Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Κάθε χρόνο ανηφορίζουν προς τον ιερό βράχο του Αρείου Πάγου, παρά την Ακρόπολη, εκατοντάδες πιστοί για να τιμήσουν την ιερά μνήμη του Αγίου Αποστόλου Παύλου, ιδρυτού της Εκκλησίας μας και το κήρυγμά του στην Αθήνα για τον αληθινό Θεό. Εκεί απ’ όπου οι θρησκευτικοί λειτουργοί διακηρύσσουν τον χριστιανικό χαρακτήρα της ελληνικής πρωτεύουσας.
Τα βαθύτερα νοήματα και οι συμβολισμοί της τελετής απευθύνονται σε όλο τον κόσμο και φθάνουν κάθε χρόνο στις ψυχές των χριστιανών. Δηλώνουν πως το ελληνικό έθνος και η πόλη των Αθηνών, παρ’ όλες τις περιπέτειές τους, μετά από τόσους αιώνες, από τον ίδιο χώρο και στην ίδια γλώσσα στέλνουν τα μηνύματα της δημηγορίας του Αποστόλου Παύλου που δημιούργησε νέο κόσμο.
Διεθνείς εξελίξεις
Ο πολυσήμαντος αυτός τρόπος εορτασμού της μνήμης του ιδρυτή της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, θεσπίστηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Παπαδόπουλο το 1925 και δεν ήταν άσχετη με τις ευρύτερες εσωτερικές και διεθνείς εξελίξεις. Ήταν η εποχή κατά την οποία η Ελληνική Εκκλησία καλούνταν να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και των εκκλησιαστικών εξελίξεων που σημειώνονταν στην Ευρώπη. Τις ίδιες ημέρες που οργανωνόταν στην Αθήνα η τελετή στον Άρειο Πάγο στο Λονδίνο σημειώνονταν σημαντικά γεγονότα. Οι Πατριάρχες Αλεξανδρείας Φώτιος και Ιεροσολύμων Δαμιανός συμμετείχαν στους εορτασμούς της χιλιοστής εξακοσιοστής επετείου της πρώτης εν Νικαία Συνόδου[1].
Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων εξάλλου, είχε σημαντικούς λόγους να παρευρεθεί σε εκείνους τους εορτασμούς αφού οι αγγλικές αρχές στην Παλαιστίνη αντιμετώπιζαν με ιδιαίτερα αυστηρά τρόπο τον Πανάγιο Τάφο. Η μόνη επίσημη εμφάνιση των Ελληνορθόδοξων Ιεραρχών πραγματοποιήθηκε στο Αββαείο του Ουέστμινστερ του Λονδίνου, όπου κατείχαν τιμητικές θέσεις στη γιορτή των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών παρά το γεγονός ότι είχε προσκληθεί δεν παρευρέθηκε στις εκδηλώσεις εκείνες, αλλά εκπροσωπήθηκε από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Μίλκα Αλεβιζάτο[2].
Ο Αρχιεπίσκοπος
Στο εσωτερικό οι μεγάλες αλλαγές –κυρίως αυτές που επήλθαν με την καθιέρωση του ημερολογίου– απαιτούσαν εμπνευσμένες πρωτοβουλίες και ενίσχυση του θρησκευτικού συναισθήματος σε εποχή που επικρατούσαν ανώμαλες πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Η Μικρασιατική συμφορά και η πολιτική αστάθεια που ακολούθησε και συνοδεύθηκε από δυσάρεστα οικονομικά γεγονότα βρήκε στο τιμόνι της Εκκλησίας τον Χρυσόστομο Παπαδόπουλου. Έναν προοδευτικό Ιεράρχη, ο οποίος εξελέγη Αρχιεπίσκοπος το 1923 και παρέμεινε μέχρι το θάνατό του, το 1938.
Έχοντας ξεκινήσει τη σταδιοδρομία του από την Ιωακείμειο Ιερατική Σχολή της Κωνσταντινουπόλεως, ακολούθησε λαμπρές σπουδές στη Σμύρνη, την Αθήνα, το Κίεβο και την Αγία Πετρούπολη[3]. Αντιμετώπισε μεγάλες προκλήσεις και κλήθηκε να οδηγήσει την Εκκλησία στο σύγχρονο κόσμο. Η επιλογή του να καθιερώσει τον εορτασμό στον Άρειο Πάγο, γεγονός το οποίο έλαβε διεθνείς διαστάσεις, αποτύπωνε και την πολιτική της Εκκλησίας η οποία θεωρούσε πως ένα από τα εξαιρετικά προσόντα και μεγάλα καυχήματα του ελληνικού έθνους είναι το γεγονός πως παρέμεινε ομόδοξο και ακλόνητα σταθερό στην ορθόδοξη πίστη. Η Εκκλησία το προστάτευσε, το ανέδειξε και το απελευθέρωσε, αποτελώντας τη βάση της ενότητάς του και το στήριγμά του σε όλες τις ιστορικές περιπέτειες.
Ο Πρωτοσύγκελλος
Κάτω από αυτές τις συνθήκες αυτές καθιερωνόταν ο εορτασμός στο βράχο του Αρείου Πάγου, τον Ιούνιο 1925. Η λιτή ανακοίνωση, την οποία υπέγραφε ο πρωτοσύγκελος Μιχαήλ Κωνσταντινίδης, ενημέρωνε «πάντας τους ευσεβείς χριστιανούς ότι από τούδε καθιερούται ίνα κατά παν έτος τελήται τη 29 Ιουνίου επί του Αρείου Πάγου η ακολουθία των πρωτοκορυφαίων Αποστόλων»[4]. Ο πρωτοσύγκελος που ανέλαβε και διεκπεραίωσε την οργάνωση, καθιερώνοντας τον θεσμό, ήταν ο κατά κόσμο Θουκυδίδης Κωνσταντινίδης (1892-1958), μετέπειτα Μητροπολίτης Κορίνθου (1939-1949) και Αρχιεπίσκοπος Αμερικής (1949-1958).
Σπουδαία εκκλησιαστική φυσιογνωμία, ξεκίνησε από τη γενέτειρά του Μαρώνεια της Ροδόπης για να διαγράψει μια λαμπρή εκκλησιαστική πορεία. Το 1922, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, πρωταγωνιστεί στην εγκατάσταση προσφύγων στην Ροδόπη, την αλλαγή των τοπωνυμίων και την ανταλλαγή των πληθυσμών. Το 1923 διορίζεται Γραμματεύς και κατόπιν Μέγας Πρωτοσύγκελος της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, όπου και θα παραμείνει επί τετραετία, λειτουργώντας στη Μητρόπολη Αθηνών[5]. Στην κρίσιμη -από κάθε άποψη- εκείνη περίοδο μετέφραζε, αρθρογραφούσε και υποστήριζε τις κινήσεις του Αρχιεπισκόπου Χρυσόστομου, καθώς και τους λεπτούς χειρισμούς που απαιτούσαν οι επαφές που είχαν αναπτυχθεί με τις δυτικές εκκλησιαστικές αρχές.
Η διοργάνωση
Ο τρόπος με τον οποίο διοργάνωσε την τελετή το 1925 ήταν υποδειγματικός, ενώ σπουδαία υπήρξε η εκτέλεση του ασματικού μέρους της Ακολουθίας από την Ελληνική Χορωδία Αθηνών. Προετοιμαζόταν επί ημέρες από δύο μουσικές προσωπικότητες, τον 32χρονο τότε θεωρητικό της βυζαντινής μουσικής και πρωτοψάλτη Θεόδωρο Χατζηθεοδώρου (1893-1985) και τον μόλις 22 ετών τότε μουσικοδιδάσκαλο και ιεροψάλτη Σίμωνα Καρά (1903-1999)[6].
Αμφότεροι έγραψαν τη δική τους σημαντική ιστορία στο χώρο της μουσικής. Εκατό χιλιάδες άνθρωποι πλημμύρισαν τις γύρω περιοχές για να παρακολουθήσουν τη γιορτή και να ακούσουν το Απολυτίκιο που συνέθεσε για την περίσταση ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος: «Εθνών σε κήρυκα και φωστήρα τρισμέγιστον Αθηναίων Διδάσκαλον, Οικουμένης αγλάϊσμα ευφροσύνως γεραίρομεν. Τους αγώνες τιμώμεν και τας βασάνους δια Χριστόν το σεπτόν σου μαρτύριον Άγιε Παύλε Απόστολε πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ σωθήναι τας ψυχάς ημών»[7].
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 29 Ιουνίου 2013