Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Πολλές απόπειρες έγιναν μέχρι τώρα, από ειδικούς και μη, να ερμηνεύσουν την προέλευση της λέξης «παξιμαδοκλέφτρα», η οποία περιλαμβανόταν στην αργκό του υπόκοσμου και διασώθηκε μέσω του ομώνυμου ρεμπέτικου τραγουδιού. Κυρίως καταβλήθηκε προσπάθεια να ερμηνευτεί ο μηχανισμός με τον οποίο η λέξη παξιμαδοκλέφτρα έγινε συνώνυμη της ευτελούς γυναίκας ή της πόρνης που συναγελάζεται με φτωχά και τρισάθλια άτομα, τα οποία δεν έχουν ψωμί και καταναλώνουν παξιμάδια. Εξάλλου, η λέξη «παξιμάδα» περιλήφθηκε ως λήμμα στο επίτομο εγκυκλοπαιδικό λεξικό του «ΗΛΙΟΥ» με την ερμηνεία: «η εις τας οδούς περιφερομένη ιερόδουλος, η τροττέζα».[1] Επίσης στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, η οποία αναφέρει ότι παξιμάδα αποκαλείτο «η εκ περιστάσεως και αντί ευτελών μέσων πορνευομένη νεάνις, η κοκκοτίτσα του δρόμου», συμπληρώνοντας πως «ο προηγηθείς τύπος παξιμαδοκλέφτρα υπεχώρησε εις τον ανωτέρω συντομώτερον».[2] Ακολούθησαν πολλές προσπάθειες ερμηνείας, μη εξαιρουμένου του Ηλία Πετρόπουλου, ο οποίος αντιμετώπισε το ζήτημα με αμηχανία.[3]
Πριν από έναν αιώνα!
Στην πραγματικότητα η «παξιμαδοκλέφτρα» ήταν ένα από νούμερα της παράστασης «Καμπαρέ» που ανέβηκε το 1919 και συνοδευόταν από το ομώνυμο τραγουδάκι του Πολύβιου Δημητρακόπουλου. Ο τελευταίος ήταν που ονόμασε παξιμαδοκλέφτρα το «αρχάριον εταιρίδιον», δηλαδή το νεαρό κορίτσι που έβγαινε στους δρόμους αναζητώντας φίλους.[4] Αλλά η ονομασία δεν ήταν νέα. Προερχόταν από τις φτωχές γριούλες που ξημεροβραδιάζονταν στα νεκροταφεία και επωφελούνταν από τη λύπη των συγγενών, οι οποίοι κήδευαν τους ανθρώπους τους, για να κλέψουν από τα κάνιστρα τα παξιμαδάκια που ήταν για κέρασμα.[5]
Το πρώτο τετράστιχο της αυθεντικής παξιμαδοκλέφτρας λοιπόν, όπως ανέβηκε στο θεατρικό σανίδι και ακουγόταν από τα χείλη των Μάριου Παλαιολόγου και Νικόλαου Βιλλάρ «Λέει καθένας που με βλέπει / και τις νύχτες μοναχή γυρνώ, / πως δεν είμαι καθώς πρέπει / κι όπως τύχει τη ζωή περνώ». Και το τελευταίο τετράστιχο κατέληγε: «Είμαι πάντα μεθυσμένη / κι όλο με παρέες τραγουδώ, / σκοντάφτω εκεί και πέφτω εδώ. / μα τάχα τούτο τι σημαίνει». Και το ρεφρέν: «Με λένε πονηρή και ψεύτρα / πως γελώ με όλους και τραβώ λεφτά, / με λένε παξιμαδοκλέφτρα / μα εγώ εδώ τα γράφω όλα αυτά».[6]
Paximado!
Ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος, όταν δημοσίευσε το έμμετρο που περιλαμβανόταν στο θεατρικό του έργο, αφού ξεκαθάρισε από πού προήλθε η λέξη παξιμαδοκλέφτρα, φρόντισε να μας πληροφορήσει ότι αργότερα οι παξιμαδοκλέφτρες – εταίρες «ωνομάσθηκαν χάριν συντομίας Παξιμάδες».[7] Πνευματώδης και σαρκαστικός, προκειμένου προφανώς να διασκεδάσει τις εντυπώσεις για την ενασχόλησή του με το θέμα συμπλήρωσε πως όποιος ήθελε μπορούσε να χρησιμοποιεί τον όρο «γαλλιστί… Paximado!».[8] Εννοείται πως το τραγουδάκι της επιθεώρησης «Παξιμαδοκλέφτρα» κυκλοφόρησε ευρέως και έφτασε στα λαϊκά στρώματα. Εξάλλου κάθε καλοκαίρι, τα τραγούδια των οπερέτων και των επιθεωρήσεων ακούγονταν στα σοκάκια των γειτονιών και μετατρέπονταν σε επιτυχίες.
Ως προς την πατρότητα του γνωστού ρεμπέτικου άσματος «Παξιμαδοκλέφτρα» πρέπει να αποδοθεί στους πραγματικούς δημιουργούς του. Φέρεται ότι ήταν ο συνθέτης του ελαφρού λαϊκού τραγουδιού Κώστας Μπέζος (1905-1943), ο οποίος φέρεται επίσης ότι συνεργάστηκε με τον γεννημένο στη Κωνσταντινούπολη στιχουργό Θεόδοτο (Τέτο) Δημητριάδη (1897-1968).[9] Δώδεκα τραγούδια γράφτηκαν για λογαριασμό δύο εταιριών προκειμένου να κυκλοφορήσουν στην Αμερική. Υπό αμφισβήτηση έχει τεθεί η πληροφορία πως ο εν λόγω συνθέτης Κ. Μπέζος ασχολήθηκε με το ρεμπέτικο, χρησιμοποιώντας μάλιστα το ψευδώνυμο «Α. Κωστής». Πρόκειται για ενδιαφέρουσα προσωπικότητα με πλούσια παρουσία στα αθηναϊκά δρώμενα. Ο Κ. Μπέζος πήρε τη Μάνδρα του Αττίκ, η οποία είχε μετατραπεί στο θέατρο «Δελφοί» και το 1932 δημιούργησε τη «Μπουάτ» με καλλιτεχνικό συγκρότημα από κιθαρίστες, χορευτές και χιουμορίστες.