Η μυροβόλος Χίος με τα υπέροχα τοπία

Το Γενουατικό χωριό Πυργί

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Όσοι επισκέπτονταν τη Χίο, τη δεκαετία του 1930, κατέληγαν στην κοινή διαπίστωση πως ήταν το νησί με όλες τις θελκτικές αντιθέσεις της φύσης. Περισσότερο εύφορα ήταν τα νοτιοανατολικά μέρη του νησιού, λιγότερο τα νότια και πιο πενιχρά σε παραγωγή, τα βόρεια. Νοτιοανατολικά, όπως και προς τον βορρά, στα Καρδάμυλα απλωνόταν ένας πραγματικός παράδεισος. Οι πεδιάδες προς την ακτή, όπως του Βροντάδου, βόρεια της Χώρας και νότια, του Κάμπου με τα πολλά χωριά και τις αγροικίες. Ας πραγματοποιήσουμε λοιπόν ένα σύντομο ταξίδι στη Χίο εκείνης της εποχής, έχοντας ως οδηγό τον αλησμόνητο και αεικίνητο περιηγητή Δ. Χατζόπουλο[1].

 

Το λαμπρό αυτό τμήμα του νησιού μυρώνει τον αέρα με τις ανθήσεις του, έγραφε ο Δ. Χατζόπουλος, ο οποίος έβρισκε τα περιβόλια με τις νεραντζιές, πορτοκαλιές, μανταρινιές και λεμονιές να είναι παράδεισοι κρυμμένοι πίσω από ψηλές μάντρες. Μόλις όμως άνοιγε η μεγάλη πόρτα, όποιος έμπαινε, αισθανόταν σαν σε αποκάλυψη φυτικής ολβιότητας. Εκεί απέδιδαν και το επίθετο «μυροβόλος», με το οποίο συνόδευαν το νησί με τις πλούσιες παραγωγές: αμύγδαλα, νόστιμο λάδι και βεβαίως μαστίχα.

Οπωσδήποτε, το πιο πλούσιο τμήμα του νησιού ήταν το νοτιοδυτικό, δηλαδή τα Μαστιχοχώρια με τους μαστιχοφόρους θάμνους τους. Αλλά και το μαύρο κρασί ήταν ονομαστό από τα αρχαία χρόνια, ιδιαίτερα αυτό που παραγόταν στα Κουρούνια. Ακόμη και ο Αριστοφάνης το είχε εγκωμιάσει! Περισσότερα δασωμένα όμως έβρισκαν οι επισκέπτες τα βόρεια τμήματα του νησιού, με εύρωστα και ψηλά πεύκα.

 

Η Χώρα της Χίου ή Κάστρο, με τις ανοικοδομήσεις, είχε αρχίσει να χάνει τον παλαιό χαρακτήρα της, ιδιαίτερα μετά τους καταστρεπτικούς σεισμούς του 1881. Μακρά και ευρύχωρη η πλακόστρωτη προκυμαία και μισοκατεστραμμένο το παρακείμενο φρούριο. Δυτικά της προκυμαίας η πλατεία Βουνάκι, στην οποία κατέληγε η στενή εμπορική οδός Απλωταριά, η πιο εμπορική της πόλης. Κοντά της ο ανθοστόλιστος κήπος με τον χάλκινο ανδριάντα του Κωνσταντίνου Κανάρη, έργο του γλύπτη Μ. Τόμπρου. Πάντως, όσοι κι αν επισκέφτηκαν το νησί συμφωνούσαν πως ήταν αδύνατον να περιγράψουν τα πάμπολλα σε ακτές και βουνά γραφικά τοπία του.

Όπως το Μυρσινίδι, το κτισμένο σε προεξέχον ακρωτήριο μοναστήρι. Ή ο όρμος Παντουκιό. Στο κομψό τόξο του λίγα σπιτάκια και στα νερά του ψαροκάικα. Απέναντι οι Οινούσες με τη λευκάζουσα κόμη τους. Ακόμη τα Καρδάμυλα, στην ορεινή του κοιλάδα και με το ιστορικό πλατάνι της κωμόπολης, όπου οι Τούρκοι απαγχόνιζαν τους χριστιανούς. Η μεγάλη πηγή «Νεραύλακας» σταθερή τροφοδοσία των δένδρων και των καλλιεργειών της όμορφης κοιλάδας. Και στην ακτή ο οικισμός του Μαρμάρου. Τότε τα Καρδάμυλα καταγράφονταν με πληθυσμό 7.000 κατοίκους[1].

 

Ως μία από τις ωραιότερες τοποθεσίες του βόρειου τμήματος του νησιού κατέγραφαν οι επισκέπτες τον Ναγό, με τα κρυστάλλινα και πεντακάθαρα νερά, τον Γιόσωνα, με την πολυδενδρία και τα αμπέλια του, την Άμπελο και το χωριό Αμάδες. Ψηλότερο βουνό του νησιού το Πελληναίο. Μία ώρα από τα Καμπιά η υψηλότερη βρύση, το περίφημο «Ψαροκρέμι». Άλλο απότομο βουνό ο Κουκλιάς (Έδελος), η πρώτη κορυφή του Πελληναίου, απ’ όπου και η θαυμάσια θέα και από κάτω το Νερό του Αγγέλου. Τέλος, η κωμόπολη Πυργί με την πλούσια ιστορία, τους λαογραφικούς θησαυρούς και τους πολλούς ναούς. Χωριό με μεσαιωνική όψη θαυμαζόταν για τον Πύργο του που κτίστηκε την εποχή των Γενουατών[1]. Εξωτερικά το χωριό περιβαλλόταν από ψηλό τείχος και υπήρχαν δύο μόνον έξοδοι που έκλειναν με σιδερένιες πύλες. Μέχρι την Επανάσταση του 1821 η έκταση του χωριού περιοριζόταν εντός των τειχών!