Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Προ ολίγων ετών δημοσιεύσαμε τα πραγματικά στοιχεία και ρίξαμε άπλετο φως στην πολυθρύλητη αισθηματική ιστορία και ερωτική τραγωδία του Μιμήκου και της Μαίρης. Ιστορία που έγινε κινηματογραφική ταινία, θεατρικό έργο, τραγούδι, ποίημα, μυθιστόρημα και ερωτικό ρομάντζο. Μετετράπη σε αστικό μύθο και ελάχιστα είδαν το φως της δημοσιότητας.
Το Παλάτι έριξε βαριά τη σκιά του στο ειδύλλιο που συγκλόνισε το πανελλήνιο στα τέλη του 19oυ αιώνα. Διότι πρωταγωνίστησε μια «θεραπαινίδα» του. Η λαϊκή μούσα με τις υπερβολές και τον ρομαντισμό της παρέδωσε αλλοιωμένα τα στοιχεία και οι οικογένειες των πρωταγωνιστών δεν εμφανίστηκαν στο προσκήνιο, όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις. Ωστόσο, τα έστω ισχνά τεκμήρια που σώζονται αποκαλύπτουν το μεγαλείο των ανθρώπινων αισθημάτων.
Οι πρωταγωνιστές
Ποιοι ήταν όμως οι πρωταγωνιστές; Η νεαρή Γερμανίδα παιδαγωγός Μαίρη Βέμπερ (Marie Weber), γεννημένη το 1871 στο Πότσδαμ, 26 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Βερολίνου. Έφτασε στην Ελλάδα το 1892, σε ηλικία 21 ετών. Γόνος αστικής οικογένειας, εντάχθηκε στο δυναμικό του Παλατιού ως παιδαγωγός του μικρού πρίγκιπα Γεωργίου, υιού του διαδόχου τότε και αργότερα Βασιλέως Κωνσταντίνου. Ο πατέρας της ήταν στην υπηρεσία του αυτοκράτορος της Γερμανίας Φρειδερίκου Γ’ ως κυνηγός. Η αυτοκράτειρα Βικτόρια έστειλε τη νεαρή Γερμανίδα παιδαγωγό στην κόρη της Σοφία, τότε Πριγκίπισσα και αργότερα Βασίλισσα. Ίσως για να ξεχαστεί, αφού έναν χρόνο νωρίτερα ο αδελφός της είχε αυτοκτονήσει από έρωτα στο Βερολίνο. Ήταν μετρίου αναστήματος, με γαλανά μάτια και ξανθά μαλλιά[1].
Σε μία από τις καθημερινές βόλτες της, κάνοντας τον περίπατο του Ζαππείου και τον γύρο της Ακρόπολης γνώρισε τον όμορφο και ενθουσιώδη 22χρονο διδάκτορα γιατρό Μιχαήλ Μιμήκο. Υπηρετούσε τη θητεία του ως δόκιμος αξιωματικός ιατρός. Ήταν μάλλον υψηλού αναστήματος, μελαχρινός, με ωραία μεγάλα μαύρα μάτια και λεπτό μουστάκι. Μετέβαινε καθημερινά από την πλατεία Θησείου, όπου ήταν η κατοικία του, στο Νοσοκομείο Μακρυγιάννη. Καταγόταν από την Άνδρο και ήταν γιος του απόστρατου ταγματάρχη Γεώργιου Μιμήκου. Έξι χρόνια νωρίτερα ο ένας αδελφός του, μαθητής Γυμνασίου, είχε αυτοκτονήσει για λόγους φιλοτιμίας. Σεμνός και εξαιρετικά ευγενής, είχε εξομολογηθεί τον έρωτά του σε συναδέλφους του[2].
Το ειδύλλιο
Η συνεννόηση του νεαρού ζεύγους γινόταν στα γαλλικά και αντήλλασσαν συχνά επιστολές. Εκείνη τις έστελνε με το ταχυδρομείο στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο και άλλες φορές του τις πετούσε από το αμάξι. Στον αγαπημένο της είχε δώσει κλειδί, με το οποίο άνοιγε τη μικρή βοηθητική πόρτα του ανακτόρου του διαδόχου και της άφηνε τις επιστολές ή έπαιρνε δικές της! Επτά μήνες συναντιόντουσαν οι δύο ερωτευμένοι είτε στην Ακρόπολη είτε στο Ζάππειο και στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, ακόμη και στην περιοχή του Νεκροταφείου.
Σε συζητήσεις τους περί γάμου και οι δύο συμφωνούσαν ότι δεν είχαν τα οικονομικά μέσα να τα καταφέρουν. Η Μαίρη εξομολογήθηκε τον έρωτά της σε ανθρώπους των ανακτόρων ζητώντας αδελφικές συμβουλές. Έγραψε, λοιπόν, σχετικά στον πατέρα της, εξιστορώντας του τα καθέκαστα και ζητώντας την άδειά του να επισημοποιήσει τον δεσμό της με τον νεαρό αξιωματικό γιατρό. Εν τω μεταξύ, η τελευταία τρίωρη συνάντησή τους έφτασε στα αυτιά της πρεσβύτερης κουβερνάντας, η οποία της έκανε πικρές παρατηρήσεις. Στις 21 Φεβρουαρίου 1893 λαμβάνει την κάθετη άρνηση του πατέρα της απέναντι σε αυτήν τη σχέση. Σκίζει την επιστολή και κλαίει ασταμάτητα.
Η μοιραία ημέρα
Έγραφε γράμματα στον αγαπημένο της, παρακαλώντας να συναντηθούν για να αντιμετωπίσουν από κοινού τις εξελίξεις. Τον καλούσε να βρεθούν πότε στο Νεκροταφείο, πότε στην Ακρόπολη ή και αλλού. Στέλνει τις επιστολές στο νοσοκομείο όπου εργάζεται ο νεαρός δόκιμος ανθυπίατρος, αλλά δεν λαμβάνει απάντηση. Ασθενής εκείνος, παραμένει στο σπίτι του για ξεκούραση. Η Μαίρη στέλνει την τελευταία επιστολή στις 23 Φεβρουαρίου, του κλείνει ραντεβού για την επομένη στην Ακρόπολη και ξεκαθαρίζει ότι, μόλις περάσει η 11η πρωινή και δεν τον έχει κοντά της, θα αυτοκτονήσει!
Το πρωί η Μαίρη βγήκε την καθιερωμένη βόλτα συνοδεύοντας τη μεγαλύτερη παιδαγωγό και τον μικρό Γεώργιο. Τους εγκατέλειψε, όμως, και τράβηξε προς την Ακρόπολη. Περίμενε τον αγαπημένο της μέχρι τις 11.00. Δεν εμφανίσθηκε. Έκοψε μερικά λουλούδια, όπως συνήθιζε, τα πήρε στην αγκαλιά της και έπεσε στο κενό. Σε ιδιαίτερα κακή κατάσταση μεταφέρθηκε στο κοντινό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Μακρυγιάννη, όπου την παρέλαβε ένας ανθυπίατρος, ο αδελφικός φίλος του αγαπημένου της Κ. Μαυράκης. Ο Μιμήκος, μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός, όρμησε έξαλλος στο νοσοκομείο.
Ένεκεν…
Την πρόλαβε ζωντανή για να του πει στα γερμανικά μόνον πέντε λέξεις: «Σε αγαπώ! Ζήσε! Το θέλω». Πέταξε στον παράδεισο. Η τυπική ληξιαρχική πράξη θανάτου που υπέγραψε ο γιατρός του παλατιού Σοφ. Μυκώνιος προσπάθησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις αναφέροντας ότι η «Μαρία Βέμπερ απεβίωσεν ένεκεν πτώσεως (τυχαίον συμβάν)»! Ο αδελφός του Μιχαήλ Μιμήκου, ο Δημήτριος υπηρετούσε στον Ελληνικό Στρατό με τον βαθμό του υπολοχαγού, υποψιασμένος από γιατρούς φίλους του αδελφού του ότι είχε εμμέσως προαναγγείλει το απονενοημένο, έμεινε μαζί του στο ίδιο δωμάτιο εκείνο το βράδυ.
Αλλά ο Μιχαήλ είχε πάρει την απόφασή του. Βρήκε πρόφαση ζητώντας από τον αδελφό του μια κουβέρτα. Μέχρι να τη φέρει, έβγαλε από το προσκεφάλι το υπηρεσιακό του περίστροφο, το έβαλε στην καρδιά και πυροβόλησε. Έδωσε το τέλος που εκείνος επιθυμούσε και ταξίδεψε να βρει την αγαπημένη του. Στο δωμάτιό του βρέθηκαν δεκάδες επιστολές της Μαίρης και βιβλία γεμάτα με αποξηραμένα λουλούδια. Και η δική του ληξιαρχική πράξη συνετάχθη με λεπτότητα αναφέροντας ότι ο 22χρονος Μιχ. Μιμήκος «απεβίωσεν ένεκεν τραύματος της καρδίας»[3]!
Δίπλα – δίπλα
Οι δύο αγαπημένοι κηδεύτηκαν με διαφορά έξι ωρών. Στις 10 το πρωί η Μαίρη, στις 4 το απόγευμα ο Μιχαήλ. Μόλις δέκα βήματα παραπέρα από τον τάφο της Μαίρης, ο αγαπημένος της. Η κοινότητα των διαμαρτυρομένων καθολικών των Αθηνών φρόντισε τη Μαίρη, ώστε να συνοδευθεί από ιερέα στην τελευταία της κατοικία. Αντίθετα, ο Μιχαήλ πήγε «αδιάβαστος», αφού οι κανόνες της Εκκλησίας αυτό προβλέπουν για τους αυτόχειρες. Τα μεσάνυχτα της 1ης Μαρτίου τέσσερις φίλοι του Μιχάλη Μιμήκου άνοιξαν δεύτερο τάφο δίπλα σ’ εκείνον της Μαίρης και μετέφεραν το φέρετρο του αγαπημένου της, έτσι ώστε να ακουμπούν μεταξύ τους. Οι σφοδρές αντιρρήσεις που σημειώθηκαν γι’ αυτήν την ενέργεια κατέληξαν στην απαγγελία κατηγορίας για τυμβωρυχία! Ωστόσο, το ζήτημα έληξε με παρέμβαση της πριγκίπισσας Σοφίας!
Όσα ακολούθησαν ήταν μοναδικά. Οι φωτογραφίες τους κοσμούσαν τις βιτρίνες κεντρικών καταστημάτων, ενώ τα ερωτευμένα ζευγαράκια θεωρούσαν υποχρέωσή τους να δώσουν όρκους παντοτινής αγάπης πάνω από το μνήμα του Μιμήκου και της Μαίρης. Ο πατέρας του Μιχαήλ, ο Γεώργιος Μιμήκος, αναγκάστηκε να καταγγείλει «τους θελήσαντες να εκμεταλλευθώσι το θλιβερόν συμβάν επ’ αργυρολογία δι’ ανουσίων δημοσιευμάτων»[4]. Σήμερα, στα «ψηλά» του Α’ Κοιμητηρίου των Αθηνών ησυχάζει το πολυύμνητο ζευγάρι. Δίπλα ησυχάζουν πολλά μέλη της οικογένειας Μιμήκου, αλλά δεν αναφέρεται πουθενά το όνομα εκείνου που έφυγε «ένεκεν τραύματος της καρδίας»! Η ρομαντική ιστορία τους δεν έχει γίνει γνωστή σε όλες της τις λεπτομέρειες. Απόγονοι της οικογένειας του Μιμήκου ασχολούνται και ελπίζουμε ότι θα μας προσφέρουν μία ολοκληρωμένη εικόνα.