Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Πώς βίωναν οι αρχαίοι πρόγονοί μας τα καλοκαίρια; Ξυπνούσαν νωρίς το πρωί και έπαιρναν το ακράτισμά τους, δηλαδή το πρόγευμά τους, που ήταν ψωμί βουτηγμένο σε άκρατο, ανέρωτο κρασί. Στη συνέχεια πήγαιναν στην Αγορά. Εκεί περνούσαν το πρωινό τους ανάλογα με την οικονομική θέση τους.
Οι πιο πλούσιοι κατέληγαν στα κουρεία και τα μυροπωλεία, ενώ τα χαμηλά οικονομικά στρώματα στα καφενεία, δηλαδή στα καταστήματα των μικροπωλητών. Οι τελευταίοι είχαν κακή φήμη, γιατί νόθευαν τα τρόφιμα και ζύγιζαν ψεύτικα. Οι πιο άποροι, δε, ασχολούνταν με τη γεωργία και την αλιεία τις οποίες αποκαλούσαν βάναυσες τέχνες.
Ίσως να προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι στα κουρεία, τα οποία ήταν τα μεγαλύτερα και καλύτερα κέντρα της αρχαιότητας, δεν περιορίζονταν οι άνδρες στο κούρεμα, στο βάψιμο των μαλλιών και στο χτένισμα. Όπως αναφέρουν οι Αρτεμίδωρος και Πολυδεύκης, έκαναν μανικιούρ και πεντικιούρ, αφού ο καλοαναθρεμμένος της εποχής έπρεπε να είναι «απονυχισμένος»[1], όπως έλεγε ο Θεόφραστος. Και όπως προσθέτει ο Νίκανδρος, εκεί αφαιρούσαν και τους κάλους των ποδιών τους. Ενόσω οι κουρείς φρόντιζαν την κόμη τους, οι άνδρες επιδίδονταν στα περίφημα «άοινα συμπόσια», όπως ευγενώς χαρακτηρίζονταν τα κουτσομπολιά[2].
Όταν έσφιγγε η ζέστη τραβούσαν για το λουτρό και έκαναν το μπάνιο τους, ζεστό ή κρύο, στα βαλανεία. Δύσκολα κατέβαιναν τότε ως το Φάληρο, διότι δεν υπήρχαν μέσα και ο προορισμός αυτός ήταν πραγματική εκδρομή.
Τα ιδρύματα των λουτρών, δηλαδή τα βαλανεία, γνώρισαν δόξες και ήταν από τις πλέον επικερδείς επιχειρήσεις, αφού οι αρχαίοι φαίνεται πως αγαπούσαν το νερό. Επίσης, έβρισκαν την ευκαιρία να αλείψουν το κορμί τους με λάδι, πανάκριβο είδος της εποχής. Επειδή μάλιστα γινόταν υπερκατανάλωση, οι ιδιοκτήτες των βαλανείων αύξαναν υπέρμετρα τα λουτρικά, μέχρι του σημείου να θεωρούνται αισχροκερδείς και άπληστοι. Οπότε και τους επιβλήθηκε διατίμηση.
Ακολουθούσε το μεσημεριανό λιτό φαγητό, ενώ δεν συνήθιζαν να κοιμούνται το μεσημέρι. Οι ημεροκοίτιοι άνδρες, δηλαδή όσοι προτιμούσαν τον μεσημεριάτικο ύπνο, θεωρούνταν ύποπτοι, αφού ξενύχτηδες ήταν συνήθως οι κλέφτες! Γύριζαν λοιπόν στα κουρεία και στα καπηλειά για να διασκεδάσουν με τις ορχηστρίδες. Οι κατώτεροι κατευθύνονταν στα σκιραφεία, όπου συνήθως οι άνεργοι έπαιζαν ένα είδος μπαρμπουτιού. Οι νέοι πήγαιναν στα γυμναστήρια και οι γυναίκες ασχολούνταν με τις δουλειές του σπιτιού και τον καλλωπισμό.
Όταν έδυε ο ήλιος, οι περισσότεροι πήγαιναν προς τον Κεραμεικό, όπου απολάμβαναν τον εσπερινό τους περίπατο αλλά και το… χρηματιστήριο του έρωτα. Οι εταίρες έγραφαν πάνω σε στήλες το όνομα του νέου με τον οποίο προτιμούσαν να περάσουν το βράδυ τους[3].
Νερωμένο κρασί, σκόλια και ύπνος στην ταράτσα
Όταν νύχτωνε, δειπνούσαν και ύστερα το έριχναν στον ύπνο πάνω στις ταράτσες και κάτω από τον γαλήνιο ουρανό. Τη συνήθεια αυτή, της ξεκούρασης, εγκατέλειπαν μόνο για τις βεγγέρες τους, δηλαδή τα συμπόσια, στα οποία διασκέδαζαν επί ώρες και έπιναν νερωμένο κρασί. Τα συμπόσια γίνονταν «από συμβολών», οπότε πλήρωνε ο καθένας την αναλογία του, ή «από σπυρίδος», οπότε ο καθένας έφερνε το καλάθι με τα φαγητά του. Το δείπνο άρχιζε με το «προοίμιο», με άλλα λόγια τα ορεκτικά και ακολουθούσαν το φαγητό και το στεφάνωμα των συνδαιτυμόνων με μύρτα, μυρσίνες και άνθη.
Γινόταν η πρόποση με το άκρατο κρασί και ακολουθούσε κρασοκατάνυξη με νερωμένο κρασί (τρία νερό και ένα κρασί). Και ύστερα τα σκόλια, δηλαδή τραγούδια και απαγγελίες αυτοσχέδιων ποιημάτων. Τέλος, οι νέοι με τραγούδια και χαρές έφευγαν για τα σπίτια των εταιρών ενώ οι μεγαλύτεροι για τα σπίτια τους. Αλλά και στα βαλανεία διασκέδαζαν έως τις πρώτες πρωινές ώρες, με ή χωρίς φύλλο συκής[4].