Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Από ετών έχουν εξαφανισθεί από τις πλατείες των Αθηνών και των υπολοίπων πόλεων της χώρας οι υπαίθριοι φωτογράφοι. Γραφικότητα που άφησε πίσω της σπουδαία τεκμήρια στα οικογενειακά φωτογραφικά αρχεία. Εμφανίσθηκαν στους δρόμους και στις πλατείες των Αθηνών το 1912-13. Πρόσφυγες οι περισσότεροι, με κύριο χαρακτηριστικό τους το ξύλινο τρίποδο. Μηχανές βαμμένες αναλόγως προς το γούστο του φωτογράφου και διακοσμημένες με φωτογραφίες του ιδίου ή με εντυπωσιακά καρτ ποστάλ.
Τις καθημερινές εξυπηρετούσαν κυρίως εκείνους που ήθελαν φωτογραφίες για διάφορες εργασίες τους, όπως π.χ. αστυνομικές ταυτότητες, διαβατήρια, πιστοποιητικά κ.ά. Τις Κυριακές και τις γιορτές εξυπηρετούσαν εκείνους που πόζαραν για μια αναμνηστική φωτογραφία φορώντας τα «καλά» τους. Δεκαετίες ολόκληρες οι ίδιες μηχανές και φωτογράφοι στο ίδιο στέκι. Με το πέρασμα των ετών μετατράπηκαν σε μάρτυρες για πρόσωπα και γεγονότα. Διασώθηκαν ελάχιστα από τα πολύτιμα αρχεία τους, τα οποία συνήθως ήταν παραπεταμένα σε κάποια γωνιά του σπιτιού τους. Πολλοί έβρισκαν απολαυστικό το θέαμα να παρακολουθούν την υπαίθρια φωτογράφιση και να σχολιάζουν τη στάση των φωτογραφούμενων.
Ο Μίλτος Γ. Λιδωρίκης (1871-1951), φρόντισε να διασώσει την απαρχή της εμφανίσεώς τους στην Αθήνα, κατά τους βαλκανικούς πολέμους. Μας παρέδωσε πολύτιμη μαρτυρία, για τον χρόνο και τους τόπους εμφανίσεως των υπαιθρίων φωτογράφων, περιγράφοντας ταυτοχρόνως, με μάλλον ρομαντικό τρόπο, τις ατέλειες και τα ελαττώματά τους. Διότι οι πρώτες φωτογραφίες, οι οποίες τυπώνονταν επί τσίγκου και όχι επί χάρτου, ήταν πολύ σκούρες και θαμπές και «τρόμαζες να αναγνωρίσεις τον αδελφό σου», όπως χαριτολογούσε. Ένας από τους αρχαιότερους φωτογράφους της πλατείας Κλαυθμώνος ήταν ο Φίλιππος Τάγκαλος.
Η πλατεία Κλαυθμώνος εξάλλου υπήρξε ένα από τα κύρια στέκια τους και είχε μετατραπεί σε ένα απέραντο ατελιέ! Το 1920 υπήρχαν περισσότεροι από 250 υπαίθριοι φωτογράφοι στην Αθήνα και τον Πειραιά. Ήδη το 1924 «μετανάσται, δουλικά, γρηές, υπηρέτριες, ναύται, φιλάρεσκοι νέοι, γυναίκες που έχουν σχέσιν με τα βιβλιαράκια της υγειονομικής υπηρεσίας της αστυνομίας και, και, και…» κάλυπταν τις φωτογραφικές ανάγκες τους με τους υπαίθριους φωτογράφους. Το πρώτο πλήγμα στο επάγγελμα εμφανίσθηκε τα τελευταία προπολεμικά χρόνια ταυτόχρονα με «το Κόντακ».
Πάντως, στα τέλη της δεκαετίας 1950, σύμφωνα με μαρτυρία του δημοσιογράφου Νίκου Καμπάνη, τριακόσιοι περίπου υπαίθριοι φωτογράφοι ήταν γραμμένοι στην επαγγελματική τους Ένωση που ονομαζόταν «Φαέθων». Ήταν η εποχή που άρχισαν να προβληματίζονται με την εμφάνιση των αυτόματων φωτογραφικών μηχανών και των φωτογραφείων που λειτουργούσαν πλέον στις γειτονιές. Πάντως, είχαν και τη «γιορτινή» τους, τη μόνη από τις 365 ημέρες του χρόνου που αργούσαν. Στις 13 Νοεμβρίου οι υπαίθριοι φωτογράφοι των Αθηνών επέλεγαν να πραγματοποιήσουν μία εκδρομή συνήθως προς τη λίμνη του Μαραθώνα.
Ο τελευταίος
Διαθέτουμε έναν απέραντο πλούτο χρονογραφημάτων και ρεπορτάζ που μας περιγράφουν την εξέλιξη του επαγγέλματος, τη χρησιμότητά του, τις ρομαντικές αλλά και δύσκολες στιγμές που βίωσαν οι ιδιόρρυθμοι αυτοί επαγγελματίες της υπαίθρου. Επέμειναν όσο μπορούσαν να εργάζονται ακόμη και όταν εμφανίσθηκε η ψηφιακή φωτογραφία. Αλλά το 1981 είχαν απομείνει μόνον είκοσι εξ αυτών στην Αθήνα και στον Πειραιά. Οι ειδικές προδιαγραφές που απαιτούνταν πλέον για τις φωτογραφίες των ταυτοτήτων και τα αυτόματα μηχανήματα μείωσαν δραματικά τον φωτογραφικό αυτό κλάδο.
Εξάλλου, η Ελλάς, ήταν η τελευταία ευρωπαϊκή χώρα που διέθετε υπαίθριους φωτογράφους. Συμφώνως προς όσα αναφέρει ο Άλκης Ξ. Ξανθάκης στην εργασία του για την ιστορία της ελληνικής φωτογραφίας, ο τελευταίος υπαίθριος φωτογράφος εργαζόταν στον δημοτικό κήπο Δράμας. Ήταν ο Νικόλαος Αμπαρτζίδης, ο οποίος άσκησε το επάγγελμά του μέχρι το 2005 για να φύγει από τη ζωή έναν χρόνο αργότερα σε ηλικία 82 ετών.