Η προσφορά στην Πατρίδα, η αυτοκτονία και οι μετά θάνατον περιπέτειες του αγωνιστή Ανδρέα Σ. Λόντου

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Ήταν γόνος μιας από τις διαπρεπέστερες οικογένειες της Πελοποννήσου.  Σε ηλικία 23 ετών γνώρισε τον λόρδο Βύρωνα, τον οποίο φιλοξένησε στην Βοστίτσα (Αίγιο). Ο πατέρας του, ισχυρός προύχοντας, αποκεφαλίστηκε από τους Τούρκους στην Τριπολιτσά το 1812. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, ήταν εκείνος που κήρυξε την Επανάσταση στον τόπο του, εξελίχθηκε σε ηγετική στρατιωτική και πολιτική φυσιογνωμία. Πρωταγωνίστησε στην εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου αλλά το τέλος του υπήρξε οικτρό.

Εικάζεται ότι αυτοκτόνησε σχεδόν σε κατάσταση πενίας και απογοητευμένος. Ο λόγος για τον Ανδρέα Λόντο του Σωτηράκη (1786-1845), έναν από τους ισχυρότατους στύλους της ελληνικής ελευθερίας. Οφείλουμε να αποκαταστήσουμε τις ανακρίβειες που δημοσιεύονται επί πολλές δεκαετίες, ελάχιστο μνημόσυνο στην μνήμη και την προσφορά του στην Πατρίδα. Αντλώντας πληροφορίες από τον πλέον αξιόπιστο μάρτυρα, τον Νικόλαο Δραγούμη και αθησαύριστο κείμενο που δημοσίευσε στην «Εστία» τον Απρίλιο 1878[1].

Ανδρέας Λόντος. Ελαιογραφία από τις συλλογές του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου

Φιλικός

«Φιλοξενηθείς το 1809 υπό του Λόντου εν Αιγίω, είδον αυτόν, μικρόν μεν το σώμα, κρύπτοντα όμως υπό επιφάνειαν μείρακος νουν πρεσβύτου και πνεύμα εξαιρέτου φιλοπατρίας» έγραφε ο λόρδος Βύρων[2]. Και ο Νικόλαος Δραγούμης βεβαίωνε ότι μικρό παιδί ακόμη είχε γνωρίσει τον Ανδρέα Λόντο, όταν συναντιόταν με τον πατέρα του Μάρκο Δραγούμη, τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, τον Ασημάκη Ζαΐμη, τον Ανδρέα Καλαμογδάρτη κ.ά. στην Αντιγόνη, ένα από τα Πριγκηπονήσια που βρίσκεται ανάμεσα στην Πρώτη και στην Χάλκη. Εκεί συναντιόντουσαν και διαβουλεύονταν υπέρ της Επαναστάσεως.

Διότι ο Ανδρέας Λόντος έζησε για κάποιο χρονικό διάστημα στην Κωνσταντινούπολη πριν επιστρέψει στην Πελοπόννησο για να αναγορευτεί επισήμως προεστός με έγγραφο των εκπροσώπων του Καζά Βοστίτσας, επικυρωμένο από τον Επίσκοπο Κερνίτσης Προκόπιο. Ο Ν. Δραγούμης τον παρουσιάζει ως ομιλητικό και χαμογελαστό τύπο που αγαπούσε την ευθυμία, τα τραγούδια και τα τραπεζώματα. Αναφέρει, ότι κάθε απόγευμα καθόταν μπροστά από την πύλη της Μονής Αγίου Γεωργίου του Ακτήμονα, στην νησίδα της Αντιγόνης και παρότρυνε τους φουστανελοφόρους να χορεύουν τραγουδώντας.

Στον Αγώνα

Βεβαίως κανείς δεν γνώριζε τι συζητούσαν κατ’ ιδίαν εκείνοι οι άνδρες, άπαντες μυημένοι στην Φιλική Εταιρεία. Στις παρέες τους αρέσκονταν να ιστορούν το παλαιό μεγαλείο της πατρίδας, εξάπτοντας τον έρωτα προς την πατρίδα όσων παρευρίσκονταν μαζί τους. Οι υπηρεσίες του στον Αγώνα ήταν ενθουσιώδεις, όπως και όλης της οικογενείας του που διέθεσε την περιουσία της στον κοινό σκοπό. Από την ημέρα της κήρυξης του Αγώνος έως το τέλος ήταν παρών.

Διοίκησε Σώμα που συντηρούσε ο ίδιος και διαδραμάτισε σημαίνοντα στρατιωτικό και πολιτικό ρόλο. Μόνον όποιος διαβάσει το δίτομο έργο με το «Ιστορικό Αρχείο» του, το οποίο εξέδωσε η οικογένειά του το 1914, θα κατανοήσει το μέγεθος της συμβολής του[3]. Τον ευγενή χαρακτήρα, την φιλοπατρία, την αυτοθυσία και την μαχητικότητά του. Την περίοδο του Καποδίστρια παραγκωνίσθηκε πράγματι, αποφασισμένος όντας να μην υποχωρήσει κατ’ ελάχιστον από τις αρχές που ο ίδιος είχε θέσει να υπηρετήσει.

Ο Ανδρέας Λόντος στη Βοστίτσα. Έγχρωμη λιθογραφία Peter von Hess (1792-1871)

Η σύνταξη

Είναι άξια σχολιασμού η στάση που τήρησε ο Ανδρέας Λόντος, αρχηγός του Αγγλικού κόμματος, στην εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Ανέλαβε υπουργός Στρατιωτικών και αργότερα Εσωτερικών στην επαναστατική κυβέρνηση και πρωταγωνίστησε στην τήρηση της τάξης, της στρατιωτικής πειθαρχίας και της ασφάλειας. Προσπάθησε να καταλαγιάσει τα αισθήματα μίσους που είχαν δημιουργηθεί προς τους αποκαλούμενους ετερόχθονες. Όλες του τις ενέργειες, ακόμη και της προπαρασκευής της εξέγερσης, τις κάλυπτε οικονομικά εξ ιδίων, γεγονός που τον οδήγησε σε οικονομικό αδιέξοδο και υπέρογκα χρέη. «Του Σωτηράκη ο γιος δε ντροπιάζει το πατρικό όνομα», συνήθιζε να λέει[4].

Εντωμεταξύ οι πολιτικές εξελίξεις και το γεγονός ότι θεωρούσε πως δεν είχε επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα, τον καταρράκωναν ψυχολογικά. Στο διάστημα των επτά μηνών (3 Σεπτεμβρίου 1843 – 30 Μαρτίου 1844) που διήρκεσε το έκτακτο καθεστώς και στην συνέχεια ως υπουργός επέδειξε ζήλο, αφιλοκέρδεια και φιλοπατρία. Αποχώρησε από τα δημόσια πράγματα στις 4 Αυγούστου 1845 και μέχρι τις 24 Σεπτεμβρίου της επόμενης χρονιάς που έφυγε από την ζωή κατατρυχόταν οικονομικά έχοντας δαπανήσει όλο το βιός και την περιουσία του στις κοινές υποθέσεις. Προσπαθούσε να επιβιώσει με την σύνταξη των 220 δραχμών που λάμβανε.

Ομοίωμα σημαίας που έφερε ο Ανδρέας Λόντος κατά τη είσοδό του στην Πάτρα το 1821. Από τις συλλογές του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου.

«Έχει ο Θεός…»

Ο άνθρωπος που είχε ξεκινήσει πλούσιος, δεν είχε πλέον την δυνατότητα να κεράσει καφέ, όπως συνήθιζε, εκείνους που τον επισκέπτονταν. Παρέμενε ωστόσο ευαίσθητος και φιλάνθρωπος. Σύμφωνα με μαρτυρία του Ν. Δραγούμη, με τον οποίο συνδεόταν φιλικά, ο Α. Λόντος έδωσε το τελευταίο πεντάδραχμο που διέθετε σε κάποιον φτωχό. Όταν ο Ν. Δραγούμης, ο οποίος γνώριζε την κατάστασή του, τον μέμφθηκε για την υπερβολή της γενναιότητάς του, εκείνος απάντησε ότι ήταν Απόκριες και ο φτωχός υπήρξε στρατιώτης του. «Έχει ο Θεός και δι’ εμέ» του είπε χαρακτηριστικά.

Η περίπτωση του Ανδρέα Λόντου θα έπρεπε να μας έχει απασχολήσει περισσότερο. Όπως και οι λόγοι που τον οδήγησαν να αυτοκτονήσει. Ήταν ένας ευαίσθητος άρχοντας που δεν μπορούσε να συνηθίσει τις απατεωνιές που έβλεπε να συμβαίνουν. Κυριολεκτικά αρρώσταινε. Ο 60χρονος Ανδρέας Λόντος αυτοπυροβολήθηκε με πιστόλι, το οποίο τοποθέτησε στο στόμα του την 06:30 πρωινή της 24ης Σεπτεμβρίου 1846[5]. Αυτή είναι η πλέον πιθανή εκδοχή, ενώ η μεταθανάτια περιπέτεια της σορού του ήταν ίσως μεγαλύτερη από εκείνη της ζωής του. Πρωθυπουργός ήταν ο Ιωάννης Κωλέττης, ο οποίος τον μισούσε και επέδειξε πρωτοφανή μικροψυχία.

Ανδρέας Λόντος (1786-1846)

Γιατροί και οικογένεια

Η οικογένεια και οι φίλοι του, καθώς και οι διακεκριμένοι γιατροί της εποχής που ενεπλάκησαν στο ζήτημα του τρόπου με τον οποίο έφυγε από την ζωή ο Λόντος, προσπάθησαν να αποδείξουν ότι οφειλόταν μάλλον σε ατύχημα. Τη στάση αυτή στήριζαν τα δύο αδέλφια του Λουκάς και Αναστάσιος και ο Λέων Μεσσηνέζης που είχε νυμφευθεί την αδελφή τους Μαρία. Την περίπτωση της δολοφονίας απέκλεισαν ρητά οι δύο γιατροί που εξέτασαν το πτώμα.

Ήταν οι Ι. Ολύμπιος και Α. Βενιζέλος, οι οποίοι συμπέραναν ότι δεν είχαν την δυνατότητα να βεβαιώσουν αν η εκπυρσοκρότηση του όπλου «έγινε εκουσίως παρ’ αυτού του παθόντος ή ακουσίως ή τυχαίως»[6]. Το γεγονός ότι παρέμενε μέχρι της τελευταίας ώρας ενεργός και σε επαφή με τους δικούς του και τους φίλους του, ανταλλάσσοντας έγγραφα μηνύματα μέχρι το βράδυ της προηγουμένης, συνηγορούσαν προς την κατεύθυνση του ατυχήματος.

Η μαρτυρία Ν. Δραγούμη

Ωστόσο η αξιόπιστη μαρτυρία του φίλου και καθημερινού επισκέπτη του Ν. Δραγούμη, ο οποίος είδε τον νεκρό και την θέση που βρισκόταν αλλά και το τραύμα, δεν άφησε αμφιβολίες για το τι είχε συμβεί. «Σταθείς προ κατόπτρου, εισήγαγεν το στόμιον πιστολίου εις το στόμα αυτού και πυροβολήσας κατέπεσεν ύπτιος, ενώ της κατακερματισθείσης κεφαλής τα τρίμματα διεσκορπίσθησαν περί τους τοίχους και την οροφήν» έγραψε ο Ν. Δραγούμης.

Ο τελευταίος έψαξε προσεκτικά τα πάντα, αλλά δεν βρήκε κάποιο σημείωμα ή στοιχείο που να δικαιολογούσε την πράξη. Ο ίδιος όμως, σε άρθρο που έγραψε στην «Εστία», υποστήριξε πως την προηγούμενη ημέρα τον είχε συναντήσει. Ο Ανδρέας Λόντος του εξέφρασε την απογοήτευσή του για την έκβαση του κινήματος του Σεπτεμβρίου, σε τέτοιο βαθμό ώστε του είπε πως του ερχόταν να σκοτωθεί από αδημονία, διότι είχαν φέρει σε κίνδυνο την πατρίδα!

Πανομοιότυπο της υπογραφής του Ανδρέα Λόντου όπως δημοσιεύτηκε στην «Εστία».

Μεταθανάτιος περιπέτεια

Το ζήτημα της αυτοκτονίας ή μη του Ανδρέα Λόντου έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις, κυρίως λόγω της απαγορεύσεως να ταφεί χριστιανικά λόγω της γνωστής θέσεως της Εκκλησίας και των Κανόνων της. Ταυτοχρόνως η Κυβέρνηση αρνήθηκε να του αποδώσει και τις προβλεπόμενες στρατιωτικές τιμές. Ο πολιτικός κόσμος, ο Τύπος και το κοινό χωρίστηκαν σε δύο ομάδες.

Λιγότεροι και κυρίως η υπό τον Ι. Κωλέττη Κυβέρνηση και η ηγεσία της Εκκλησίας υποστήριζαν πως έπρεπε να τηρηθούν οι τύποι και να φύγει ο Ανδρέας Λόντος άψαλτος. Περισσότεροι ήταν εκείνοι που υποστήριζαν πως δεν είχε αποδειχθεί η αυτοκτονία και έπρεπε να ταφεί κανονικά. Αποτέλεσμα ήταν να παραμείνει άταφος ο Α. Λόντος περίπου έναν μήνα και εντέλει να οδηγηθεί και να ταφεί στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Αίγιο. Στην διαδρομή από την Αθήνα στον Πειραιά συνόδευσαν τον νεκρό περίπου εβδομήντα άμαξες.

Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Εστία» 16 Μαρτίου 2021

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Ο αγωνιστής Κ. Λαγουμιτζής και η Οθωμανή σύζυγός του!

ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ

Μεταβείτε στο άρθρο: Ο αγωνιστής Κ. Λαγουμιτζής και η Οθωμανή σύζυγός του!

Ο σύντροφος του Ρήγα Φερραίου που έφυγε «εν εσχάτη πενία»

ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ (1456-1821)

Μεταβείτε στο άρθρο: Ο σύντροφος του Ρήγα Φερραίου που έφυγε «εν εσχάτη πενία»

Η προσφορά του Ραφαήλ Τσέκολη και το ανθρώπινο δράμα του!

ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ

Μεταβείτε στο άρθρο: Η προσφορά του Ραφαήλ Τσέκολη και το ανθρώπινο δράμα του!