικνύουσι συχνότατα την συνήθη πνευματικήν ενασχόλησιν και τον ηθικόν χαρακτήρα του μεθυσθέντος, η υποτυπούσι τα διανοήματα και τα πάθη, υφ’ ων κατέχεται ο άνθρωπος κατά την ημέραν της μέθης, η καθ’ ην στιγμήν τα συμπτώματα της δηλητηριάσεως ήρξαντο εκδηλούμενα. Οι χασισταί γενόμενοι μανιακοί δύνανται να πράξωσι παντοειδείς βιαιότητας και φόνους»! Πρόσθετε δε, πως «η επί μακρόν χρήσις της ουσίας ταύτης (Haschisch) εξασθενεί και ατροφεί το σώμα, αμβλύνει τον νούν και φέρει την υποχονδρίαν, τον ιδιωματισμόν και την μανίαν. Οι χασισταί έχουσι το βλέμμα απλανές, άνευ εκφράσεως, τη φυσιογνωμία βλακώδη. Κατά τας στατιστικάς παρατηρήσεις των φρενοκομείων Καΐρου και Βεγγάλης, οι πλείστοι των μανιακών και βλακών εγένοντο τοιούτοι εκ της καταχρήσεως του χασίς».
Το Ιατροσυνέδριο εξέφραζε φόβους πως η σταδιακή εξάπλωση της χρήσης του χασίς θα είχε καταστρεπτικές επιπτώσεις, ιδιαιτέρως στα λαϊκά στρώματα, και πρότεινε την άμεση απαγόρευσή του στις φυλακές και στα καφενεία. Η εισήγηση έφτασε στα χέρια του υπουργού Εσωτερικών Στέφανου Δραγούμη (1842-1923), ο οποίος και έσπευσε τον Μάρτιο 1890 να εκδώσει μία μνημειώδη εγκύκλιο. Κλήθηκαν οι νομάρχες και οι αστυνομικές διευθύνσεις Αθηνών και Πειραιώς να απαγορεύσουν τη χρήση του χασίς σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους, να συλλαμβάνουν χρήστες και εμπόρους, και να κλείνουν τα καφενεία και τα πάσης φύσεως καταστήματα που επέτρεπαν ή υπέθαλπαν τους χασισοπότες.
Πράγματι εξαπολύθηκε ένα ανελέητο κυνηγητό, ιδιαιτέρως στον Πειραιά που ήταν η πύλη εισόδου από την Ανατολή. Αυτή πρέπει να θεωρείται και η πρώτη οργανωμένη αντίδραση εκ μέρους της πολιτείας για τη χρήση ουσιών. Είχαν βεβαίως προηγηθεί μέτρα, από τα χρόνια του Οθωνα, για τον περιορισμό των οινοπνευματωδών ποτών αλλά και του καπνίσματος στους δημόσιους χώρους. Πάντως, τόσο η εγκύκλιος του 1890 του Δραγούμη όσο και νεότερη που εκδόθηκε το 1897, δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η χρήση του χασίς επεκτάθηκε σε όλη την Ελλάδα και έμελε να αποτελέσει το επίκεντρο για την ανάπτυξη της γνωστής υποκουλτούρας του περιθωρίου, με ιδιαίτερα γνωρίσματα και χαρακτηριστικά.