Η ποίησις του καλού παλαιού καιρού εξατμίζεται τραγικώτατα εις τας ημέρας μας. Η μηχανή κατέκτησε τον κόσμο και τον Ελικώνα, από τον οποίον φεύγουν μία-μία και αι τελευταίαι Μούσαι. Η πεζοτάτη ραπτομηχανή αντικατέστησε τα κρινοδάκτυλα των παρθένων εις τα ποιητικά νυκτέρια των προικώων φροντίδων. Η ηλίθια γραφομηχανή συνέτριψε τον «κάλαμον» των ποιητών και εμάδησε το πτερόν της χήνας, από το οποίον διωχετεύθη επί αιώνας η ανθρωπίνη σκέψις.
O Αισχύλος, αν ξαναζούσε, θα έγραφε τας τραγωδίας του με γραφομηχανήν ή θα προσελάμβανε μίαν ωραίαν «ντακτυλό» εις την υπηρεσίας της Μούσας του και την ιδικήν του. Η υπολογιστική μηχανή εφόνευσε την μαθηματικήν σκέψιν. Ο Αρχιμήδης θα έκαμνε σήμερον τους μαθηματικούς του υπολογισμούς, σκυμμένος και αυτός επάνω σ’ ένα άθλιον μηχάνημα. Είχεν απομείνει, εν τούτοις, η ποίησις της μπουγάδας… Ποίος δεν εγνώρισε την ποίησιν αυτήν του Ελληνικού σπιτιού; Όσοι έχουν μερικάς λευκάς τρίχας εις τους κροτάφους δεν την εγνώρισαν μόνον. Την έζησαν. Η ημέρα της μπουγάδας ήτο η μεγάλη ημέρα της Ελληνίδος νοικοκυράς. Τελετουργικαί φροντίδες προηγούντο αυτής. Ολόκληρος η οικογένεια προειδοποιείτο αρμοδίως, ότι ήγγικεν η μοιραία Δευτέρα. Από την Κυριακήν, όλαι αι άλλαι φροντίδες υπεχώρουν εις την μεγάλην αυτήν φροντίδα.
Η καρδιά του οίκου άρχιζε να πάλλη εις το πλυσταρειό, όπου συνεκεντρούτο όλη του η ζωή. Η οικοδέσποινα κατέστρωνε το μενού της μεγάλης ημέρας. Απλούν, λιτόν, εκ των ενόντων. Θα επερνούσα όπως-όπως. Δεν επερίσευαν χείρες και φροντίδες διά την κουζίναν. Όλαι αι δυνάμεις του οίκου έπρεπε να συγκεντρωθούν εις το μέτωπον του πλυσταρειού. Και ταυτοχρόνως συνέρρεαν αι προμήθειαι διά την μεγάλην επιχείρησιν. Τα ξύλα, το σαπούνι, η στάχτη, οι κουβάδες με τα νερά…
Την επομένην, όρθρου βαθέος, η ιέρεια της μπουγάδας έπρεπε να τα εύρη όλα έτοιμα. Και τα εύρισκε. Με το πρώτον λάλημα του πετεινού, θύραι άνοιγαν, φώρα εκυκλοφορούσαν εις τους σκοτεινούς διαδρόμους, ήχοι μυστηριώδεις έφθαναν από τα βάθη των υπογείων, σκύλοι εγαύγιζαν, η νοικοκυρά εσάλπιζε το σάλπισμα της γενικής εγέρσεως. – Σύζυγε, μητέρα, παιδιά, κορίτσια, σηκωθήτε, ντυθήτε, εβγάτε από τη μέση να συγυρίσουμε το σπίτι, για να κυττάξουμε την μπουγάδα. Δεν το ξέρετε, λοιπόν, πως έχουμε μπουγάδα σήμερα;
Αλλοίμονον! Πόσες φορές ο εμάθαμεν εις την ζωήν μας, ότι «είχαμεν μπουγάδα»! Πόσες φορές εξεπορτίσαμεν ξημερώματα, χωρίς το πρωϊνόν μας γάλα, διά να διευκολύνωμεν την κατάστασιν και διά να σωθούμε από την φασαρίαν. Πόσες φορές εμείναμε νηστικοί, διά να μη λείψη καμμιά φροντίς από το μπουγαδοκόφινο. Όλα αυτά ήσαν, βεβαίως, μία ποίησις. Και η ποίησις αυτή ψυχορραγεί σήμερον με την σειράν της. Μία μηχανή την εφόνευσε και αυτήν. Μία «Μοριζόν» κατετρόπωσε την πλύστραν, την σκάφην, το καζάνι, το μπουγαδοκόφινο, έτρεψεν εις φυγήν όλας τας Μούσας του πλυσταρειού, έσβυσε το ιερόν πυρ του μεγάλου εντειχισμένου λέβητος, εσκόρπισεν τα θυμιάματα των καιομένων ξύλων και τους ατμούς του χλωρίου της λεσσιβας.
Μια μηχανή, όχι μεγαλειτέρα από κολυμβήθραν, ένα κοριτσάκι, περιστρέφον μίαν χειρολαβήν, ολίγα λεπτά της ώρας και μία ωραία υπόθεσις ετελείωσε πεζότατα. Χωρίς καμμίαν ποίησιν, δηλαδή. Από μίαν ιεροτελεστίαν δεν απέμεινε σχεδόν τίποτε. Απολύτως τίποτε. Και να σκέπτεται κανείς ότι εκατομμύρια τέτοιων μηχανών καταδιώκουν την ποίησιν εις όλον τον κόσμον. Εις την Αμερικήν μόνον -εδιάβαζα εις κάποιο ειδικόν περιοδικόν- κατά το λήξαν έτος επωλήθησαν 880.000. Και το ρεύμα της πεζότητος απειλεί και τας Αθήνας. Η μπουγάδα ψυχορραγεί υπό τον Παρθενώνα.
-Εφονεύσατε, λοιπόν, και σεις, κυρία μου, την ωραιοτέραν ποίησιν του σπιτιού σας; Έλεγα χθες προς την αγαπητήν κυρίαν, η οποία είχε προσχωρήσει με την σειράν της εις τους νέους νέους Θεούς. Πιστεύετε, λοιπόν, και σεις εις την μηχανήν; Κριμνίζετε, λοιπόν, και σεις τόσον άσπλαγχνα τα παλαιά είδωλα;
Η ρηξικέλευθος κυρία μ’ ένα τεύχος του περιοδικού «La Science et la Vie» εις τα χέρια επροσπάθησε να με μυήση εις την εξέλιξιν της μπουγάδας. Μου έδειξε τας εικόνας της σοφής μηχανής εν πλήρει λειτουργία, μου ανέπτυξε πως πλύνεται το ρούχο, χωρίς να το τρίψουν ανθρώπινα χέρια, με την απλήν διάβασιν του σαπωνούχου ύδατος, υπο πίεσιν, διά μέσου των πόρων του, μου ωμίλησε περί οικονομίας υλικών, χειρών, χρόνου, περί όλων των θαυμάτων, τέλος πάντων, της μηχανικής μπουγάδας.
-Αδύνατον να με πείσετε, κυρία μου της είπα. Μέσα εις την σοφήν σας μηχανήν δεν βλέπω τα γυμνωμένα μπράτσα της πλύστρας, και την κρεμασμένην της γλώσσαν. Η μπουγάδα σας, επομένως, είνε μία μπουγάδα χωρίς ψυχήν. Και κανένας ποιητής δεν θα την εξυμνήση[1].