Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς.
Όλα ξεκίνησαν από τη συνήθεια του Μιστόκλη, του τριαντάχρονου φαλακρού τσαγκάρη της γειτονιάς του Αγίου Παύλου, ο οποίος πείραζε τα κορίτσια που περνούσαν μπροστά από το τσαγκαράδικο. Έχοντας τοποθετήσει τον πάγκο του σε επίκαιρη θέση, έδειχνε ιδιαίτερη αδυναμία στη δεσποινίδα Ευλαλίτσα, στην οποία απηύθυνε τον θαυμασμό του με ιδιαίτερη ένταση. Επηρεασμένος από τα λαϊκά τραγούδια της εποχής του, την ρωτούσε με τι είχε γιομάτα τα… «κουμπούρια» της. Επρόκειτο περί φράσεως λαϊκού τραγουδιού που έκανε λόγο για τη ντερμπεντέρισσα και ιδιαιτέρως προικισμένη από τη φύση Βασίλω. Αλλά η αθυρόστομη Ευαλαλίτσα δεν σήκωνε τέτοια: «Δεν κοιτάς τα χάλια σου κασιδιάρη» του είπε και τον αποστόμωσε.
Βρισκόμαστε στα 1927, όταν ο Μιστόκλης τα βρήκε σκούρα. Καμιά δεν του είχε αντιμιλήσει μέχρι τότε και μάλιστα με αυτό τον τρόπο. Το σκέφτηκε από ’δω, το ξανασκέφτηκε από ’κει, φύσαγε και ξεφύσαγε, μέχρι που το αποφάσισε. Πώς να χωνέψει την προσβολή; Έπρεπε να τιμωρήσει την αυθάδεια της νεαράς. Οπότε κατέθεσε εναντίον της μήνυση επί εξυβρίσει και το ζήτημα έφτασε στην αίθουσα του δικαστηρίου, το οποίο στην πραγματικότητα κλήθηκε να αποφανθεί αν ήταν βρισιά ο χαρακτηρισμός «κασιδιάρης». Εξάλλου, όπως γράψαμε και άλλοτε στην περιοχή του Αγίου Παύλου δέσποζε το τοπωνύμιο Κασίδα.
Διότι κασίδα αποκαλούσαν τον 19ο αιώνα την ασθένεια του τριχωτού της κεφαλής άχωρ (άχωρα ή αχώρα) ή αλλιώς τριχοφάγο. Πρόκειται για δερματομυκητίαση η οποία μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο είτε άμεσα, είτε έμμεσα, με τη χρήση κοινών χτενών, ρούχων κ.λπ. Ήταν τόσο εκτεταμένη η κασίδα, λόγω έλλειψης συνθηκών υγιεινής, ώστε ίσχυε ειδική διάταξη με την οποία εξαιρούνταν από τη στράτευση οι πάσχοντες από αχώρα. Ήταν οι περίφημοι κασιδιάρηδες, όπως αποκαλούσαν όσους έπασχαν και εμφάνιζαν κενά στο τριχωτό της κεφαλής.
Φαίνεται όμως πως διαφορετική ερμηνεία έδινε ο συνήγορος της δεσποινίδος Ευλαλίας προκειμένου να υπερασπιστεί την πελάτισσά του. «Δεν αρνούμεθα ότι αποκαλέσαμε τον μηνυτή κασιδιάρη, σε απάντηση της απορίας του περί της γομώσεως των αγχεμάχων όπλων μας» είπε στο δικαστήριο, ξεσηκώνοντας την διάθεση όσων παρακολουθούσαν την δίκη αλλά και προκαλώντας το ενδιαφέρον της έδρας. «Αλλά στον βυζαντινό στρατό», συνέχισε, «ο πεζός οπλίτης φορούσε χάλκινο κράνος για να προστατεύει το κεφάλι του. Πάνω στο κράνος του εξοστρακίζονταν τα βέλη του εχθρού».
Η αντίδραση εκ μέρους της υπεράσπισης του Μιστόκλη ήταν σφοδρή. «Μα κύριε πρόεδρε, εδώ η επίσημη πολιτεία θεωρώντας το τοπωνύμιο Κασίδα δυσώνυμο το αντικατέστησε με την ονομασία Αχαρνών» είπε ο δικηγόρος αναφέροντας και σειρά άλλων παραδειγμάτων για να αποδείξει το δίκαιό του. Επικαλέστηκε παροιμίες που χρησιμοποιούσαν επιτιμητικά τη λέξη κασίδα, βρισιές της καθημερινότητας, ακόμη και τραγούδια των καταγωγίων που χαρακτήριζαν ως κασιδιάρη τον χείριστο των τύπων του υποκόσμου.
Αλλά η πλευρά της Ευλαλίας ήταν καλά οργανωμένη και προ παντός ενήμερη για τη φιλολογική και ιστορική ερμηνεία της λέξης. Επέμενε ότι προερχόταν από το βυζαντινό κάσσις, το κράνος που γυάλιζε κάτω από τον ήλιο. Πως ονομαζόταν «κουάσιντουμ» λατινιστί και ελληνιστί «κάσιδον» και ο οπλίτης που το φορούσε «κασιδιάρης». Άρα, σύμφωνα με την επιχειρηματολογία του συνηγόρου της δεσποινίδος Ευλαλίας, όχι μόνον δεν ήταν προσβλητικός αλλά τιμητικός ο χαρακτηρισμός κασιδιάρης που απηύθυνε στον ερωτιάρη τσαγκάρη η εντολέας του. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του δικηγόρου παρέπεμπε σε οπλίτη του ένδοξου στρατού των προγόνων μας! Κατόπιν του ακαταμάχητου αυτού επιχειρήματος η δεσποινίς Ευλαλίτσα απηλλάγη λόγω αμφιβολιών και ο παιχνιδιάρης τσαγκάρης το φύσαγε και δεν… κρύωνε!