Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Έχουν γραφτεί αρκετά και έχουν ειπωθεί περισσότερα για το επί της οδού Βασιλίσσης Σοφίας 5 Μέγαρο Συγγρού. Η Ιφιγένεια Συγγρού, σύζυγος του σημαντικού οικονομικού παράγοντα και μεγάλου ευεργέτη, δώρισε το Μέγαρο στο ελληνικό κράτος και εκεί στεγάζονται οι κεντρικές υπηρεσίες του υπουργείου Εξωτερικών. Πρόκειται για ένα από τα σπουδαία κρατικά κτίρια της πρωτεύουσας και μέχρι τώρα γνωρίζαμε τον πρώτο αρχιτέκτονα, επί σχεδίων του οποίου ανεγέρθηκε το μέγαρο (1872-1873). Ήταν ο Ερνέστος Τσίλερ, τα σχέδια του οποίου τροποποίησε ο Ανδρέας Συγγρός, ενώ στην κατασκευή ενεπλάκησαν οι Νικόλαος Σούτσος και ο Γάλλος Ε. Πιατ. Αυτά συνέβησαν τον 19ο αιώνα. Αλλά οι ερευνητές παραμένουν μέχρι σήμερα με την απορία: Πότε και ποιος ήταν ο αρχιτέκτονας, ο οποίος μελέτησε την ανακαίνιση και τη ριζική μετασκευή του κτιρίου στη σημερινή μορφή του;
Στην επίσημη ιστοσελίδα του υπουργείου Εξωτερικών, η πλέον ειδική επί του θέματος, η αρχιτέκτων και ιστορικός της αρχιτεκτονικής κ. Νικολία Ιωαννίδου, ελλείψει άλλων στοιχείων, πιθανολογεί ότι η ριζική μετασκευή του κτιρίου έγινε την περίοδο 1930-40, μετά την παραλαβή του από το υπουργείο Εξωτερικών. Ακολούθως, επισημαίνει, ότι «δυστυχώς, παρά την έρευνά μας στα σρχεία δεν στάθηκε δυνατόν να αποκαλύψουμε τους αρχιτέκτονες και την μελέτη αυτής της επισκευής». Πράγματι, είναι σημαντική η πληροφορία για τον αρχιτέκτονα, ο οποίος προσπάθησε να αποδώσει κλασικιστική εμφάνιση στο κτίριο, διαταράσσοντας τη λιτή μορφή του με την προσθήκη προστώου με αετωματική απόληξη στον όροφο.
Επίσης, και η διακόσμηση απέκτησε κλασικιστική αυστηρότητα, οι κολόνες του προστώου του ισογείου επιστεγάστηκαν με κιονόκρανα ιωνικού ρυθμού. Εν πάση περιπτώσει, το κτίριο έλαβε εσωτερικά και εξωτερικά τη μορφή με την οποία έφτασε στις ημέρες μας.
Στον προβληματισμό των ερευνητών απαντά, με τον πλέον επίσημο τρόπο, η σύμβαση που υπέγραψαν το Ελληνικό Δημόσιο με τον αρχιτέκτονα ο οποίος ανέλαβε το έργο. Η σύμβαση έφερε τον τίτλο «Περί συντάξεως πλήρους μελέτης διά την προσαύξησιν, βελτίωσιν, επισκευήν και διαρρύθμισιν του εν οδώ Κηφισίας κειμένου και τω Δημοσίω κληροδοτηθέντος μεγάρου Συγγρού, προς εγκατάστασιν εν αυτώ του υπουργείου των Εξωτερικών». Συντάχθηκε τον Απρίλιο του 1925 και εκ μέρους του Δημοσίου την υπέγραψε ο υπουργός Συγκοινωνίας Ιωάννης Βαλαλάς με αντισυμβαλλόμενο τον γνωστό αρχιτέκτονα Ιωάννη Μιχ. Αξελό (1874-1940). Ο Ι. Αξελός πραγματοποίησε την εργασία του, λαμβάνοντας υπόψη τις υπηρεσίες που επρόκειτο να εγκατασταθούν και γενικότερα τις απόψεις της υπηρεσίας. Πέραν των άλλων, στο κτίριο προβλέφθηκε να βρίσκεται και η κατοικία του υπουργού, και η εργασία του αρχιτέκτονα θα ολοκληρωνόταν με την κατάθεση όχι μόνο των σχεδίων, αλλά και αναλυτικού προϋπολογισμού.
Κόστισε 12.000.000 δραχμές!
Φαίνεται ότι οι διαδικασίες που προβλέπονταν αναλυτικά στη σύμβαση καθυστέρησαν για λόγους γραφειοκρατίας. Το έργο εν τέλει ξεκίνησε το 1929 και ολοκληρώθηκε εντός μιας τριετίας. Κόστισε στο Ελληνικό Δημόσιο 12.000.000 δραχμές, ποσό εξαιρετικά σημαντικό για την εποχή εκείνη. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, επί πρωθυπουργίας του οποίου έγινε το έργο, κατηγορήθηκε από την αντιπολίτευση για σπατάλες σε περίοδο κρίσης, συμπεριλαμβανομένου και του κόστους του μεγάρου. Τόσο στη Βουλή (1932) όσο και σε ομιλίες του, απαντώντας στις κατηγορίες των αντιπάλων του (1933), αναφέρθηκε στο έργο επισημαίνοντας ότι ήταν υποχρέωση του κράτους και τυχόν παραβίαση της σύμβασης θα κινδύνευε να στερήσει το τελευταίο από το κληροδότημα Συγγρού.