Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Πολλοί θα απορούν πως βρέθηκε καταμεσής του Κολωνακίου το τοπωνύμιο Λυκόβρυση, ως ονομασία καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, όπως τα αποκαλεί η νομοθεσία μας. Ένα κατάστημα το οποίο μετά από πολλές δεκαετίες ζωής συνεχίζει τη λειτουργία του, ανακαινισμένο και λαμπερό, προσφέροντας ποιοτικές υπηρεσίες στους Αθηναίους και στις Αθηναίες.Ευκαιρίας δοθείσης ας ιστορήσουμε την σπουδαία για την Αττική και την πόλη των Αθηνών ονομασία Λυκόβρυση ή Γλυκόβρυση, γνωστή από τα χρόνια της Επανάστασης, οπότε χρησιμοποιήθηκε και ο τύπος Λυκότρυπα [1].
Ήλθε στην επιφάνεια τον 19ο αιώνα και από τότε διατηρείται ποικιλοτρόπως στην επικαιρότητα.
Ήταν το 1887, όταν μία ομάδα έξι εύπορων Αθηναίων αποφάσιζαν να ιδρύσουν την επιχείρηση «Γαλακτοκομείον “Γλυκόβρυσις”». Ο τραπεζίτης Ιωάννης Β. Σερπιέρης, ο δικηγόρος και κτηματίας Νικόλαος Δ. Φιλάρετος, ο τραπεζίτης Αλέξανδρος Μαύρος, ο βιομήχανος Έκτωρ Ψύχας, ο κτηματίας Ιωάννης Ζωγράφος και τρεις Σούτσοι, ο ίλαρχος Αλέξανδρος και οι κτηματίες Ιωάννης και Δημήτριος.
Η οικογένεια Σούτσου
Την όλη επιχείρηση ανέλαβε να διευθύνει ο Δημήτριος Ι. Σούτσος. Εξάλλου, στην οικογένειά του ανήκε το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής που σήμερα ονομάζουμε Λυκόβρυση (Γλυκόβρυση). Την περιουσία τους αυτή διέθεσαν στην επιχείρηση. Παρά τα όσα έχουν γραφεί περί καθιέρωσης του τοπωνυμίου μετά την έλευση των προσφύγων, Γλυκόβρυση ονομαζόταν μία από τις δύο πολύτιμες πηγές νερού της περιοχής που κάλυπταν και εξυπηρετούσαν και την περιοχή της Μαγκουφάνας [2]. Υπήρχε μάλιστα και θαυμαστό λιθόκτιστο υδραγωγείο που εξυπηρετούσε την περιοχή. Η επιχείρηση στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία.
Το κτήμα που αναπτύχθηκε εκεί, ήταν υπόδειγμα προόδου της εποχής και αποτέλεσε σταθμό για την οικονομική ζωή στην Αττική. Εντός μίας πενταετίας η έρημη και εγκαταλελειμμένη περιοχή είχε μετατραπεί σε πράσινη όαση. Σημειωτέον ότι πρώτος αγοραστής ήταν ο διπλωμάτης Δημήτριος Σούτσος. Ήταν γιος του, επίσης, διπλωμάτη Ιωάννη Μ. Σούτσου και εγγονός του ηγεμόνα της Μολδαβίας Μιχαήλ Β΄ Σούτσου. Επιστρέφοντας από την Αγγλία προέβη σε εκτεταμένες αγορές και προσπάθησε, από το 1879, να τιθασεύσει και να αναπτύξει τον τόπο. Δημιούργησε αμπέλια, παχιά βοσκήματα, πευκώνες και ανήγειρε βουστάσια, πτηνοτροφεία, οινοποιεία, οιναποθήκες, αμαξοστάσια και δεξαμενές.
Έπαυλη και Ναός
Εκεί ανήγειρε, στο υψηλότερο σημείο του κτήματος, την έπαυλή του στο κέντρο πυκνών συστάδων δένδρων και δίπλα στην πηγή του νερού και τον ναό του, τον ναό της Αγίας Βαρβάρας. Ωστόσο, η λειτουργία και ανάπτυξη της επιχείρησης απαιτούσε κεφάλαια, τα οποία ευρέθησαν μέσω της ανωνύμου εταιρείας που ιδρύθηκε το έτος 1887. Με τα κεφάλαια που διατέθηκαν, δημιουργήθηκε η μεγαλύτερη επιχείρηση Γαλακτοκομίας της χώρας, η οποία χρησιμοποίησε σύγχρονες μεθόδους ανάπτυξης και παραγωγής και παρουσίασε σύντομα σπουδαία αποτελέσματα.
Ο πανταχού παρών Ιωάννης Καμπούρογλου μας παρέδωσε μία μοναδική περιγραφή: «Το βουστάσιον περιλαμβάνον αγελάδων αριθμόν σχεδόν διακοσίων εν καθαριότητι και τάξει τρεφομένων εκ τροφής εντός του κτήματος παραγομένης (τριφυλλίου κ.λπ.) είναι τι μοναδικόν και εμπνέει αγαλλίασιν τω όντι εις τον βλέποντα εκείνην την αρμονίαν της λογικής και πεπειραμένης διοίκησης επί τα άλογα εκείνα, τόσον όμως ήμερα, ως εάν ήσαν λογικώτερα, και παραγωγικά ωσαύτης ευπραγίας και καλής τροφής δια τον άνθρωπον»[3]. Ακόμη περισσότερο όμως εντυπωσιακό ήταν το δίκτυο διανομής που οργανώθηκε για να καλύψει τις ανάγκες γενικότερα της Αττικής.
Στο Ζάππειο
Μέχρι τότε η Αθήνα εξασφάλιζε το γάλα της, είτε μέσω των Κατσικάδικων, που ήταν εγκατεστημένα στην περιοχή των Κάτω Πετραλώνων, είτε μέσω των βοσκών, που έφταναν από το Λιδωρίκι και άλλες περιοχές. Έφερναν τα κοπάδια τους προς την περιοχή του Κολωνακίου και από εκεί, φρόντιζαν να εκδράμουν στις γειτονιές της πόλης. Αλλά ο Δ. Σούτσος δεν άφησε ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία της ανέγερσης του Ζαππείου Μεγάρου, το οποίο εγκαινιάστηκε το 1888. Τότε και εν όψει της Δ΄ Ζάππειας Ολυμπιάδας θα φροντίσει να εγκατασταθεί στην περιοχή το Βουστάσιο «Γλυκόβρυσις». Ουσιαστικώς λειτουργούσε ως σταθμός διανομής των προϊόντων του στην πρωτεύουσα. Εγκαταστάθηκε κοντά στο Νεκροταφείο των Διαμαρτυρομένων. Δηλαδή, απέναντι από το Παναθηναϊκό Στάδιο και νοτιοανατολικώς του Εθνικού Κήπου, όπου σήμερα η πλατεία με το άγαλμα του Καραϊσκάκη.
Η ονομασία «Γλυκόβρυσις» οφειλόταν βεβαίως στην ομώνυμη περιοχή όπου βρίσκονταν οι εγκαταστάσεις της εταιρείας. Έτσι, άνοιγε μία νέα σελίδα ιστορίας στην οικονομική και κοινωνική ζωή της ελληνικής πρωτεύουσας. Γενιές Αθηναίων απόλαυσαν την φιλοξενία, έπαιξαν, μεγάλωσαν και ερωτεύτηκαν στους χώρους αυτούς. Ατέλειωτες ιστορίες γράφηκαν στα τραπεζάκια και τις καρέκλες του βουστασίου «Γλυκόβρυσις» ή «Αγελάδων» όπως ονομάσθηκε αργότερα και εντέλει «Πεύκων», όπως γνώρισαν την περιοχή οι νέοι των αρχών της δεκαετίας 1960.
Οι «Αγελάδες»
Η Επιτροπή Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων, που είχε την διαχείριση της περιοχής, συνέχισε να ενοικιάζει τον χώρο έναντι σημαντικού ποσού ζητώντας ταυτοχρόνως, ως επιπρόσθετο αντάλλαγμα, την παραχώρηση της κοπριάς των αγελάδων για λίπασμα. Διευθυντής της «Γλυκόβρυσις» ήταν ο ίδιος ο Δημήτριος Ι. Σούτσος, με αρχιεργάτη τον Γεώργιο Σκιαδά, έναν παραδοσιακό φουστανελοφόρο με στριμμένο τσιγκελωτό μουστάκι. Τέλη 19ου αρχές 20ού αιώνα, το σημείο είχε γίνει ένα από τα πιο αξιαγάπητα μέρη εμπορίας γάλακτος.
Λόγω της παρουσίας των συμπαθών βοοειδών, ένα νέο τοπωνύμιο εισερχόταν στην καθημερινή ζωή των Αθηνών. Ήταν οι «Αγελάδες», μικροτοπωνύμιο αλλά και τόπος συνάντησης ρομαντικών Αθηναίων. Σταδιακά και όσο καθιερωνόταν το γάλα σε συσκευασία κουτιού, υποχωρούσε η δραστηριότητα της επιχείρησης και οι «Αγελάδες» υποχρεώθηκαν να… προσαρμοστούν στο «κλίμα» της εποχής.
Φιλόδοξα σχέδια
Το 1905, παραμονές Β΄ Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων των Αθηνών, το Βουστάσιο επισκευάστηκε και ευπρεπίστηκε. Στις αρχές της δεκαετίας 1920, οι αγελάδες δεν υπάρχουν πλέον. Η Επιτροπή Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων φυτεύει τον χώρο, όπου υπήρχαν οι στάβλοι, και αναθέτει στον μηχανικό Πρινόπουλο να σχεδιάσει ένα σύγχρονο γαλακτοπωλείο. Ο χώρος γίνεται ελκυστικός για τα επιχειρηματικά συμφέροντα της εποχής, τα οποία απειλούν πλέον τον υπερήλικα φουστανελά Σκιαδά, χρησιμοποιώντας μέλη της βασιλικής οικογένειας. Οι εθνικές περιπέτειες, ωστόσο, απομάκρυναν τα βλέμματα από τις «Αγελάδες», οι οποίες συνεχίζουν τη λειτουργία τους με την ίδια διεύθυνση μέχρι τα μέσα της δεκαετίας 1920.
Η περιοχή γίνεται περιζήτητη. Η Επιτροπή, αναζητώντας έσοδα, αποφασίζει να δημιουργήσει «Καλλιτεχνικόν Περίπτερον», ένα πολυτελές κέντρο προορισμένο ως «Γαλακτοπωλείον-Ζαχαροπλαστείον». Τα σχέδια εκπονήθηκαν από τον αρχιτέκτονα Ιωάννη Αξελό. Η δημιουργία του καλλιτεχνικού περιπτέρου, το οποίο θα προσέφερε είδη γαλακτοπωλείου, ζαχαροπλαστείου, ζυθεστιατορίου, τεϊοποτείου και θα λειτουργούσε και ως χορευτικό κέντρο προκάλεσε νέες επιχειρηματικές διαμάχες. Τελικά, αφού πέρασαν πέντε ολόκληρα χρόνια (1924-1929) και δημιουργήθηκε νέο πρόπλασμα από τον Γ. Δημητριάδη, ο γηραιός πλέον Γ. Σκιαδάς κατορθώνει να διατηρήσει την επιχείρηση.
Η «χρυσή» δεκαετία
Τη δεκαετία 1930 οι «Αγελάδες», από κοινού με την «Όαση» και την «Αίγλη», αποτελούν το τρίπτυχο της ψυχαγωγίας των Αθηναίων, ιδιαιτέρως τους θερινούς μήνες. Είχαν εξελιχθεί στους πλέον κοσμοβριθείς χώρους διασκέδασης και δικαιολογημένα ο Δημήτρης Ψαθάς τα αποκαλούσε «διακεκριμένα νυφοπάζαρα της πόλεως»! Εν τω μεταξύ, το 1930 οι «Αγελάδες», οι οποίες επισήμως με απόφαση της Επιτροπής μετονομάστηκαν σε «Πεύκα», φιλοξενούσαν θερινά βαριετέ και θέατρο ποικιλιών. Κάτω από τα δένδρα τους συνέρρεε άφθονος κόσμος. Λίγο πριν από τον πόλεμο, θα προστεθεί και κινηματογράφος.
Η προσπάθεια, όμως, απέτυχε λόγω των κρίσιμων εξελίξεων και τα «Πεύκα» επιτάχθηκαν από τους κατακτητές, τον Δεκέμβριο 1941. Όταν πλέον απελευθερώθηκε η Αθήνα, ο γέροντας Σκιαδάς είχε φύγει από τη ζωή. Η επιχείρηση διατηρήθηκε από τα παιδιά του και συνέχισε τη λειτουργία της τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, με βαριετέ και πεδιλοδρόμιο (πατινάζ)! Στα τέλη του 1940, η παρέμβαση του Προέδρου της Επιτροπής Πλουμιστού υπήρξε καθοριστική για τα κέντρα της περιοχής του Ζαππείου. Ο διορατικός αρχιτέκτονας επέμεινε να αποδοθεί ο χώρος στους πολίτες των Αθηνών. Οπότε έκλεισε η «Όασις» και απαγορεύτηκαν τα θεάματα των «Πεύκων».
Αρχές δεκαετίας 1960 ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού εξέφρασε την επιθυμία να ανεγείρει «ένα εστιατόριο υπερπολυτελείας του τύπου Μαξίμ Παρισίων προς εξυπηρέτηση του τουριστικού πληθυσμού της Πρωτεύουσας». Οι κληρονόμοι Σκιαδά, με μια μικρή χρονική διακοπή γύρω στην Κατοχή, κατά την οποία εκμίσθωσε το κέντρο «Πεύκα» ο επιχειρηματίας Γ. Κωνσταντίνου, εκμεταλλεύονταν την επιχείρηση έως το 1965. Τότε, τόσο οι «Αγελάδες» όσο και τα «Πεύκα», αφού είχαν συμπληρώσει περισσότερα από ογδόντα χρόνια ζωής, είδαν τις εγκαταστάσεις τους να κατεδαφίζονται, παίρνοντας μαζί τους τις αναμνήσεις τριών γενεών.
Ωστόσο, η ονομασία «Λυκόβρυση» διατηρούσε την υπεραξία της. Γεγονός το οποίο αποδείχθηκε από την χρήση της στο κατάστημα που άνοιξε στην πλατεία Κολωνακίου. Ο ακριβής χρόνος ίδρυσης του καταστήματος, το οποίο στεγαζόταν αρχικώς σε ένα εκλεκτικιστικό κτίριο της δεκαετίας 1920, δεν είναι γνωστός. Έμελλε, όμως να καταστεί ένα από τα αγαπημένα στέκια των αστών του Κολωνακίου και να ακολουθήσει τη δική του διαδρομή στη σύγχρονη ιστορία της πόλης.