Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Οι πομπώδεις συζητήσεις και οι ανεκπλήρωτες υποσχέσεις περί επαναφοράς του «δώρου Χριστουγέννων» ή «13ης συντάξεως», σε ικανό αριθμό δικαιούχων, μας επαναφέρει σε πατροπαράδοτες τακτικές, οι οποίες δεν στερούνται ιστορικού ενδιαφέροντος. Πρόκειται περί έθους εξ εκείνων που συνέβαλαν καθοριστικά στη διαμόρφωση των νεοελληνικών χαρακτηριστικών τα οποία διέπουν τις πελατειακές σχέσεις που διατηρούν οι κυβερνώντες με τον λαό τους. Εξάλλου, είναι πολλές οι δεκαετίες που οι Έλληνες εθιστήκαμε να λαμβάνουμε το ισοδύναμο με έναν μισθό δώρο των Χριστουγέννων.
Ωστόσο, η τελευταία φορά που συνέβη αυτό ήταν το 2009. Έκτοτε άρχισαν οι περικοπές, αρχής γενομένης επί ημερών του κ. Γεωργίου Παπανδρέου του νεωτέρου, όταν οι εργαζόμενοι εισέπραξαν ως «δώρο» ποσόν λιγότερο από το μισό του μισθού τους. Ήταν μία ιστορική εξέλιξη η οποία παρατηρήθηκε για δεύτερη φορά στη χώρα μας. Διότι για πρώτη φορά, όπως θα δούμε παρακάτω, ανάλογη πράξη έγινε κατά τη διάρκεια της Κατοχής, από την Κυβέρνηση Ιωάννη Ράλλη.
Πότε όμως και γιατί καθιερώθηκε το επίδομα των εορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς; Έχουν δημοσιευθεί πολλές και αντικρουόμενες απόψεις. Ξεκινούν από τον δεύτερο χρόνο της Ελληνικής Επανάστασης, το 1822 και καταλήγουν στο 1946. Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική, όπως και οι λόγοι για τους οποίους καθιερώθηκε το δώρο-επίδομα.
Καθιέρωση από Ελ. Βενιζέλο
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, το 1919, ήταν εκείνος που αναγνώρισε επίσημα το επίδομα των εορτών των Χριστουγέννων και του Πάσχα. Προστιθέμενο στη μισθοδοσία, το Δώρο θεωρείτο από τότε κανονική μισθοδοσία και συμπεριλαμβανόταν στις δαπάνες μισθοδοσίας του προσωπικού. Με την προϋπόθεση αυτή εγκρίνονταν οι προϋπολογισμοί των εταιρειών αλλά και των υπηρεσιών του Δημοσίου.
Ήταν η εποχή που ο Βενιζέλος έδειχνε ανοχή στο εργατικό κίνημα αποσκοπώντας στην εύνοια της διεθνούς κοινότητας για τις επιδιώξεις του στη Μικρά Ασία. Εκείνη τη χρονιά (1919) η χώρα μας συμμετείχε στη Συνδιάσκεψη της Ουάσιγκτον όπου ψηφίστηκαν έξι διεθνείς συμβάσεις εργασίας. Το Δώρο και η καταβολή του, πάντως, αποτέλεσαν σημείο αιχμής για τις διάφορες εργατικές κινητοποιήσεις ολόκληρη τη δεκαετία του 1920.
1934: Επίδομα ενοικίου και κατοικίας!
Η εξέλιξη του θέματος δεν ήταν ομαλή, όπως ανώμαλες ήταν και οι οικονομικές εξελίξεις στη χώρα μας. Κάθε Κυβέρνηση ακολουθούσε τη δική της πολιτική. Εκδίδονταν κατά καιρούς διάφορα βασιλικά διατάγματα, τα οποία στηριζόμενα σε έναν βασικό νόμο που έφερε τον πομπώδη τίτλο «Περί των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων και του Καταστατικού Χάρτου αυτών». Αυτά τα διατάγματα καθόριζαν τα Δώρα, τα βοηθήματα και τα επιδόματα ανά κατηγορία εργαζομένων. Έτσι, με νόμο που δημοσιεύθηκε στις αρχές 1934 καθορίσθηκαν οι μισθοί, τα δώρα και τα βοηθήματα για περισσότερες από 300 κατηγορίες εργαζομένων!
Ταυτοχρόνως, καθιερώθηκαν διάφορα επιδόματα, με πιο διακεκριμένα το «επίδομα ενοικίου», το οποίο τότε νομοθετείται, όπως και για πρώτη φορά το «επίδομα κατοικίας»! Υπήρχαν επίσης το επίδομα «ευδοκίμου παραμονής», το «τριετούς ευδοκίμου υπηρεσίας» κ.ά. Την ίδια περίπου τακτική, με αυστηρότερο τρόπο, θα ακολουθήσει και η δικτατορία Μεταξά, η οποία με αποφάσεις του υπουργικού συμβουλίου φρόντιζε να καθορίζει το ύψος των δώρων, προσδιορίζοντας με ακρίβεια τους δικαιούχους ανά τομέα του δημοσίου, αλλά υποχρεώνοντας ταυτοχρόνως σε αντίστοιχες καταβολές και τον ιδιωτικό τομέα.
Κατοχή – Απελευθέρωση
Ιδιαίτερες ήταν οι διακυμάνσεις των Δώρων των εορτών των Χριστουγέννων τα δύο πρώτα χρόνια της Κατοχής. Μέχρι που ο Ιωάννης Ράλλης, το 1943, ξεκινώντας από το Δώρο του Πάσχα, μείωσε το Δώρο στο μισό. Ενώ μέχρι τότε δινόταν περίπου ένας μισθός, μείωσε το δώρο στο ένα δεκαπενθήμερο, απαλλαγμένο από κάθε είδους κράτηση. Δικαιούχοι του Δώρου ήταν όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι.
Παρά τα όσα έχουν γραφτεί έως σήμερα, το ασαφές καθεστώς και η διακριτική ευχέρεια των υπουργών με αποφάσεις τους να καθορίζουν το δώρο των εορτών των Χριστουγέννων και του Πάσχα συνεχίσθηκαν και στα χρόνια της απελευθέρωσης. Αποκλήθηκαν «έκτακτες ενισχύσεις» και αποτέλεσαν αναπόσπαστο μέρος των μισθών.
Εξάλλου, επί δεκαετίες εμφανιζόταν στα βασικά αιτήματα των εργαζομένων και ήταν από τα πρώτα αιτήματα που έθετε η ΓΣΕΕ. Εθιμικά, κάθε χρόνο, αναμενόταν η απόφαση, η οποία εκδιδόταν συνήθως στις αρχές Δεκεμβρίου και καθόριζε ποιοι δικαιούνταν δώρου Χριστουγέννων και Νέου Έτους και πότε θα καταβαλλόταν.
Η… αξιοπρέπεια!
Στα τέλη της δεκαετίας 1950, μεταξύ των άλλων αιτημάτων θα δει το φως της δημοσιότητας και αυτό περί της κατάργησης των όρων «δώρον» και «επίδομα εορτών» ως ταπεινωτικών! «Ούτε εις την πραγματικότητα ανταποκρίνονται αι ονομασίαι αύται, ούτε και την στοιχειώδη αξιοπρέπειαν των υπαλλήλων και συνταξιούχων κολακεύουν οι επίσημοι και εμπαικτικοί αυτοί χαρακτηρισμοί του… πουρμπουάρ» έγραφαν στα υπομνήματά τους οι ενδιαφερόμενοι. Και ζητούσαν από την κυβέρνηση να τους απαλλάξει από την ταπείνωση και να καθιερώσει στα επίσημα έγγραφα, δηλαδή τις υπουργικές αποφάσεις, τις εγκυκλίους και τα δελτία τύπου τον όρο «Επίδομα Εορτών»!
Δια νόμων και διαταγμάτων πάντως συνέχισαν οι υπουργοί να διατηρούν για τον εαυτό τους το δικαίωμα προσδιορισμού των εκτάκτων οικονομικών ενισχύσεων κατά τις εορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα σε χρήμα ή ακόμη και σε είδος! Το καθεστώς αυτό επικράτησε τις μεταπολεμικές δεκαετίες αποτελώντας μέρος των αέναων δοσοληψιών όλων των κυβερνήσεων με τους ελεγχόμενους ή μη συνδικαλιστές και κατ’ επέκταση με τους υπηκόους τους. Οι σχετικές πράξεις, υπουργικές αποφάσεις ή εγκύκλιοι, αποτελούν πλέον μνημεία για την διοικητική, οικονομική και κοινωνική μας ιστορία. Τις γενικές ρυθμίσεις ακολουθούσαν ειδικότερες αλλά και γλαφυρές επεξηγήσεις για τις διάφορες κατηγορίες δικαιούχων του δώρου. Έτσι, υπήρχαν ειδικές προβλέψεις για τους μισθωτούς που τελούσαν σε κατάσταση στράτευσης ή εκείνους που τελούσαν σε κατάσταση ασθενείας, διαθεσιμότητας κ.λπ. Η απόφαση του 1974 προέβλεπε τι δώρο θα ελάμβαναν οι από το 1958 εθελοντικά εξελθόντες υπάλληλοι της Αγροτικής Τραπέζης!
Η ολοσχερής κατάργηση
Συμπαθείς κατηγορίες εργαζομένων, όπως οι θυρωροί των πολυκατοικιών, οι οδηγοί ταξί, οι σερβιτόροι και οι βοηθοί τους αλλά και οι βοηθοί των κομμωτηρίων τύγχαναν πάντα της ιδιαιτέρας προσοχής των κρατούντων. Εξάλλου, κάθε διευκρίνιση είχε συνταχθεί μετά από μελέτη και αφού ο κλάδος είχε υποβάλει τα σέβη του στον κ. Υπουργό. Επίσης, ειδικό καθεστώς ίσχυε για τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης. Οι αποφάσεις προέβλεπαν ότι οι υπάλληλοί τους θα λάμβαναν το δώρο εφ’ όσον υπήρχε η σχετική οικονομική ευχέρεια, κάτι το οποίο συμπτωματικά συνέβαινε πάντα. Ουδέποτε παρατηρήθηκε φαινόμενο μη καταβολής δώρου σε δημοτικούς υπαλλήλους.
Έτσι κυλούσε η ζωή στην Ελλάδα μέχρι το 1980, οπότε η Κυβέρνηση του αείμνηστου Γεωργίου Ράλλη ήταν εκείνη που φρόντισε να μετονομάσει το δώρο των Χριστουγέννων σε «επίδομα εορτών Χριστουγέννων». Επίσης δια νόμου καθορίσθηκε τόσο το ύψος όσο και ο χρόνος καταβολής του. Την εργασιακή νιρβάνα που ακολούθησε επί του θέματος διέκοψε βιαίως, μετά από μία εικοσαετία, η αλησμόνητη κυβέρνηση του κ. Γεωργίου Παπανδρέου του νεότερου, η οποία εισήγαγε και τη χώρα μας στον κόσμο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Ο κ. Γ. Παπανδρέου άρχισε τις περικοπές, ενώ η υπό τον κ. Αντώνη Σαμαρά κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, συνεπικουρούμενη από τις δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ, κατήργησε ολοσχερώς τα δώρα και τα επιδόματα. Ο νυν πρωθυπουργός, ο κ. Αλέξης Τσίπρας, εξελέγη υποσχόμενος την ολοσχερή επαναφορά τους, κάτι το οποίο βεβαίως και δεν έπραξε.