Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Πριν αρχίσουν πολλά μέρη της Ελλάδος να σκέπτονται για την τουριστική ανάπτυξή τους, η Πορταριά ήταν ήδη ζωηρό κέντρο παραθερισμού. Στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα, όταν είχε περίπου δύο χιλιάδες κατοίκους, συγκέντρωνε πλήθος παραθεριστών, γεγονός που οφειλόταν και στην καλή συγκοινωνία που είχε με τον Βόλο. Το οδικό δίκτυο ήταν από τους βασικούς λόγους για να ιδρυθούν καλά ξενοδοχεία στο Πήλιο και να περιποιηθούν τα ακίνητά τους οι κάτοικοι ώστε να τα ενοικιάζουν τα καλοκαίρια. Τα περισσότερα σπίτια διατηρούσαν τον παλαιό ρυθμό τους, από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, και με τα μέτρα της εποχής φάνταζαν ως ψηλοί πύργοι.
Ψηλοί τετράγωνοι τοίχοι με κλειστούς εξώστες με δικτυωτά. Στο πάνω μέρος τους διάζωμα με παραθυράκια, έτσι ώστε να θυμίζουν από μακριά περιστερώνες. Ακόμη και η επίπλωσή τους ήταν παλαιά και ενδιαφέρουσα. Νοικοκυρεμένη κωμόπολη, όπως όλα τα χωριά του Πηλίου, τα οποία εμφάνιζαν αρχοντικό και πολιτισμένο χαρακτήρα. Μεγαλοπρεπή και σκιερά πλατάνια στην πλακόστρωτη αγορά, στην πλατεία της Εκκλησίας των Ταξιαρχών, στην καταρρακτώδη πηγή του Καράβου, σχεδόν παντού.
Προς την κατεύθυνση αξιοποίησης των θέλγητρων του τόπου συνέτειναν μία σειρά από αξιοσημείωτους λόγους. Πρώτα ένα βασιλικό διάταγμα που χαρακτήριζε την Πορταριά ως περιοχή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους. Η κοσμική διάσταση, όπως αποτυπωνόταν και στις στήλες του Τύπου ήδη από τις αρχές της δεκαετίας 1920. Πολιτικοί, συγγραφείς, καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι, επιχειρηματίες, διπλωμάτες κ.ά. συνωστίζονταν στην Πορταριά, μεταφέροντας τον κοσμοπολιτισμό από την πρωτεύουσα.
Στη συνέχεια μία μορφή ταξιδιωτικής λογοτεχνίας που αναπτύχθηκε στις αρχές της δεκαετίας 1930. Ο Φωκίων Δημητριάδης σχεδίαζε με το πενάκι του υπέροχες δημιουργίες και έγραφε πως η Πορταριά είχε «εκείνο που λείπει από τις άλλες περιοχές». Τι ήταν αυτό; Το «Θεοξένεια», μία από τις καλύτερες ξενοδοχειακές μονάδες που διέθετε η χώρα. Κάθε Σαββατοκύριακο διοργανώνονταν χοροί με ορχήστρα και η διασκέδαση κρατούσε μέχρι το πρωί. Η μονάδα, η οποία καταστράφηκε από τους Γερμανούς, είχε ανεγερθεί από τις εύπορους αδελφούς Αθανασάκη στα τέλη του 19ου αιώνα.
Σε ανταπόκριση του περίφημου Δ. Χατζόπουλου το 1932, η θέση της Πορταριάς αναφέρεται ήδη ως μαγευτική και πανοραμική με θέα προς ελαιώνα του Βόλου, τον Παγασητικό κόλπο και την αντικρινή Όθρυ. Άφθονα κέντρα και περίπατοι, παντού δροσιά και πλούσιες φυτείες. Ο Άνω και Κάτω Κάραβος από τα πιο μαγευτικά τοπία. Νερό κρύο, ανάπαυση και τα απογεύματα γέμιζε ο τόπος ζωή αλλά κοσμικότητα, αφού πολλοί Βολιώτες ανέβαιναν με τα αυτοκίνητά τους. Απέναντι η Μακρυνίτσα, ο άλλος παραθεριστικός οικισμός που διέθετε συγκοινωνία με το αυτοκίνητο. Ένα λευκό κύμα σε πετρώδη πλαγιά βουνού. Πολλοί προτιμούσαν τη Μακρυνίτσα για τον παραθερισμό τους λόγω του ξηρού κλίματός της. Πριν από ογδόντα χρόνια είχε περίπου δυόμισι χιλιάδες κατοίκους, καλά νερά και φημισμένο για τη νοστιμιά του ψωμί!
Ωστόσο, κορωνίδα των περιγραφών που διαθέτουμε για την προπολεμική Πορταριά αποτελεί το μνημειώδες κείμενο που δημοσίευσε στα «Θεσσαλικά Σχεδιάσματά» του ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου. «Ανεβαίνοντας στο Πήλιο γνώρισα την θέα και τον ίλιγγο, μία θεότητα και έναν Τιτάνα που η αρχαία μυθολογία τους είχε ξεχάσει. Μήπως για να τους θεοποιήσουν οι αρχαίοι περίμεναν το αυτοκίνητο;» αναρωτιόταν ο ακάματος χειριστής της πένας, παραδίδοντας μοναδικές περιγραφές αλλά και ιστορικές αποτιμήσεις. Τα τελευταία προπολεμικά χρόνια θα υποκύψει στον πειρασμό και ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄, ο οποίος μετέβη στην Πορταριά για να γνωρίζει τις καλλονές της και να γευματίσει στο πολυθρύλητο «Θεοξένεια». Ήταν μία επίσκεψη που πυροδότησε ακόμη περισσότερο την τουριστική κίνηση στην ευρύτερη περιοχή του Βόλου.