Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Το Κτηματολόγιο είναι από τις περιπτώσεις που ο λαός μας αποκαλεί «αμαρτωλές». Δικαιολογημένα αφού η κατάρτισή του ξεκίνησε από τότε που συστάθηκε το ελληνικό κράτος και ακόμη δεν έχει πραγματοποιηθεί! Το τελευταίο στάδιο που βρίσκεται σε εξέλιξη υλοποιείται από φορέα (ΝΠΔΔ) που βρίσκεται υπό την εποπτεία του Υπουργείου Περιβάλλοντος, διαθέτοντας και εμβληματική σφραγίδα. Ενδιαφέρουσες οι ιστορικές διαστάσεις του θέματος που φαντάζει ως δράμα. Διότι ήταν το 1836, όταν έβλεπε το φως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο πρώτος νόμος «Περί Κτηματολογίου».[1] Είχε προηγηθεί πλούσιο παρασκήνιο.[2]
Άπειρες συζητήσεις, ακόμη περισσότεροι σχεδιασμοί και η έγκριση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ήταν ένα από τα όπλα που επρόκειτο να χρησιμοποιήσει η Ελλάς για την οικονομική της ανάπτυξη και την έξοδό της στις ευρωπαϊκές αγορές. Πλην όμως, αφενός εκείνοι που είχαν σπεύσει να αγοράσουν και να εκμεταλλευτούν μεγάλα τεμάχια γης και αφετέρου οι δανειστές είχαν διαφορετική άποψη. Οι τελευταίοι δεν δέχονταν να προχωρήσουν στην εκταμίευση νέου δανείου που είχε ήδη συμφωνηθεί, εάν δεν αποπληρώνονταν τα δάνεια της εποχής του Αγώνα. Κυρίως οι Άγγλοι ομολογιούχοι ήταν εκείνοι που απαιτούσαν την άμεση αποπληρωμή των δανείων του 1824-25.[3]
Το Διάταγμα
Το θέμα χειρίστηκε ο παντοδύναμος αρχιγραμματεύς Άρμανσμπεργκ, ο οποίος εξέδωσε και το πρώτο διάταγμα για το κτηματολόγιο. Βρισκόμαστε στο 1836. Ο βασιλιάς Όθωνας βρισκόταν στη Βαυαρία για να νυμφευθεί την Αμαλία. Κατά την απουσία του προέκυψε παραγωγή τεράστιου σε όγκο νομοθετικού έργου, σε όλους τους τομείς της ελληνικής διοίκησης. Πρώτιστη μέριμνα, όπως είχε επισημανθεί και από τον Καποδίστρια, ήταν η σύνταξη κτηματολογίου, το οποίο θα αποτελούσε τη βάση για κάθε αναπτυξιακή προσπάθεια. Προπαντός θα έθετε τέρμα στην πρωτοφανή λεηλασία γης, η οποία είχε ήδη αρχίσει.[4]
Το διάταγμα «Περί κτηματολογίου» του 1836 όριζε ότι έπρεπε να καταγραφούν όλες οι ιδιοκτησίες, εξαιρουμένων των εθνικών. Ιδιώτες, δήμοι, φιλανθρωπικά καταστήματα, σωματεία, μοναστηριακά κτήματα κ.ά. έπρεπε να καταχωρηθούν σε ειδικά βιβλία (κτηματολόγια). Οι προβλέψεις εντυπωσιάζουν. Η εργασία θα ακολουθούσε τη διοικητική διαίρεση της χώρας που είχε προηγηθεί (νομοί, επαρχίες, δήμοι). Στο τέλος θα παρεχόταν το δικαίωμα σε όποιον επιθυμούσε να διαμφισβητήσει την εγγραφή και να απευθυνθεί στα δικαστήρια προς επίλυση τυχόν διαφοράς.[5]
Δυσκολίες και προκλήσεις
Ήταν πολλές οι προκλήσεις, αβέβαιο το καθεστώς των ιδιοκτησιών που είχε κληρονομηθεί από τους Τούρκους και πλήθος οι ανεπίσημοι τίτλοι γης που στηρίζονταν κυρίως στο δικαίωμα της πολυχρόνιας διακατοχής.[6] Οπότε θα ερχόταν το κτηματολόγιο για να περιβάλει με κύρος και επισημότητα όλες τις ιδιωτικές κτήσεις και να παρέχει ασφάλεια στους νόμιμους ιδιοκτήτες. Σώζεται η αιτιολογική έκθεση που συνόδευε το πρώτο εκείνο διάταγμα για το κτηματολόγιο.[7] Από εκεί πληροφορούμεθα τις προκλήσεις που έπρεπε να αντιμετωπιστούν. Από τα δημόσια βιβλία (κτηματολόγια) και τους φύλακές τους, τον τρόπο σύνταξης, το περιεχόμενο έως και τη διαδικασία νομικής κατοχύρωσης.[8]
Αλλά τα πράγματα δεν κύλησαν ομαλά. Ο σχεδιασμός του κτηματολογίου ανέτρεπε τα σχέδια όλων όσοι προέβαιναν ήδη σε λεηλασία της ελληνικής γης. Ξένοι σε συνεργασία με Έλληνες της αλλοδαπής, είχαν αποκτήσει τεράστια τμήματα γης από τους αποχωρούντες Τούρκους. Με αμφισβητούμενο νομικό καθεστώς ήταν οι πρώτοι που αντέδρασαν. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Τζώρτζ Φίνλεϊ, εκ των μεγαλύτερων επενδυτών γης στην Αττική. Είχε προβεί σε αγορές καταβάλλοντας τα μεγαλύτερα ποσά που έχουν καταγραφεί έως σήμερα.
Οι αντιδράσεις
Ήταν μεταξύ των μεγαλοκτηματιών (Ζωγράφος, Σούτσος, Καντακουζηνός κ.ά.) που συνυπέγραφαν διαμαρτυρία προς τον Καποδίστρια διεκδικώντας την αναγνώριση των τίτλων τους. Ποτέ δεν συγχώρησε στον Καποδίστρια το γεγονός ότι δεν φρόντισε την εξασφάλιση του ιδίου και των υπολοίπων επενδυτών για απόλυτη ιδιωτική κυριότητα των τσιφλικιών που αγόρασαν. Γνώριζαν βεβαίως, όσοι αγόρασαν, πως το κράτος εξέφραζε την αντίθεσή του ή έστω τη δυσφορία του για την ιδιωτικοποίηση των μεγάλων κτημάτων της Αττικής.[9]
Εξάλλου, το κράτος διεκδικούσε για λογαριασμό του τη γη που δεν είχαν δικαίωμα να πωλήσουν οι Τούρκοι. Ο Φίνλεϊ εξαρχής ήλθε σε ρήξη με τους ντόπιους πάμπτωχους χωρικούς που χρησιμοποιούσαν τις περιοχές των κτημάτων για τη βοσκή των ζώων τους. Γράφοντας προς τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών ανέφερε (Φεβρουάριος 1836) την περιουσία του και αποκαλούσε τους χωρικούς ληστές διότι μάζευαν τα βελόνια.[10] Καταδίκαζε τα νομοθετήματα που έβαζαν τάξη στα πράγματα, όπως ο «Περί Υλοτομίας Κανονισμός» του 1833.[11]
Ήθελαν την Ελλάδα αποικία!
Τα δάση ήταν «εθνική περιουσία» και λαμβάνονταν μέτρα για την προστασία τους. Οι ποιμένες έκαιγαν τα ωραιότερα δάση για να βοσκήσουν τα ζώα τους. Ξύλευση ανεξέλεγκτη, εξολόθρευση εθνικών δρυμών και εμπρησμοί ήταν μέρος της καθημερινότητας, με τεράστιες επιπτώσεις στο περιβάλλον. Τα δάση καταστρέφονταν, το κράτος έχανε έσοδα και οι ωφέλειες ήταν ελάχιστες. Αποφασίστηκε λοιπόν η σύνταξη κανονισμού για την προστασία τους και την ορθολογική διαχείριση του περιβάλλοντος. Ο Φίνλεϊ ζητούσε ευθέως να «συγχωρηθή εις πάντα ιδιώτην να κόπτη τα ξύλα του, όταν θέλη, και να τα πωλή όπου θέλει»![12]
Εκείνοι που επένδυαν σε ελληνική γη, πίστευαν πως μπορούσαν να μετατρέψουν τη χώρα σε αποικία τους. Το εξομολογείται ευθέως ο Τζώρτζ Φίνλεϊ, ο οποίος ξεδίπλωνε το όνειρό του, παρομοιάζοντας την Ελλάδα με τις αγγλικές αποικίες! Πρόβαλε τις αντιρρήσεις του για τα νομοθετήματα και αναφερόταν στην επιτυχημένη αποικιακή πολιτική της Αγγλίας, η οποία μετέτρεπε ερήμους ακαλλιέργητες σε τόπους απόδοσης πλούτου. Έλεγε πως γνώριζε επενδυτές, «δύω κυρίους καλών οικογενειών και καλής καταστάσεως», οι οποίοι επισκέφθηκαν την Ελλάδα για να επενδύσουν σε γη, αλλά έφυγαν και μεγαλούργησαν ως «μεγάλοι ιδιοκτήμονες γαιών εις αγγλικάς αποικίας»![13]
Δανειστές και τρίτη δόση
Αυτή ήταν η πραγματικότητα. Οι διοικητικοί μηχανισμοί δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις. Οι δανειστές έσφιγγαν όλο και περισσότερο τον κλοιό. Όταν ο Άρμανσμπεργκ σχεδίαζε το πρώτο κτηματολόγιο και δημοσίευε το διάταγμα, πίστευε πως θα λάμβανε την τρίτη δόση του δανείου που είχε συμφωνηθεί όταν ο Όθωνας ανέλαβε βασιλιάς της Ελλάδος. Οι δύο πρώτες δόσεις είχαν κατασπαταληθεί από τον ίδιο και την Αντιβασιλεία, ενώ μικρό ποσοστό χρησιμοποιήθηκε για εξυπηρέτηση εθνικών σκοπών. Αλλά η τρίτη δόση δεν επρόκειτο να εκταμιευθεί. Κατακρατήθηκε για τα έξοδα του δανείου από τους δανειστές, ενώ λίγες ημέρες μετά την έκδοση του διατάγματος για το Κτηματολόγιο ο Άρμανσμπεργκ αντικαταστάθηκε από τον Ρούντχαρντ.
Ως προς την υφιστάμενη κατάσταση (2019) ίσως αρκεί η παρουσίαση του τύπου της σφραγίδας του νομικού προσώπου με την επωνυμία «Ελληνικό Κτηματολόγιο» που έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.[14] Όπως αναφέρει η σχετική πράξη, πανομοιότυπη τις περισσότερες φορές για τις σφραγίδες των δημοσίων φορέων, η εν λόγω σφραγίδα αποτελείται από τρεις επάλληλους και ομόκεντρους κύκλους. Οι δύο πρώτοι φέρουν τις ενδείξεις Ελληνική Δημοκρατία και Ελληνικό Κτηματολόγιο και ο τρίτος, ο εσωτερικός, το έμβλημα της Ελληνικής Δημοκρατίας. Φαντάζει ως πράξη ειρωνείας διότι θυμίζει τους επάλληλους κύκλους που κάνει επί δύο αιώνες το Ελληνικό Κτηματολόγιο!