Η εφημερίδα μου εζήτησε να κάμω την παρουσίασιν της νέας ταινίας της Δαγ-Φιλμ, που φέρει το όνομά μου και που αρχίζει από αύριον να προβάλλεται εις τον «Απόλλωνα». Μου εζήτησε, δηλαδή, το ίδιον πράγμα, που ζητεί, κατ’ έθιμον, και από τους συγγραφείς των νέων θεατρικών έργων.
Είμαι υποχρεωμένος να εξηγήσω, ότι η περίπτωσις δεν είνε ομοία. Ο συγγραφεύς ενός θεατρικού έργου και ο συνθέτης του σεναρίου μιας κινηματογραφικής ταινίας είνε δύο εντελώς ξεχωριστά πράγματα.
Ο πρώτος είνε ο κύριος και ο μόνος δημιουργός του έργου του, ο δεύτερος είνε απλούς συνεργάτης. Και συνεργάτης, μάλιστα, χώρις απόλυτον ελευθερίαν ενεργείας, υποχρεωμένος να υποτάσσεται εις τας συμβατικάς απαιτήσεις του θεατρικού αυτού είδους, απαιτήσεις επιτακτικάς. Ο κυριώτερος δημιουργός εις το κινηματοθέατρον είνε ο ρεζισέρ. Απ’ αυτόν κυρίως εξαρτάται η καλή ή κακή ταινία. Με ένα κακόν σκηνοθέτην ή και χωρίς κανένα σκηνοθέτην, ένα καλόν θεατρικόν έργον μπορεί οπωσδήποτε να σταθή στα πόδια του επί της σκηνης. Με έναν κακόν σκηνοθέτην όχι μόνον είνε αδύνατον να σταθή ένα κινηματογραφικόν έργον, αλλά και να υπάρξη καν, εφ’ όσον ο σκηνοθέτης του κινηματοθεάτρου δεν δημιουργεί μόνον την εκτέλεσιν, αλλά και συνεργάζεται στενώτατα, με επικρατούσαν εκ των πραγμάτων γνώμην, προς τον συγγραφέα. Η επιτυχία της «Αστέρως», λόγου χάριν, αποτελεί περισσότερον τίτλον του μοναδικού δια την Ελλάδα σκηνοθέτου, που είνε ο κ. Δημ. Γαζιάδης, παρά ιδικόν μου. Και η επιτυχία της «Μπόρας», όπως φαντάζομαι, θα ανήκη, εξ ίσου, κατά το μεγαλείτερον μέρος της, εις τον άξιον συνεργάτην μου.
Αν θα είχα και αν θα εδικαιούμην να ειπώ κάτι τι, είνε δια την υπόθεσιν της νέας ταινίας. Το θέμα της είνε μία από τας τυπικάς τραγωδίας του μεγάλου πολέμου: Η τραγωδία του ανθρώπου, που γυρίζει από τον πόλεμον και βρίσκει παντρεμένην την γυναίκα του. Εις όλους σχεδόν τους στρατούς των εμπολέμων Κρατών παρουσιάσθησαν οι τραγικοί αυτοί ήρωες. Και από την Ελλάδα δεν έλειψαν. Προ των Ελληνικών δικαστηρίων έφθασε, προ ολίγων ετών, παρομοία δραματική υπόθεσις και εξεδόθη μάλιστα και σχετική απόφασις. Και επί της Ελληνικής αυτής πραγματικότητος εστηρίχθη, ακριβώς, η υπόθεσις της «Μπόρας».
Ομολογώ, ότι η κατόπιν εμφάνισις μίας ξένης ταινίας και ενός θεατρικού έργου, με τον ίδιον θέμα μας έκαμε να διστάσωμεν προς στιγμήν, αν θα έπρεπε να το επαναλάβωμεν. Αλλά το θέμα δεν ήτο εύρεσις συγγραφέως. Ήτο μία πολλαπλή, μία διεθνής πραγματικότης. Και η πραγματικότης ανήκει εις όλους. Άλλως τε ποίαν σημασίαν έχει το θέμα εις το έργον της τέχνης; Με το ίδιον θέμα ημπορούν να δημιουργηθούν τα πλέον διαφορετικά έργα. Τα καλλίτερα και τα χειρότερα. Δεν είμαι ο αρμοδιώτερος να κρίνω την Ελληνικήν εκμετάλλευσιν του θέματος. Θα έφτανε, όμως, μία σύγκρισις της λύσεως της «Μπόρας» με την λύσιν της «Επιστροφής», που μας παρουσίασε, με τόσην εντέλειαν, εσχάτως, η «Ελευθέρα Σκηνή», δια να φανή η διαφορά. Εις την «Επιστροφήν» οι δύο σύζυγοι συναντώνται γύρω από την μοιραίαν σύζυγόν των και την διεκδικούν, με περιπλόκους και σκοτεινάς ψυχολογικάς προσπαθείας του συγγραφέως. Εις την «Μπόραν», ο σύζυγος, που εθεωρήθη νεκρός, επιστρέφων και αντικρύζων ανάμεσα, από ένα παράθυρον χωρίς κανείς να τον μαντεύση, την ευτυχίαν εκείνης που τον θεωρεί νεκρόν και μένει πιστή εις την μνήμην του και εκείνου, που του έσωσε την ζωήν και εις τον οποίον είχεν εμπιστευθή ο ίδιος την προστασίαν της ορφανής, αποφασίζει να εξακολουθήση να είνε νεκρός, όπως τον θεωρούν, και εξαφανίζεται μέσα εις μίαν νύκτα καταιγίδος, χωρίς κανείς πάλιν να μαντεύση την παρουσίαν του. Εις την σειράν των μεγάλων, ωραίων θυσιών, που είνε ο πόλεμος, προσθέτει μίαν ακόμη υψηλήν θυσίαν, την τελευταίαν.
Εις αυτήν μόνον την λεπτομέρειαν θα ήθελα να επιστήσω την προσοχήν του θεατού. Και δι’ αυτήν, μόνον, θα είχα ίσως την αρμοδιότητα να ομιλήσω. Όλα τα άλλα, δια τα οποία υπήρξα απλούς συνεργάτης ανήκουν –και οφείλω να αποδώσω τα του Καίσαρος τω Καίσαρι- εις τον άξιον ρεζισέρ της «Μπόρας».