Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Οι ιστορίες με προσπάθειες για βάψιμο των ανδρικών μαλλιών είναι πολλές και παλιές, και ξεκινούν από την εποχή του Όθωνα! Ωστόσο, στην Αθήνα συστηματική προσπάθεια, πολυσυζητημένη και πολυγραμμένη είναι η καθιέρωση της βαφής των ανδρικών μαλλιών και των αρειμάνιων μυστάκων από τον Δημήτριο Μποτσαράκο! Έναν πανέξυπνο επιχειρηματία, ο οποίος διατηρούσε κομμωτήριο και μυροπωλείο –κατά τις συνήθειες της εποχής– στη Στοά Αρσακείου, επί της οδού Σταδίου.
Επιτυχημένες ήταν οι διαφημιστικές εκστρατείες του Μποτσαράκου και των προϊόντων του, του υγρού «Λαΐς η Κορινθία» για τη λεύκανση της επιδερμίδας και την αφαίρεση των πανάδων, του «Σωσίτριχου», που εξάλειφε την πιτυρίδα και προλάμβανε την πτώση των τριχών, της «Τριχοθρεψίνης», που αύξανε την τριχοφυΐα και θεράπευε την ψαλίδα, και της «Βέρα Βιολέτα», ενός αρώματος για γυναικείες τουαλέτες και μαντήλια, τα οποία αρωματίζονταν[1].
Στις αρχές του εικοστού αιώνα το όνομα Μποτσαράκος είχε γίνει συνώνυμο της βαφής των μαλλιών αλλά και των υπερήφανων μουστακιών. Ο εν λόγω χρησιμοποιούσε την «πρώτη εγκριθείσα υπό του Βασιλικού Ιατροσυνεδρίου Βαφή Τριχών Δ. Μποτσαράκου» και εφάρμοζε «το τελειότερον σύστημα διά να βάφη στιγμιαίως την κόμην, τον μύστακα και το γένειον». Υπήρχε μάλιστα και «διάρκεια εγγυημένη 40 ημερών διά τους άνδρας και δύο μήνας δια τας Κυρίας».
Εξάλλου, κατά καιρούς διάφορα σκευάσματα ξεσήκωναν τις γυναίκες και τους άνδρες των Αθηνών. Όπως συνέβη το 1905 με το περίφημο στην εποχή του «Ύδωρ “ΕΥΡΗΚΑ”», τη «μόνη βαφή τριχών» όπως διαφήμιζε ο Μ. Σουβλής, ο οποίος στεγαζόταν στην οδό Πανεπιστημίου 6 και δημοσίευε στις εφημερίδες πως επιτόπου «γίνεται πλύσις και βάψιμον των μαλλιών των κυριών εν ιδιαιτέρα αιθούση παρά κυριών». Ο ίδιος επέμενε πως «εάν πας αγοραστής δεν μείνη ευχαριστημένος και εάν το Ύδωρ “ΕΥΡΗΚΑ” δεν διαφέρη από τας άλλας βαφάς, να επιστρέψη το Κυτίον έστω και ανοικτόν και να λαμβάνη τα χρήματά του»[2].
Το 1915 μεσουρανούσε και η «Παγκόσμιος Βαφή Τριχών Παπαζήτη». Αυτή κυκλοφορούσε σε όλους τους χρωματισμούς σε «μέγα κυτίον» το οποίο κόστιζε μόλις 5 δραχμές. Η κεντρική αποθήκη βρισκόταν στην οδό Μαυρομιχάλη στην Αθήνα, απ’ όπου μπορούσε κανείς να προμηθευτεί και «θαυματουργόν διά τους κάλους υγρόν».
Το 1906, μεταξύ άλλων, η διαφημιστική εκστρατεία του Μποτσαράκου υποστήριζε τη δραστηριότητα που του απέφερε και τα περισσότερα κέρδη και δεν ήταν άλλη από τη βαφή των ανδρικών… τριχών.
Δημοσίευσε λοιπόν στον καθημερινό αθηναϊκό Τύπο και σχετικό ποιηματάκι με υπέρτιτλο «Βαμμένα Ποιήματα» και τίτλο «Το μπόλι της νεότητος»: «Η βαφή του Μποτσαράκου / είνε στην Αθήνα πρώτη, και χαρίζει νέα κάλλη / και την περασμένη νειότη· / κι’ αν βαφή μ’ αυτήν ακόμα / γέρως χρόνων εκατό / γίνεται πάλι λεβέντης, / παλληκάρι ζηλευτό. / Με πεντέμιση δραχμούλες / ν’ αγοράζης το κουτί / και μαζή μ’ αυτό τα κάλλη είνε, / φίλοι, κάτι τι. / Εις του Μποτσαράκου όλες / και ανεξαιρέτως όλοι, / για να πάρετε της νειότης / το περίφημο το μπόλι, / που σαν βάλτε στα μαλλιά σας / απ’ αυτό μία φορά, / θα φωνάξετε: Τι θαύμα! / με ανέκφραστη χαρά»[3].
Πάντως, ο απλός κόσμος της πόλης χρησιμοποιούσε χλευαστικά τον όρο «καραμπογιά» (μαύρη μπογιά) για τις ουσίες που χρησίμευαν στη βαφή των μαλλιών και των μουστακιών των ανδρών. Ο Μποτσαράκος σύντομα αντιμετώπισε τη μήνιν των γιατρών, που έλεγαν ότι η «καραμπογιά» του προκαλούσε επιδερμικές νόσους, ενώ ακόμη και οι κουρείς που χρησιμοποιούσαν τα σκευάσματα για τους πελάτες τους παρουσίαζαν δερματικές παθήσεις (εκζέματα)!