Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Περίοδος με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το ζήτημα των πυρκαγιών στην Αττική και όχι μόνον είναι αυτή του Μεσοπολέμου. Από κάθε άποψη, οι μελετητές, οφείλουν να σκύψουν στην περίοδο αυτή, διότι υπήρξε, κατά κάποιον τρόπο, η απαρχή των δεινών που ακολούθησαν. Το ενδιαφέρον και οι αντιδράσεις που προέκυψαν στα τέλη της δεκαετίας 1920 ήταν απόρροια όσων θλιβερών είχαν προηγηθεί.
Γεγονότα που αφορούσαν στην καταστροφή των δασών και δεν έχουν φωτιστεί αναλόγως με τη σημαντικότητά τους. Διότι τότε προέκυψε, αφενός η κορύφωση του φαινομένου της αμετροεπούς εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων της δασοβριθούς Αττικής και αφετέρου, ετέθησαν οι βάσεις για τη μέχρι και εγκληματικών ορίων εμπορευματοποίηση της γης. Παρά το γεγονός ότι την ίδια περίοδο σημειώνονται σημαντικές νομοθετικές πρωτοβουλίες για την οργάνωση ή αναδιοργάνωση των δασικών υπηρεσιών.
Η οργάνωση
Διότι πρέπει να τονιστεί, ότι οι Βαυαροί τεχνοκράτες του Όθωνα υπήρξαν ιδιαίτερα προσεκτικοί, θέτοντας ταυτοχρόνως με την ίδρυση των υπουργείων (1833), την αρχή της υπερασπίσεως των δασών έναντι ενδεχόμενων παρανομιών και την απελευθέρωσή τους από επιβλαβείς δουλείες. Εξάλλου, από το 1836, φρόντισαν για την ίδρυση δασονομείων λαμβάνοντας και μακρά σειρά διοικητικών μέτρων για την προστασία τους. Ωστόσο, ολόκληρος ο 19ος αιώνας παρήλθε με προσπάθειες οργανώσεως των υπηρεσιών, οι οποίες άλλοτε ήταν επιτυχείς και άλλοτε δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα.
Σταδιακώς, ωστόσο, αποκαταστάθηκε στοιχειώδης υπηρεσιακή δομή, έως το 1877, όταν διαλύθηκαν οι δασικές υπηρεσίες και τα καθήκοντά τους ανέλαβε η Χωροφυλακή! Τα πράγματα θα αποκατασταθούν κάπως προς τα τέλη του 19ου αιώνα, ενώ η ίδρυση του υπουργείου Γεωργίας (1917) θα σημάνει την απαρχή νέων δραστηριοτήτων και προσαρμογών στα διεθνώς κρατούντα. Με διάφορες ρυθμίσεις αναπτύσσονται υπηρεσίες (επιθεωρητές, δασάρχες, δασονόμοι, δασοφύλακες) έως το 1924, οπότε δημοσιεύεται ένα θεμελιώδες νομοθέτημα, ο «Δασικός Κώδικας».
Συγκλονιστικοί αριθμοί
Αλλά ενώ θα αναμενόταν κάποια αποτελεσματικότητα, όσα ακολούθησαν δεν έχουν ακόμη παρουσιασθεί αλλά και ερμηνευθεί αναλόγως. Με το θέμα ασχολήθηκε το 1932 ένας 28χρονος δικηγόρος και ποιητής, ο οποίος έμελλε αργότερα να εμπλακεί ενεργά και στην πολιτική ζωή της χώρας. Ήταν ο Ιωάννης Κουτσοχέρας (1904-1994), ο οποίος συνέλεξε και δημοσίευσε στατιστικά στοιχεία[1]. Έτσι γνωρίζουμε ότι το 1926 σημειώθηκαν συνολικά 539 πυρκαγιές εκ των οποίων 284 σε δάση (168 σε δημόσια και 116 σε ιδιωτικά) και 255 σε βοσκοτόπους (187 σε δημοσίους και 68 σε ιδιωτικούς). Οι εκτάσεις που κάηκαν έφθασαν σε 104.584 στρέμματα και οι ζημιές που προξενήθηκαν σε 15.698.420 δραχμ. Κατά το 1927 σημειώθηκαν 635 πυρκαγιές εκ των οποίων 364 σε δάση (223 δημόσια και 141 ιδιόκτητα) και 271 σε βοσκοτόπους (212 δημοσίους και 59 ιδιοκτήτους). Κάηκαν εκτάσεις 175.750 στρεμμάτων και οι ζημίες έφτασαν σε 31.619.455 δραχμές.
Κατά το 1928 οι πυρκαγιές συνεχίστηκαν σχεδόν με τους ίδιους ρυθμούς. Εκδηλώθηκαν 565 πυρκαγιές σε δάση, εκ των οποίων 419 σε δημόσια και 146 σε ιδιόκτητα και 406 πυρκαγιές σε βοσκότοπους (334 δημόσιοι και 72 ιδιωτικοί). Κάηκαν εκτάσεις 277.804 στρεμμάτων και οι ζημιές ανήλθαν σε 32.717.364 δραχμές. Το 1929 καταγράφηκαν 292 πυρκαγιές από τις οποίες 118 σε δημόσια δάση, 68 σε ιδιόκτητα, 78 σε δημοσίους βοσκοτόπους και 28 σε ιδιόκτητους. Σύνολο καμένων εκτάσεων 44.666 στρέμματα και ζημιές 11.695.855 δραχμών. Τέλος, κατά το 1930, οι πυρκαγιές ανήλθαν σε 434 και ειδικότερα, 158 σε δημόσια δάση, 63 σε ιδιόκτητα, 156 σε δημοσίους βοσκοτόπους και 57 σε ιδιόκτητους. Κάηκαν συνολικά 102.282 στρέμματα και προξενήθηκαν ζημιές 12.906.409 δραχμών[2]
.
Καταγγελίες διευθυντού δασών
Εννοείται πως η μείωση των πυρκαγιών οφειλόταν στο γεγονός ότι είχαν ήδη παραδοθεί στις φλόγες οι περιοχές «φιλέτα» και είχε αρχίσει η «αξιοποίησή» τους. Όπως αποκαλύπτουν οι αριθμοί που προαναφέρθηκαν το δεύτερο μισό της δεκαετίας 1920, δηλαδή κατά την πενταετία 1926-1930 σημειώθηκαν 2871 πυρκαγιές, οι οποίες έκαψαν έκταση 705.083 στρεμμάτων, προκαλώντας ζημιές ύψους 104.637.503 δραχμών. Αυτή ήταν η πραγματικότητα την οποία κλήθηκε να σχολιάσει ο διευθυντής Δασών Κ. Δαμιανός, ο οποίος κατήγγειλε ευθέως «βαλτές φωτιές» από εγκληματικούς εμπρηστές που αποθρασύνονταν από τις ελαφριές ποινές.
Είναι χαρακτηριστικά όσα δήλωσε ο ανώτατος αυτός κρατικός παράγων το 1932: «Βλέπει ο τσοπάνης, ότι το δάσος είναι πυκνόν και τα ζώα του δεν μπορούν να μπαίνουν μέσα να βοσκήσουν; Αποφασίζει να του βάλει φωτιά. Βλέπει ο υλοτόμος ότι του απαγορεύομεν να υλοτομήσει κάπου διότι το δάσος έχει εξαντληθεί; Αποφασίζει να το μεταβάλει εις καψάλαν. Και εν είναι εύκολον να καταστείλει κανείς μίαν τυχαίαν πυρκαϊάν είναι από τα πλέον δυσκατόρθωτα να καταστείλει την «βαλτήν», διότι ο εμπρηστής θα αναμείνει ώραν σφοδρού ανέμου, θα μελετήσει στρατηγικώς το σημείον του εμπρησμού, θα εκλέξει έρημον και απομεμακρυσμένον μέρος, κατάλληλον στιγμήν»[3].
Ο Άγιος Ανδρέας!
Αναφέρθηκε όμως και στον ρόλο των δασοφυλάκων ο διευθυντής Δασών Κ. Δαμιανός, λέγοντας πως ενώ στην Ευρώπη αντιστοιχούσαν 5.000 – 15.000 στρέμματα σε κάθε δασοφύλακα, στην Ελλάδα αντιστοιχούσαν περισσότερα από 80.000 στρέμματα. Θεωρούσε δε ανθρωπίνως αδύνατον να καλύψουν τις εκτάσεις που τους είχαν ανατεθεί, τονίζοντας το γεγονός ότι ιδιαίτερα οι πυρκαγιές δασών από πεύκα απαιτούν «αυτόστιγμον ενέργειαν». Υπήρξε δε αποκαλυπτικός στην συνέντευξή του, επιλέγοντας να αναφερθεί στην περιοχή του Αγίου Ανδρέα και των γειτονικών του περιοχών.
«Προχθές ακόμη, εορτήν της Παναγίας (σ.σ. 1932), ηπειλήθη σοβαρώτατα εν από τα ωραιότερα δάση που μας απομένουν εν τη Αττική, ο Άγιος Ανδρέας. Τυχαίον ήτο ότι η αρξαμένη εκεί πυρκαϊά, εξεδηλώθη εγγύτατα της παραλίας, με τον σφοδρόν άνεμον πνέοντα προς την θάλασσαν και ευτύχημα ήτο, ότι ευρίσκετο ο δασοφύλαξ εκεί ακριβώς και κατεστάλη άμα τη εκδηλώσει του το πυρ. Ολίγα μέτρα βαθύτερον μία πτυχή του εδάφους αποκρύπτουσα τον καπνόν εν αρχή και ο Άγιος Ανδρέας θα είχε καεί προχθές, εορτήν της Παναγίας, από το σιγάρον κάποιου αφηρημένου Έλληνος, εις σημείον δε όπου ανά δέκα μέτρα υπάρχει η επιγραφή “Προσέχετε τα σιγάρα σας”»[4].
Λήψη μέτρων
Αυτή ήταν η κατάσταση που επικρατούσε στα χρόνια του Μεσοπολέμου. Πολλές και ποικίλες ήταν οι αντιδράσεις, ορισμένες από τις οποίες έχουμε ήδη παρουσιάσει. Τα ιδιωτικά συμφέροντα και η έλλειψη κοινής συνείδησης για την προστασία του δασικού πλούτου ύψωναν το ανάστημά τους στις μάλλον νωχελικές αντιδράσεις του κρατικού μηχανισμού. Ωστόσο, υπήρξαν αποτελέσματα και ήταν μετρήσιμα αν κρίνουμε από την κάθε μείωση των πυρκαγιών αλλά και τη μείωση των δασικών περιοχών που μετατρέπονταν σε βοσκότοπους. Μεταξύ άλλων εκδόθηκε και ένα θεμελιώδες Προεδρικό Διάταγμα[5], από την Κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου, το οποίο οι ειδικοί μελετητές κρίνουν ότι αποτέλεσε σταθμό στην εξέλιξη του διοικητικού συστήματος των δασικών υπηρεσιών. Συστάθηκαν δασικές επιθεωρήσεις, τα δασαρχεία διαιρέθηκαν σε τάξεις και καθορίστηκε λεπτομερώς η δομή και η διαίρεση της δασικής υπηρεσίας.
Παραλλήλως επιβλήθηκε η τήρηση λεπτομερών βιβλίων, μεταξύ των οποίων και τα πολύτιμα βιβλία ιστορικού ιδιοκτησίας κάθε δάσους, τα οποία τόσο πολύτιμα αποδεικνύονται για την εκκαθάριση πολλών υποθέσεων και την προστασία της δημόσιας περιουσίας. Το γεγονός ότι το υλικό αυτό περιήλθε σε ανυποληψία είναι ένας από τους λόγους που σημειώθηκαν ποικίλα όσα σκάνδαλα με μεγάλες δασικές εκτάσεις. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας 1930 η κατάσταση καλυτέρευσε εμφανώς και ετέθη σε πλήρη έλεγχο. Ωστόσο, το μεγάλο πλήγμα θα έλθει κατά τη διάρκεια της Κατοχής, αποτέλεσμα της συνεργασίας των κατακτητών με δωσίλογους Έλληνες που βρήκαν την ευκαιρία να κερδοσκοπήσουν. Είναι μία ακόμη θλιβερή σελίδα της νεότερης ιστορίας μας και την οποία θα παρουσιάσουμε σε επόμενο σημείωμά μας.