Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Οι καταστροφές που προκάλεσε η πρόσφατη θεομηνία στη χώρα μας είναι πραγματικά ανυπολόγιστες και οι εικόνες που μεταφέρονται καθημερινά από τις πληγείσες περιοχής συγκλονίζουν. Υπενθυμίζουν, όμως, ότι οι πλημμύρες δεν είναι φαινόμενο του αιώνα μας. Μια πρωτοφανής πλημμύρα για την Αθήνα και το Λεκανοπέδιο των νεότερων χρόνων ήταν εκείνη της 24ης Νοεμβρίου 1893. Λόγω των καταρρακτωδών βροχών οι οποίες ενέσκηψαν, μεταβλήθηκε σε λιμνοθάλασσα μια εκτεταμένη περιοχή που περιλάμβανε τις συνοικίες Ψυρρή, Μεταξουργείο, Βάθη και Κολοκυνθού.
Η κατάσταση ωστόσο υπήρξε δραματικότερη στο Φαληρικό αλίπεδο, λόγω υπερεκχείλισης του Κηφισού. Επειδή στην περιοχή του Νέου Φαλήρου και σε συνοικίες του Πειραιά ήταν συγκεντρωμένες οι σπουδαιότερες βιομηχανίες της εποχής, οι ζημιές που προκλήθηκαν σε αυτές ήταν τεράστιες σε σύγκριση με εκείνες των φτωχογειτονιών των Αθηνών και του επινείου.
Η κατάσταση είχε περιέλθει σε αδιέξοδο, καθώς προκειμένου να διευκολυνθούν οι κατασκευές των έργων οδοποιίας και των αναχωμάτων για το στρώσιμο των σιδηροδρομικών γραμμών είχαν αποκοπεί οι φυσικές παλαιές ροές των υδάτων της κοίτης του ποταμού και των πρανών αυτής προς τη θάλασσα.
Έτσι οι αρμόδιοι, που έσπευσαν μετά την καταστροφή, βρέθηκαν σε αδυναμία να αντιμετωπίσουν το ζήτημα. Ένας λοχαγός τότε του Μηχανικού, ο Κωνσταντίνος Καλλάρης (1858-1940), αργότερα αντιστράτηγος και υπουργός στρατιωτικών επινόησε τη διάνοιξη μιας οπής. Η ενέργεια αυτή όχι μόνο ανέκοψε τη ροή των υδάτων, αλλά συνέβαλε να βρουν και διέξοδο προς τη θάλασσα[1].
Πέρα όμως από τις πλημμύρες στο φαληρικό αλίπεδο, πολλές παλαιές κατοικίες στην περιοχή του Ρέντη κατέστησαν σχεδόν ακατοίκητες. Μάλιστα, ένα μικρό ξύλινο σπίτι παρασύρθηκε από τα ρεύματα και μετατοπίσθηκε σε απόσταση 7 μέτρων από την αρχική του τοποθεσία. Η ίδια εικόνα επικράτησε και στη συνοικία των Καμινίων, όπου αρκετοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν προσωρινά τα σπίτια τους και να μεταφερθούν σε άλλα.
Οι βροχές έπληξαν επίσης και τα αμπέλια κοντά στις περιοχές του Αγίου Ιωάννη του Ρέντη, του Μοσχάτου και άλλων στην πεδιάδα της Αττικής. Το ευτύχημα όμως ήταν πως οι ζημιές δεν προκλήθηκαν την εποχή της άνοιξης και κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν επηρέασαν την καρποφορία τους.
Εννοείται φυσικά ότι δεν έλειψαν και ιδιαίτερα στιγμιότυπα. Την ώρα της δυνατής μπόρας στο κέντρο των Αθηνών ένας λαχανοπώλης βάδιζε καταμουσκεμένος και αργά αργά μαζί με τον όνο του, που ήταν κατάφορτος με το εμπόρευμά του. Κάποια στιγμή, την ώρα που διερχόταν τη διασταύρωση των οδών Νίκης και Ευαγγελιστρίας, όπου έρρεε ένας ορμητικός χείμαρρος, ξαφνικά ο γάιδαρος γλίστρησε και ξαπλώθηκε φαρδύς πλατύς κατά γης με όλο του το φορτίο. Ο λαχανοπώλης έτρεξε αμέσως να σηκώσει το κεφάλι του δυστυχούς ζώου για να μην πνιγεί, αλλά με την κίνηση που έκανε όλα τα λαχανικά κύλησαν και αφέθηκαν στη φορά των υδάτων, χάνοντας έτσι άδικα όλη την πραμάτεια του[2].
Πάντως, σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, επί ένα ολόκληρο έτος δεν είχε πέσει στην Αθήνα τόση βροχή, όση κατά την 24η Νοεμβρίου 1893. Η κακοκαιρία όμως αυτή δεν άφησε ανεπηρέαστες και άλλες περιοχές της Ελλάδος. Κάτι πρωτοφανές έζησε η Κεφαλλονιά, όταν εξαιτίας τρομερής χαλαζόπτωσης πλημμύρισαν σπίτια και καταστήματα. Το ίδιο θέαμα βίωσε και η Πάτρα. Ένα τέταρτο της ώρας θυελλοβροχή έφτασε για να προκαλέσει πλημμύρες οδών, οικίσκων και υπογείων. Παρά όμως τις μεγάλες ζημιές που προξένησε η κακοκαιρία δεν έλειψαν και οι φωνές εκείνων που θεωρούσαν ότι είχε και τα θετικά της η ραγδαιότατη βροχόπτωση. Διότι υποστήριζαν πως μόνο με αυτόν τον τρόπο, μπορούσαν να πλυθούν και να καθαριστούν οι ρυπαρότατοι δρόμοι των πόλεων.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 13 Σεπτεμβρίου 2023