Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Σε αλλοτινές εποχές, όχι πολύ μακρινές, οι άνθρωποι διασκέδαζαν την καθημερινότητά τους γεννώντας διδακτικούς θρύλους και παραδόσεις. Μέσω μηχανισμών τους οποίους μόνον η λαϊκή ψυχή μπορεί να διαμορφώσει γέμιζαν την ζωή τους με αληθοφανή παραμύθια και πανέμορφες ιστορίες για νεράιδες και ξωτικά. Μια τέτοια ιστορία άκουσε τον Νοέμβριο 1929, στα γραφικά ακόμη τότε Λιόσια της Αττικής, ο 18χρονος ακόμη τότε και αργότερα σπουδαίος μουσικολόγος Σπύρος Μοτσενίγος (1911-1970). Βράδυ βαρυχειμωνιάς, καθισμένος κοντά στο τζάκι, άκουγε την καθαρή ψυχή της γριούλας των Λιοσίων να του αφηγείται :
Ένας όμορφος νέος πήρε τουφέκι και φλογέρα και τράβηξε για το βουνό. Καθισμένος σ’ ένα βράχο άρχισε το παθητικό τραγούδι. Το μάτι μου όμως στυλώθηκε σ’ ένα πουρνάρι, όπου είδε κάτι λευκό. Οι παραδόσεις λένε πως τα πουρνάρια είναι επικίνδυνα για τις νεράιδες διότι περνώντας τις κρατούν από τα αραχνοΰφαντα πέπλα που φορούν και οι χωρικοί ονομάζουν μπόλιες. Προχωρώντας πιο κοντά στο πουρνάρι αντίκρισε μια όμορφη νεράιδα, με μάτια μεγάλα και γλυκά. — Αχ βγάλε μου τη μπόλια και σου υπόσχομαι να γίνω δική σου, του είπε η νεράιδα.
Αλλά ο νέος χωρικός ήξερε πως οι νεράιδες λένε πολλά ψέματα και μόλις τις ξεμπλέξεις από το πουρνάρι γίνονται αέρας. Επίσης ότι όταν κρατήσεις την μπόλια της νεράιδας, την αιχμαλωτίζεις και την κάνεις δική σου, μέχρι να ξαναπάρει κρυφά το πέπλο της και εξαφανιστεί. Οπότε έβαλε την μπόλια στο σελάχι του, ενώ η αιχμάλωτη νεράιδα τη ζητούσε με κλάματα. Αλλά δεν μπορούσε πλέον να κάνει αλλιώς. Ακολούθησε τον κατακτητή της που την πήγε στο χωριό και την εμφάνισε στους δικούς του.
—Θα την κάνω γυναίκα μου, τους είπε και λίγες ημέρες αργότερα γινόταν ο γάμος. Βεβαίως είχε πάντα το νου του ώστε να διατηρήσει την ευτυχία που είχε κατακτήσει. Αγόρασε ένα μικρό μεταλλικό κιβώτιο και τριπλοκλείδωσε την μπόλια. Από τότε ζούσαν ευτυχισμένοι και έφεραν στον κόσμο τρία πανέμορφα παιδιά. Σε κάποιο πανηγύρι, στην κεντρική πλατεία του χωριού βάραγε το νταούλι και ξεφάντωναν οι χωρικές. Η νεράιδα παρακάλεσε τον άντρα της να της δώσει τη μπόλια επειδή επιθυμούσε και εκείνη να χορέψει. Ήταν γνωστό πως όποια φόραγε την μπόλια ομόρφαινε.
Εκείνος αρνήθηκε στην αρχή, αλλά σκέφτηκε καλύτερα. Τόσα χρόνια ήταν μαζί και είχαν τρία παιδιά. Δεν θα ήθελε πια εκείνη να χαθεί στον αέρα και ίσως να μην μπορούσε πια. Ξεκλείδωσε το σιδερένιο κουτί, έβγαλε το αραχνοΰφαντο πέπλο και της το έδωσε. Εκείνη το φόρεσε αμέσως. Το πρόσωπό της έλαμψε αμέσως. Απόκτησε την ομορφιά της νεράιδας που τόσο καιρό είχε χάσει. Πήγε λοιπόν στην πλατεία του χωριού, όπου χόρευαν σχεδόν όλες οι γυναίκες. Όπως ήταν φυσικό έτρεξαν όλοι να την δουν αφού γνώριζαν πως ήταν νεράιδα.
Μπήκε πρώτη στο χορό προκαλώντας τον θαυμασμό με την λάμψη της. Χόρευε ανάλαφρα την πρώτη βόλτα, όπως και τη δεύτερη. Χόρευε σαν μικρό φύλλο που το παίρνει ο άνεμος. Στην τρίτη βόλτα ανέβηκε πιο ψηλά. Ο κόσμος φώναζε από έκπληξη και ο άντρας της έτρεξε να της πάρει τη μπόλια. Αλλά εκείνη έγινε αέρας και χάθηκε… Όπως ήταν φυσικό ο άντρας της θρήνησε το χαμό της και τα παιδιά έμειναν ορφανά. Αλλά μια νύχτα ξύπνησε από έναν ελαφρύ κρότο. Στην κούνια που βρισκόταν δίπλα του, το μικρότερο παιδί του έδειχνε να θηλάζει αλλά χωρίς να έχει στο στόμα του τον μητρικό μαστό. Η νεράιδα, η μητέρα του, άυλη και αόρατη, βρισκόταν εκεί και θήλαζε το παιδί της![1]