Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Σήμερα η Ορθόδοξη Εκκλησία γιορτάζει την Κυριακή των Βαΐων ή Κυριακή του Λαζάρου ή Κυριακή της Βαϊοφόρου. Σε ανάμνηση της θριαμβευτικής εισόδου του Ιησού στην Ιερουσαλήμ λίγο πριν από τα πάθη του. Τα παλαιότερα χρόνια η γιορτή αυτής της ανάμνησης τελούνταν μαζί με την ανάσταση του Λαζάρου. Αργότερα η δεύτερη μετατέθηκε κατά μία ημέρα, το αποκαλούμενο Σάββατο του Λαζάρου. Συνοδευόταν δε ο κοινός εορτασμός με έθιμα και παραδόσεις που έφτασαν έως τα νεότερα χρόνια. Αποτυπώθηκε μάλιστα και σε τετράστιχα ακόμη και από τον Γεώργιο Σουρή, ο οποίος προς τα τέλη του 19ου αιώνα έγραφε πως «Ήλθαν τα Βάγια των Βαγιών κι ανθίζει το χορτάρι / Και ο Θεάνθρωπος Χριστός καβάλλα σε πουλάρι…» και ότι «Κτυπούν βαρειά τα σήμαντρα και καθεμιά καμπάνα, / Και του Λαζάρου του νεκρού τον κυνηγά η μάννα»[1]!
Αλλά και τα παιδιά έκαναν περιοδείες στα σπίτια κρατώντας σταυρούς κατασκευασμένους από άνθη ή κουδούνια. Έψαλαν ή απήγγειλαν το «Σήμερα έρχεται ο Χριστός, / ο Επουράνιος Θεός εν πόλει Βηθανία, / Μάρθα κλαίει και Μαρία…». Τα παιδιά έπαιρναν αυγά ή κέρματα και το έθιμο αυτό είχε επεκταθεί και στους σλαβικούς λαούς της Βαλκανικής. Υπήρχε και το λαϊκό τετράστιχο που ανέφερε ότι «Σήμερο ‘νε των Βαγιώ / τρώνε ψάρι και κολιό. / Και την άλλη Κυριακή / καλλιτσούνι και ρακή…»[2].
Στην Κύπρο ο γιορτασμός προσλάμβανε έναν θεατρικό χαρακτήρα, ιδιαίτερα στη Μονή του Λαζάρου. Δεν ήταν λίγοι οι ερευνητές που πίστευαν ότι τα έθιμα αυτά αποτελούσαν επιβίωση αρχαίων γιορτών για την επάνοδο της άνοιξης, σε απομίμηση των γιορτών του Αδώνιδος. Από τον Λάζαρο βεβαίως επικράτησε να ονομάζεται Λάζαρος κάθε «άρτι θανών» άνθρωπος και λαζάρωμα το εντάφιο ένδυμα. Επίσης λαζάρια στην Κρήτη λαζαρούδια και λαζάριμα αλλού, αποκαλούνταν άρτοι που είχαν το σχήμα νεκρού περιτυλιγμένου ανθρώπινου σώματος.
Έπειτα από τη γιορτή του Λαζάρου, η Εκκλησία μας γιορτάζει τη γιορτή των Βαΐων. Στην Κωνσταντινούπολη και κατά τους χρόνους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ο γιορτασμός ήταν μεγαλοπρεπής. Ιδιαίτερη αίγλη παρουσίαζε ο αποκαλούμενος περίπατος του Αυτοκράτορα από το κελί του μέχρι την Εκκλησία. Ο δρόμος που θα περνούσε, στρωνόταν από τη νύχτα με τάπητες και οι στύλοι ντύνονταν με κλάδους μυρτιάς, δάφνης και ελιάς. Της πομπής που σχηματιζόταν προηγούνταν ο αυτοκράτορας με τον λαμπαδάριο φορώντας μόνον το στέμμα και τον σάκο.
Στο δεξί του χέρι κρατούσε σταυρό και στο αριστερό λαμπάδα, μαντήλι και την ακακία, δηλαδή ένα μικρό σακίδιο με χώμα που συμβόλιζε την ματαιότητα κάθε εγκόσμιας λάμψης και δύναμης. Αυτοκράτορας και λαμπαδάριος έψαλλαν το ποίημα του Θεόφιλου «Εξέλθετε τα έθνη, εξέλθετε οι λαοί…» και διανέμονταν βάγια και σταυροί στον λαό, ενώ ο Πατριάρχης μοίραζε σταυρούς και κεριά. Ο πανηγυρικός χαρακτήρας συνεχίστηκε και τους επόμενους αιώνες με τις παραδόσεις και τα έθιμα που αναφέρθηκαν.
Πάντως, στα νεότερα χρόνια τα έθιμα και οι παραδόσεις ατόνησαν αρκετά και είχε απομείνει ο δαιμονεδέστερος των στιχουργών Γ. Σουρής να γεννά στίχους: «Ήλθαν τα Βάγια των Βαγιών και φθάν’ η Πασχαλιά / Με τις μπογιές τις κόκκινες, μ’ εκείνα τα φιλιά…». Ή ακόμη ότι «Ήλθαν τα Βάγια των Βαγιών με την καλοκαιριά / Μυρσίναις μες’ ‘στις Εκκλησιαίς και μπόλικα κεριά, / Ναι ο Χριστός προδίδεται διά τριάντα σκούδα / Από εκείνον τον αισχρόν και μιαρόν Ιούδα…». Όσο για τον πανηγυρικό χαρακτήρα της Κυριακής των Βαΐων διακόπτεται το απόγευμα με τον εσπερινό της ημέρας. Όταν η εικόνα του «νυμφίου» τοποθετείται στα προσκυνητάρια των εκκλησιών και ακούγονται οι υποβλητικές ποιητικές στροφές Ανδρέου του Κρήτης: «Ετοίμαζε Ιουδαία τους ιερείς σου / ευτρέπιζε τας χείρας προς Θεοκτονίαν»[3].
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 21 Απριλίου 2019