Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
«Ποία είναι η ωραιοτέρα λέξις της ελληνικής γλώσσης;»[1] αναρωτιόταν ο Πέτρος Χάρης (Ιωάννης Μαρμαριάδης 1902-1998) και ξεκινούσε ένα όμορφο δημοσιογραφικό παιχνίδι, δημοσιεύοντας τις απόψεις των σπουδαιότερων λογοτεχνών, δημοσιογράφων, αλλά και πολιτικών της εποχής· μιας εποχής κατά την οποία κυρίως ο κόσμος των τεχνών και των γραμμάτων ερωτοτροπούσε με τη γλώσσα μας, επηρεασμένος σαφώς από την εθνική πολιτική και τον αστικό εκσυγχρονισμό της σχολικής γνώσης που διαμόρφωνε τη νέα ελληνική γλώσσα.
Μεταρρυθμίσεις
Νομοσχέδια και γλωσσοεκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις από το 1913 και εντεύθεν, καθώς και το νεοφιλελληνικό γλωσσικό κίνημα που αναπτύχθηκε στο εξωτερικό -κυρίως στη Γαλλία με αιχμή την ίδρυση του Ινστιτούτου της Σορβόνης (1920) από τον Ιμπέρ Περνό (1870-1946) έδιναν νέες διαστάσεις στην ευρεία κατανόηση και διάδοση του ελληνικού πνεύματος τόσο στο εσωτερικό όσο και στην Ευρώπη.
Την ώρα που το παιχνίδι αυτό παιζόταν στον Τύπο της Γαλλίας, στην Ελλάδα ο Π. Χάρης, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι στον τόπο μας ακόμη και η καθημερινή γλώσσα χώριζε τους ανθρώπους σε στρατόπεδα, καλούσε τους διανοούμενους να απαντήσουν.
Έτσι, ο Κωστής Παλαμάς απάντησε ότι η ωραιότερη λέξη είναι ο «δημοτικισμός», ο Γρηγόρης Ξενόπουλος έβρισκε γοητεία στη λέξη «αισιοδοξία», ο Σπύρος Μελάς χωρίς δισταγμό έβρισκε πιο ελκυστική τη λέξη «ελευθερία» και ο στιλίστας Ζαχαρίας Παπαντωνίου εξήρε την ομορφιά της λέξης «μοναξιά».
Ο ζωγράφος και καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών Ουμβέρτος Αργυρός επέλεγε τη λέξη «χάρμα» διότι, όπως υποστήριζε, δεν υπάρχει σε καμία άλλη γλώσσα και στα πέντε γράμματά της κλείνει ό,τι χίλιες άλλες λέξεις μαζί.
Ο Σωτήρης Σκίπης ανέσυρε τη λέξη «απέθαντος» από τα βυζαντινά κείμενα, διαχωρίζοντάς την από τη λέξη «αθάνατος», και ο Παντελής Χορν δήλωσε παντοτινή προτίμηση στη λέξη «νειάτα». Ο αλησμόνητος Αθηναιογράφος Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλους, παρά τα χρόνια του, προτιμούσε τη λέξη «ιμερτή», δηλαδή την αγαπητή, την ποθητή. Ο θεατράνθρωπος Νικόλαος Λάσκαρις τη «ζάχαρη», ο ιστορικός Διονύσιος Κόκκινος τη λέξη «χίμαιρα», ο ζωγράφος Παύλος Μαθιόπουλος το «φως» και ο γλύπτης Μιχαήλ Τόμπρος τη λέξη «ουσία».
Ο Παύλος Νιρβάνας (Πέτρος Κ. Αποστολίδης), προφανώς επηρεασμένος από τον τόπο του (Σκόπελος), αγαπούσε τη λέξη «θάλασσα». Οι ζωγράφοι αποκάλυπταν τις ευαισθησίες τους: Ο Δημήτριος Γερανιώτης ήθελε την «αρμονία», ο Κωνσταντίνος Παρθένης την «καλημέρα» και ο Δημήτριος Μπισκίνης το «όνειρο».
Τι «ψήφιζαν» οι κυρίες
Ως προς τις γυναίκες που κυριαρχούσαν στην πνευματική ζωή, η λαογράφος Αγγελική Χατζημιχάλη ήθελε «πίστη», ενώ η 25χρονη ηθοποιός Ελένη Παπαδάκη, η οποία έμελλε να δολοφονηθεί άδικα στα Δεκεμβριανά του 1944, δήλωνε πως «η λέξις που περικλείει τα περισσότερα πράγματα, τα πάντα θα έλεγα, είναι η λέξις «ζωή»»! Η ιατρός και συγγραφέας Άννα Κατσίγρα ήθελε «χαρά» και η καθηγήτρια του Ελληνικού Ωδείου Αύρα Θεοδωροπούλου αναζητούσε την «καλοσύνη».
Ενδιαφέρουσες όμως ήταν και οι απαντήσεις των πολιτικών του 1933: Ο στρατιωτικός και Πρόεδρος της Γερουσίας Στυλιανός Γονατάς προτιμούσε το «εμπρός», ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου τη λέξη «μάννα» και ο πρόεδρος της Βουλής Θεμιστοκλής Σοφούλης τη λέξη «φιλότιμο», διότι εκφράζει έναν ολόκληρο ηθικό κόσμο και δεν υπάρχει σε άλλη γλώσσα του κόσμου. Ο αρχηγός του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδος Ιωάννης Σοφιανόπουλος πρότασσε την «ανατολή» και ο ιδρυτής του ίδιου κόμματος Αλέξανδρος Μυλωνάς τη λέξη «πόνος».
Αισιοδοξία, ελευθερία, μοναξιά, νειάτα, ιμερτή, θάλασσα, αρμονία, καλημέρα, όνειρο, πίστη και ζωή είναι λέξεις με τις οποίες πορευόταν η Ελλάδα. Ατένιζε την έξοδο από την οικονομική κρίση, έπαιζε με τη ζωντανή ελληνική γλώσσα και επέτρεπε στην παγκόσμια κοινότητα να βαφτίζεται στα νάματά της.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία», Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2013.