Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Μια δυσάρεστη έκπληξη και απρόοπτη περιπέτεια φύλαγε η Αθήνα στον διάσημο Γάλλο ηθοποιό και τραγουδιστή, όταν κατέβηκε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού τον Ιανουάριο 1961. Είχε υπογράψει συμβόλαιο να παραμείνει εννέα ημέρες και να πραγματοποιήσει ισάριθμες εμφανίσεις εισπράττοντας το εντυπωσιακό ποσό των 7.000 δολαρίων. Φτάνοντας όμως στο Ελληνικό πληροφορήθηκε πως το κέντρο στο οποίο επρόκειτο να τραγουδήσει ήταν κλειστό λόγω… πτώχευσης! Έκπληκτος αλλά πάντα με το αιώνιο ήρεμο ύφος του, άφησε να του ξεφύγει ένα χαμόγελο και φρόντισε για τα περαιτέρω. Δέχτηκε να τραγουδήσει, με μικρότερο ποσό βεβαίως, στην κοσμική ταβέρνα της Πλάκας «Παληά Γειτονιά» και στη συνέχεια στο Καμπαρέ «Αριζόνα», όπου και έκλεισε τις εμφανίσεις του.
Όταν συνέβαιναν αυτά, στις 19 Ιανουαρίου 1961, ο Αζναβούρ ήταν 35 ετών και είχε ήδη διανύσει μακρά πορεία. Ο Ε. Ψυρράκης τον παρουσίαζε στο ελληνικό κοινό ως «κοντό, μάλλον άσχημο, ισχνό, με καχεκτικά μέλη και μελαχροινό πρόσωπο, όπου είναι αποτυπωμένη η κουρασμένη έκφραση των μεσογειακών ανθρώπων»![1] Ώσπου να γίνει διάσημος με τα τραγούδια του, τα οποία ο ίδιος ερμήνευε, με τη χαρακτηριστική τρεμουλιαστή φωνή του, πέρασε πολλές μπόρες, πείνασε, αγωνίστηκε σκληρά, αλλά δεν απογοητεύτηκε, έγραφε ο καλλιτεχνικός συντάκτης Γιώργος Πηλιχός, ο οποίος του είχε πάρει συνέντευξη.[2] Περιοδικά και εφημερίδες της εποχής έσπευδαν να τον παρουσιάσουν μονήρη και σιωπηλό να περνά τις ελεύθερες ώρες του στο αγρόκτημά του (Γκαλουί).
Αυτή ήταν η πλέον πολυσυζητημένη επίσκεψη στην Αθήνα του αρμενικής καταγωγής και γεννημένου από καλλιτέχνες, το 1924, Βαγινάκ Αζναβουριάν, όπως ήταν το ονοματεπώνυμό του. Το όνομά του στα αρμενικά σημαίνει «ευγενής στην καρδιά». Και ήταν πράγματι ευγενικός και ντροπαλός. Παρά τα δυσάρεστα νέα που άκουσε κατεβαίνοντας στο Ελληνικό το 1961 και το τσουχτερό κρύο, δέχτηκε να ανοίξει την ψυχή του στους δημοσιογράφους. Τόνιζε πως τον οδηγούσε πάντα ένα αλάνθαστο ένστικτο, μία δύναμη που του έδινε αυτοπεποίθηση. Είχε επισκεφτεί και προηγουμένως τη χώρα μας, ενώ ακολούθησαν ακόμη πολλές εμφανίσεις του.
Πάντως, εκείνες τις ημέρες που ήλθε στην Αθήνα μερίδιο από τη δόξα του έκλεψε ο Πολωνοαργεντίνος πιανίστας Βίτολντ Μαλκουζίνσκυ (1914-1997), ο οποίος εμφανίστηκε στον «Ορφέα».[3] Ο Αζναβούρ, ένας από τους καλλιτέχνες που προωθήθηκαν από την Εντίθ Πιαφ, δήλωνε ενθουσιασμένος με τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή». Αποκάλυψε, μάλιστα, πως ήταν εξ εκείνων που είχαν προτείνει σε Γάλλους παραγωγούς να εξασφαλίσουν τα δικαιώματα.
Το 1963 εμφανίσθηκε σε κοσμικό κέντρο του Καλαμακιού, στο πρόγραμμα του οποίου συμμετείχαν οι Λένα Παμέλα, Γιάννης Βογιατζής, Τζένη Βάνου, Ζωή Φυτούση, Μανώλης Καστρινός κ.ά.[4] Θεωρήθηκε χρυσή χρονιά για την ελληνική πρωτεύουσα, αφού υποδεχόταν σειρά σημαντικών προσωπικοτήτων του παγκόσμιου καλλιτεχνικού στερεώματος. Ανάμεσά τους ο βιολιστής Γεχούντι Μενουχίν, η συγγραφέας Μαίρη Χιλς αλλά και ο Ντίσνεϊ!
Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Αζναβούρ ήλθε επανειλημμένως στη χώρα μας. Το 1967 συνοδευόταν και από την πανέμορφη τρίτη σύζυγό του Ούλα Θορσέλ, η οποία διακρίνεται στη φωτογραφία που δημοσιεύουμε από ταβέρνα στην Πλάκα.
Το ζευγάρι αναζητούσε στιγμές ηρεμίας στην Αθήνα μετά από ένα κουραστικό ταξίδι στο Φεστιβάλ των Καννών. Μία από τις επιτυχημένες επισκέψεις του στην Ελλάδα έγινε το καλοκαίρι του 1980, όταν πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα και στο Καλλιμάρμαρο ο διαγωνισμός ελαφράς μουσικής «Το χρυσό τριαντάφυλλο». Συμμετείχαν τρεις σημαντικές φυσιογνωμίες του γαλλικού τραγουδιού, ο Αζναβούρ, η Νταλιντά και ο Τζο Ντασσέν που εισέπραξαν συνολικά το ποσό των 5.000.000 δραχμών. Πραγματοποίησαν και εμφανίσεις στη Θεσσαλονίκη.[5] Ο τραγουδιστής έφυγε από τη ζωή την 1η Οκτωβρίου 2018, σε ηλικία 94 ετών.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 2 Οκτωβρίου 2018