Η καταδίωξη της ρομβίας στα χρόνια του Θεόδωρου Πάγκαλου

Η «αδελφή» της η λατέρνα συνέχισε με επιτυχία το διάβα της στο χρόνο

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Στα χρόνια του Πάγκαλου δεν καταδιωκόταν μόνον η κοντή φούστα, όπως νομίζουμε οι περισσότεροι. Ήταν μακρά η σειρά των απαγορεύσεων που έτεινε να αλλάξει την καθημερινότητα των Ελλήνων πολιτών. Ανάμεσά τους, στα τέλη του 1925, καταδιώχθηκαν η λατέρνα και η αδελφούλα της στη μάχη της ζωής, η ρομβία.

Τα «λαϊκά αερόφωνα», όπως τα αποκαλούσαν οι λόγιοι της εποχής, επισημαίνοντας ότι επρόκειτο για ένα είδος εκκλησιαστικών οργάνων. Η μεν πρώτη πήρε το όνομά της από το la torno –αυτό που γυρίζει– και η δεύτερη από λανθασμένη ανάγνωση του λατινικού «POMBIA» που ήταν γραμμένο στην μπροστινή της όψη!

Οι δύο αδελφές, τις οποίες οι νεότεροι συγχέουν γράφοντας πως πρόκειται για ένα και το αυτό όργανο, είχαν μεγάλες διαφορές στα σωθικά τους αλλά και στην εξωτερική τους εμφάνιση. Τη λατέρνα σήκωνε στους ώμους του ο λαϊκός τύπος των Ταταούλων ή των Ψωμαθειών, με τις επικίνδυνες αφέλειες και το μαχητικό ζωνάρι, και ήταν ιδιότυπο όργανο· είχε ψυχή, πνεύμα, ρυθμό, αίσθημα, χιούμορ. Τα είχε όλα δικά της, όπως έγραψε κάποτε η Σοφία Σπανούδη.

Γνώρισε δόξες όχι μόνο στην υπαίθρια ζωή και στα εξοχικά λαϊκά κέντρα, αλλά μπήκε και στα σαλόνια συνοδεύοντας πολλές χειμωνιάτικες χορευτικές βεγγέρες. Η ρομβία, από την άλλη, συρόταν επάνω σε τρεις –συνήθως– τροχούς και έμοιαζε περισσότερο από την αδελφή της με πιάνο. Θεωρείτο γκρινιάρα, παρά το γεγονός ότι είχε πενήντα φωνές σε αντίθεση με τη λατέρνα που είχε 36 φωνές και ένα καμπανάκι. Η ρομβία «έλεγε» δέκα τραγούδια και η λατέρνα εννέα.

Θεόδωρος Πάγκαλος

Επίσης, κακώς θεωρείται ότι τα όργανα αυτά κυνηγήθηκαν επί δικτατορίας Μεταξά. Επί δικτατορίας Παγκάλου, το 1925, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως αστυνομική διάταξη που απαγόρευε το παίξιμό τους «εις τα κέντρα της πρωτευούσης», μπροστά από τα ξενοδοχεία και τα καφενεία, και τους επέτρεπε να κυκλοφορούν μόνο στις γειτονιές. «Θ’ αναγκαζόμεθα πλέον να εκστρατεύομεν εις τα άκρα, εις τας εσχατιάς της πόλεως διά ν’ απολαύσωμεν την παλαιάν πρωτεύουσαν» σχολίαζε ο Τύπος.

Όπως ήταν φυσικό, πολλές ευαίσθητες πένες έσπευσαν να συνοδεύσουν την τρίτροχη μελωδό του δρόμου, «του κουτιού αυτού το οποίον περιφέρεται και σκορπά τραγούδια και χαρές στον κόσμο τον απλοϊκό και τις γειτονιές», όπως έγραψε ο Κωστής Μπαστιάς. Εκφράζοντας τη συμπάθειά του για το οργανέτο έγραφε πως ήταν «μία μικρή αποθήκη ενθουσιασμού, ένα αληθινά μαγικό κουτί που κλείνει μαζί με τα μεράκια και τα τέρτια της φυλής και ελαφριά μουσική της δύσεως»[1].

Η αγάπη του κόσμου, οι εχθροί και ο «επικήδειος»

Η ρομβία αποτελούσε τέρψη των ανθρώπων του λαού. Μπορεί να ήταν αθώα αλλά δεν είχαν όλοι την ίδια άποψη. Υπήρχαν και οι σημαντικοί καλλιτέχνες, από… καθέδρας μουσικοί οι οποίοι τη μισούσαν, τη καταδίωκαν και την περιφρονούσαν. Τη θεωρούσαν κατώτερο όργανο και μέσο μουσικής διαφθοράς! Ωστόσο, ο Κ. Μπαστιάς και αρκετοί ακόμη επέμεναν πως ήταν εθνικό όργανο με το οποίο «τρεφόταν μουσικώς ο λαουτζίκος και η γειτονιά»[2].

Μεταξύ εκείνων που άπλωσαν την αγκαλιά τους στη ρομβία, ενώ βρισκόταν υπό καταδίωξη, ήταν και ο ευαίσθητος Νικόλαος Πετιμεζάς, αξιωματικός, δημοσιογράφος και αγωνιστής της εθνικής αντιστάσεως. Δημοσίευσε ένα υπέροχο χρονογράφημα με τον τίτλο «Ο θάνατος της ρομβίας»[3], ένα είδος επικήδειου προκειμένου να μην πάει «άκλαυτη». Περιέγραψε την αγάπη του κόσμου για το όργανο αυτό και όσους το υπηρετούσαν ή το απολάμβαναν στις στράτες της πόλης. Πάντως, δεν εξαφανίσθηκαν από τους δρόμους οι ρομβίες. Η αστυνομική διάταξη πότε «κοιμόταν» και πότε «αφυπνιζόταν». Όσο για τη λατέρνα συνέχισε την ηρωική πορεία της για να φτάσει, ακόμη και στις ημέρες μας, να τριγυρνά παρηκμασμένη σε κεντρικούς δρόμους της πρωτευούσας, υποφέροντας σε άκαρδα χέρια. 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το «κύκνειο άσμα» της δικτατορίας Θ. Πάγκαλου

ΚΙΝΗΜΑΤΑ

Μεταβείτε στο άρθρο: Το «κύκνειο άσμα» της δικτατορίας Θ. Πάγκαλου