Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Τα πιο περιπετειώδη Χριστούγεννα με τα πλέον ανάμικτα συναισθήματα για τον ελληνικό λαό ήταν τα πολεμικά του 1940. Από τη μία ο πόλεμος, οι θυσίες των παλικαριών και η ανασφάλεια για το μέλλον και από την άλλη η εθνική υπερηφάνεια για την κατάληψη της Χειμάρρας από τον Ελληνικό Στρατό. Παραμονή των Χριστουγέννων και η χαρά για τις επιτυχίες του στρατού πλημμυρίζει τις στήλες των εφημερίδων, ενώ οι εκπομπές του ραδιοφώνου παρουσιάζουν αφιερώματα στους ελληνικούς τόπους της Βόρειας Ηπείρου. Η εικόνα του γέρο-Χειμαρριώτη που έσκυψε να φιλήσει το όπλο του Έλληνα στρατιώτη και η Βορειοηπειρώτισσα που αναλύθηκε σε λυγμούς βλέποντας την γαλανόλευκη ήταν η μία πλευρά του νομίσματος.
Την άλλη πλευρά αποδίδει επιστολή που έστειλε στις 24 Δεκεμβρίου 1940 ένας πατέρας, ο Παναγιώτης Λιαράκης από την Άμφισσα στον τότε Πρωθυπουργό της χώρας Ιωάννη Μεταξά: «Φορτωμένος το πολυβόλο, εκυνήγησε τους άνανδρους ως τα υψώματα της Κορυτσάς. Με το παράσημο στο στήθος, περήφανος, σε μια κορυφογραμμή στήνει το πολυβόλο του και ρίχνει 6000 σφαίρες, τρέποντας μόνος του εις φυγήν ολόκληρον τάγμα ανάνδρων. Έτσι πέθανε το παιδί μου Δημήτριος Λιαράκης εκ Αμφίσσης, προσθέτοντας έναν ακόμη τιμητικό τίτλο στο σπίτι μου που το 1912 έδωκε και τον αδελφόν τότε διά την πατρίδα. Διά τον ένδοξον θάνατον του παιδιού μου, που πέθανε πολεμώντας σαν λιοντάρι, ποτέ δεν θα κλάψω, ούτε εγώ ούτε η γυναίκα που άφησε παντρεμένη πέντε μηνών. Θα είμαι υπερήφανος ως τα τέλη της ζωής μου. Ζήτω η πατρίδα. Παναγιώτης Λιαράκης πατήρ, Δήμος Σκιπλάκης πενθερός»[1].
Ο Πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς τού απάντησε: «Θαυμάζω το ένδοξό σου παιδί και τον ηρωϊκόν του θάνατον. Αιωνία θα είναι η ψυχή του και η μνήμη του δεν θα σβύσει ποτέ. Η γυναίκα του δίκαια θα είναι υπερήφανη διά τέτοιον ηρωϊκόν άνδρα»[2].
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία», 22/12/2011.