Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι Έλληνες εόρταζαν τις Απόκριες με έντονα βακχικά χαρακτηριστικά. Μετά την απελευθέρωση οι εκδηλώσεις θα συνδυαστούν με σατιρικές παραστάσεις στους δρόμους και στις πλατείες. Γνωρίζουμε πως εόρταζαν τις Απόκριες οι επίσημες Αρχές, αλλά ελάχιστες είναι οι πληροφορίες για τις αποκριάτικες δραστηριότητες των χιλιάδων Ελλήνων που συγκεντρώθηκαν στο μικρό άστυ από τα ελεύθερα ή κατεχόμενα ακόμη ελληνικά εδάφη. Άγνωστα αποκριάτικα επεισόδια και πρωταγωνιστές, οι οποίοι διώχθηκαν για τους σατιρισμούς και το αντιπολιτευτικό πνεύμα τους.
Ωστόσο, σχεδόν πάντα, η Καθαρά Δευτέρα ήταν το αποκορύφωμα των εκδηλώσεων, με ευθυμία και χορό, χωρίς επεισόδια και αντιπαραθέσεις. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι σκλαβωμένοι κάτοικοι της μικρής πολίχνης που έφερε το ένδοξο όνομα Αθήνα, είχαν διαλέξει το ωραιότερο τοπίο της πόλης, στη νοτιοανατολική πλευρά της, κοντά στον Ιλισό και κάτω από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός για να ξεφαντώνουν. Η συνήθεια κράτησε περισσότερο από έναν αιώνα μετά την απελευθέρωση, ώσπου οι αρχαιολόγοι περιέφραξαν πλέον τον χώρο, μεγάλοι οδικοί άξονες τον περιτριγύρισαν και έχασε τον ειδυλλιακό και ήρεμο χαρακτήρα του.
Οι πρώτοι εορτασμοί
Όταν πλέον ανέλαβε τα καθήκοντά της η βαυαρική αντιβασιλεία του Όθωνα, εμφανίστηκαν και οι πρώτες αποκριάτικες δημόσιες εκδηλώσεις, μεταμφιέσεις και σατιρικές δραστηριότητες. Το επίκεντρό τους βρισκόταν στη συμβολή των οδών Αιόλου και Μητροπόλεως. Εκεί υπήρχαν τα κεντρικά καφενεία και η πλατεία Δημοπρατηρίου, το κοινώς λεγόμενο παζάρι. Τα πολιτικά πρόσωπα της επικαιρότητας είχαν πάντα την τιμητική τους. Όπως συνέβη με δύο από τους υπουργούς των πρώτων κυβερνήσεων του Όθωνα, τον υπουργό Παιδείας Κωνσταντίνο Σχινά και τον υπουργό Στρατιωτικών Κωνσταντίνο Ζωγράφο.
Πάνω σε ένα κάρο εμφανιζόταν να συνεδριάζει το υπουργικό συμβούλιο και αλληγορικά πρωταγωνιστούσαν ένας σχοινοπλέκτης και ένας ζωγράφος. Διάφοροι απευθύνονταν προς εκείνους με ιδιαίτερα καυστικά ή ακόμη και υβριστικά σχόλια. Ανταλλάσσονταν χυδαίοι υπαινιγμοί που αφορούσαν την εμφάνιση και τα φυσικά χαρακτηριστικά των δύο υπουργών Σχινά και Ζωγράφου, πάντα όμως προς τους δύο σατιριστές, τον σχοινά, δηλαδή τον κατασκευαστή σχοινιών και τον ζωγράφο.
Ονειδισμοί και εξορίες
Από το 1840 όμως, όταν οι νεήλυδες προύχοντες και οι βαυαροί οργάνωναν χορούς στα σαλόνια τους, κάποιες ανήσυχες νεανικές παρέες θα ανεβάσουν λίγες εκατοντάδες μέτρα τα αποκριάτικα μασκαρέματα και πανηγύρια. Μεταφέρονται από τη συμβολή της Ερμού με την Αιόλου στην πλατεία των Ανακτόρων, αργότερα πλατεία Συντάγματος, κάτω από τα παράθυρα του βασιλιά. Επικεφαλής βρέθηκε ένας από τους πιο δραστήριους νέους δημοσιογράφους της εποχής, ο 23χρονος Θεόδωρος Ορφανίδης, ο οποίος εξέδιδε και το σατιρικό περιοδικό «Ο Τοξότης». Με εξαιρετικά καυστικά σχόλια για τα πρόσωπα της επικαιρότητος, χορεύοντας, τραγουδώντας και ξεφαντώνοντας αναστάτωναν την πόλη με τα καμώματά τους, προκαλώντας πραγματικό πονοκέφαλο στους αστυνομικούς της εποχής.
Οι ονειδισμοί τους ήταν σκληροί για το βασιλιά, τους πολιτικούς αλλά και την Εκκλησία. Αυτοσχέδια στιχάκια όπως «Κακό χρόνο να ‘χουν όλ’ οι βαυαροί / πού ‘λθαν στην Ελλάδα κ’ ήπιαν το κρασί» προκαλούσαν. Το γεγονός ότι είχαν διαλέξει την πλατεία Ανακτόρων όξυνε ακόμη περισσότερο τα πνεύματα. Μέχρι που το 1843 οι αστυνομικές αρχές αποφάσισαν να «αποπέμψουν διοικητικά», δηλαδή να εξορίσουν τον Ορφανίδη στο Ναύπλιο για να ησυχάσουν! Για να αποφεύγονται τα αποκριάτικα… έκτροπα εκδίδονταν πλέον αστυνομικές διατάξεις της μάσκας, της μεταμφίεσης ή των αποκριάτικων εκδηλώσεων στο σύνολό τους!
Καθαρά Δευτέρα 1844
Ωστόσο τα Κούλουμα είχαν πάντα ήπιο και πάγκοινο διασκεδαστικό χαρακτήρα. Ημέρα γενικής χαράς και ξεφαντώματος. Ο βασιλιάς Όθωνας έβρισκε την ευκαιρία να συναντήσει τον αθηναϊκό λαό που κατέκλυζε την περιοχή των Στυλών του Ολυμπίου Διος και των γύρω υψωμάτων. Ιστορική θα πρέπει ίσως να χαρακτηριστεί η Καθαρά Δευτέρα του 1844. Ο Στρατιωτικός Διοικητής Αθηνών, ο Δημήτριος Καλλέργης, ο άνθρωπος που είχε ηγηθεί λίγους μήνες νωρίτερα της Επαναστάσεως της 3ης Σεπτεμβρίου, ήταν εκείνος που ετοίμασε ένα γερό Καθαροδευτεριάτικο τσιμπούσι για τον βασιλιά. Στον απόηχο του σημαντικού εκείνου πολιτικο-στρατιωτικού κινήματος και ενώ στη Βουλή συζητιόταν ακόμη το νέο Σύνταγμα που θα περνούσε τη χώρα από την απόλυτη, στη συνταγματική μοναρχία προφανώς και οι δύο πλευρές έκαναν προσπάθειες για εξομάλυνση της κατάστασης.
Ο Δ. Καλλέργης, με περισσότερους από τετρακόσιους φουστανελάδες στρατιώτες και αξιωματικούς του κατέκλυσαν την περιοχή των Στυλών από το πρωί της Καθαράς Δευτέρας προετοιμάζοντας την εορτή. Σχεδόν στο κέντρο είχε σταθεί η Στρατιωτική Μουσική, το μόνο οργανωμένο σχήμα που μπορούσε να προσφέρει διασκέδαση, παίζοντας παιάνες αλλά και γνωστά βουκολικά τραγούδια. Πιο πέρα, πάνω από το σημείο που βρισκόταν η πηγή της Καλλιρόης, εκεί που τις καθημερινές οι γυναίκες έπλεναν τα ρούχα τους, είχαν στηθεί κανόνια. Η σκηνή συμπληρωνόταν από το τεράστιο για την εποχή πλήθος που μαζευόταν για να διασκεδάσει. Άλλοι καθισμένοι οκλαδόν και άλλοι απλωμένοι στις πρασινάδες απολάμβαναν τον λαμπρό ορίζοντα.
«Θέαμα τερπνόν και αξιόλογον»
Ήταν Δευτέρα, 7 Φεβρουαρίου 1844 και ο καιρός θαυμάσιος. Λίγο μετά το μεσημέρι, μία άμαξα με τέσσερα άλογα έφερνε το βασιλικό ζεύγος στην περιοχή των Στύλων. Όταν εμφανίσθηκαν ο Όθων, η Αμαλία και η κουστωδία τους ρίχθηκαν 21 κανονιές, δίνοντας το μήνυμα στη μικρή πόλη. Εξάλλου, το βασιλικό ζεύγος είχε καθιερώσει την επίσκεψή του στον εορτασμό των Κούλουμων βρίσκοντας την ευκαιρία να βρεθεί ανάμεσα στον κόσμο και να συνεορτάσει με τους πιστούς του.
Ο Όθων ήπιε κεράσματα με τους στρατιώτες και ακολούθησε δεύτερη σειρά κανονιοβολισμών. Ανάμεσα στους λόχους που επισκέφθηκε ο Όθων ήταν και η διλοχία της Φρουράς υπό τον συνταγματάρχη Ιωάννη Μακρυγιάννη. Εκεί θα εξελιχθούν συγκινητικές στιγμές από τους στρατιώτες, οι οποίοι είχαν συμμετάσχει λίγους μήνες νωρίτερα στην Επανάσταση. Εκείνη την Καθαρά Δευτέρα έκαναν έρανο μεταξύ τους και αγόρασαν δύο αργυρές φιάλες, μία για τον Οθωνα και μία για την Αμαλία.
Αφοσίωσις…
Επιτροπή που είχε εκλεγεί ανάμεσά τους παρέδωσε το δώρο στο βασιλέα λέγοντας μεταξύ άλλων ότι «Η αφοσίωσις και διαγωγή μας θέλει αναδειχθή και εις το μέλλον ουδαμώς κατωτέρα, της οποία εδείξαμεν κατά την Εθνικήν Συνέλευσιν»[1], εννοώντας βεβαίως την Εθνοσυνέλευση του Σεπτεμβρίου 1843! Υστερα άρχισε ο χορός και το πανηγύρι. Δεκάδες άνδρες σχημάτιζαν μεγάλους κύκλους ή μακρόσυρτες σειρές απολαμβάνοντας λεβέντικούς ελληνικούς ρυθμούς. Το βασιλικό ζευγάρι άρχισε να τριγυρνά ανάμεσα στις παρέες απολαμβάνοντας την ευθυμία.
Μιάμιση ώρα έμειναν ο Όθων και η Αμαλία στο πανηγύρι, επισκέφτηκαν σχεδόν όλες τις παρέες που ήταν απλωμένες στις πρασιές και συζητούσαν μαζί τους. Με τη δύση του ήλιου διαλύθηκε η εορτή και η πόλη επανερχόταν στη συνήθη καθημερινότητα. Απέμενε ο Ιωάννης Φιλήμων να γράφει πως η «ημέρα της 7 Φεβρουαρίου θέλει πολύ μνημονεύεσθαι δι’ όσα εδόθησαν δείγματα νέα της αγάπης του Σεβαστού Βασιλέως ημών προς τον στρατόν και του πολίτας».