Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ποιος δεν έχει σιγοτραγουδήσει το «Ακόμα ένα ποτηράκι / ακόμα ένα τραγουδάκι» ή το «Εγώ είμαι η νέα γυναίκα / που θα καπνίζω και θα ψηφίζω». Το πρώτο έγραψε και το δεύτερο τραγούδησε, όπως και δεκάδες άλλα τραγούδια, η καλλιτέχνις του μουσικού θεάτρου και της πρόζας Σωτηρία Ιατρίδου. Γόνος οικογένειας ηθοποιών, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1901 και από κοριτσάκι γυρνούσε με τους γονείς της από επαρχία σε επαρχία. Έπαιζε, τις περισσότερες φορές, βιολί σε θιάσους παντομίμας και μπουλούκια. Την ανακάλυψε ο Κωστής Χαιρόπουλος ένα βράδυ στην Υπάτη, την έφερε στην Αθήνα, όπου και έκανε την πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο «Αλάμπρα» το 1916 σε ηλικία 15 ετών.[1]
Έπαιξε και τραγούδησε στην επιθεώρηση «Τα νέα επινίκεια» με το θίασο της Αγνής Ρεζάν. Ένα νέο αστέρι του μουσικού θεάτρου είχε ανατείλει. Αναδείχθηκε σε εξαιρετική ηθοποιό και μεσουράνησε στην επιθεώρηση, όταν βρισκόταν στην ακμή της. Παρά το γεγονός ότι ήταν αυτοδίδακτη, ασχολήθηκε με πολλές μορφές τέχνης και αποκάλυψε την καλλιτεχνική της ψυχή. Η μία επιτυχία ακολουθούσε την άλλη. Με τον θίασο Σαμαρτζή ανέβασε επιθεώρηση του Τίμου Μωραϊτίνη και ως το 1922 συνέχισε να εμφανίζεται σε επιθεωρήσεις με διάφορους θιάσους.
Ερμήνευσε πλήθος επιτυχιών που τραγούδησαν τα χείλη του ελληνικού λαού. Νεαρή ακόμη παντρεύτηκε τον επίσης ηθοποιό του μουσικού θεάτρου Παρασκευά Οικονόμου. Θυελλώδης σχέση, που κατέληξε σε περιπετειώδες διαζύγιο. Το 1924, αποφεύγοντας προφανώς τις προσωπικές περιπέτειες, ανέπτυξε δραστηριότητα στην Κύπρο, όπου ένα πρωινό διάβαζε στις εφημερίδες τον θάνατό της! Ήταν Νοέμβριος του 1924 και είχε διαδοθεί πως πέθανε μόνη και έρημη στην Κύπρο. Όπως ήταν φυσικό, όλες οι εφημερίδες έσπευσαν να γράψουν για την 23χρονη μελαγχολική πρωταγωνίστρια.
Βιογραφίες, χρονογραφήματα, επικήδειοι και πένθος από το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών! Επί περίπου ένα μήνα οι πλέον έγκυρες εφημερίδες αφιέρωναν άρθρα επί άρθρων για το αστέρι που είχε ξεψυχήσει σε κάποιο ακρογιάλι της πατρίδας της Αφροδίτης, δημοσιεύοντας και ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, όπως ότι ήταν εγκαταλειμμένη και δυστυχισμένη «όπως υπήρξεν όλη της η ζωή»! Κι ενώ η μητέρα της είχε ήδη μαυροφορεθεί, έλαβε ένα ολιγόλογο τηλεγράφημα: «Είμαι καλά. Διαψεύσατε θάνατόν μου. Σωτηρία»![2]
Την θλίψη διαδέχτηκε η ευφορία και οι εφημερίδες επανόρθωσαν γράφοντας και φαιδρά σχόλια. Μετά την περιπέτειά της η Ιατρίδου ασχολήθηκε κυρίως με την πρόζα. Συμμετείχε ως συνθιασάρχης με τους Αιμίλιο Βεάκη και Χριστόφορο Νέζερ, με τους οποίους συνεργάστηκε ως το 1930. Ερμήνευσε σημαντικούς ρόλους, όπως τη Λαίδη Μάκβεθ στο «Μάκβεθ του Σαίξπηρ, τη Δυσδαιμόνα στον «Οθέλλο», την Τουανόν στον «Κατά φαντασίαν ασθενή» του Μολιέρου, την Κατιούσα στην «Ανάσταση» του Τολστόι, την Ιοκάστη στον «Οιδίποδα τύραννο» του Σοφοκλή κ.ά.
Οι άλλες μορφές τέχνης που υπηρέτησε
Το 1933 συμμετέχει με τη Μαρία Κοτοπούλη και τον Μήτσο Μυράτ στην πρώτη πλήρως ομιλούσα ελληνική ταινία «Ο κακός δρόμος» του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Στην Κατοχή περιόδευε στις επαρχιακές πόλεις με επιθεωρησιακούς θιάσους. Οι παρουσίες της στη σκηνή σταματούν το 1946. Από τότε ασχολείται με ιδιαίτερη επιτυχία και με τη σκηνογραφία, παρουσιάζοντας και ένα ιδιαίτερο είδος τέχνης, τη ρακογραφία. Ασχολήθηκε με κολάζ υφασμάτων αλλά και περίφημες ταπισερί, υφαντά σε αργαλειό, κεντήματα σε τσουβάλι με πρωτότυπα σχέδια και χρώματα. Τη δεκαετία 1970 παρουσίαζε τα έργα της σε κεντρικές αίθουσες των Αθηνών με ιδιαίτερη επιτυχία. Έφυγε από τη ζωή στις 4 Απριλίου 1985[3]. Αδελφός της ήταν ο επίσης γνωστός ηθοποιός του μουσικού θεάτρου Σταύρος Ιατρίδης (1902-1974), ο οποίος έγινε γνωστός στους νεότερους από τη συμμετοχή του σε ταινίες («Η Μουσίτσα», «Πρωτευουσιάνικές περιπέτειες» κ.ά.).
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ», 21 Απριλίου 2015.