Η ιστορία των πρωτοχρονιάτικων δώρων

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Πλούσια η ιστορία των πρωτοχρονιάτικων δώρων, αφού οι ερευνητές μας οδηγούν στο 753 π.Χ., όταν ο βασιλιάς των Σαβίνων Τάτιος συνήψε ειρήνη με τον Ρωμύλο, ιδρυτή της Ρώμης, και συμβασίλευσε μαζί του. Σε ένδειξη χαράς προσφέρθηκαν κλάδοι δένδρου που κόπηκαν από το ιερό δάσος της θεάς Στρενίας. Ήταν κατά σύμπτωση 1η Ιανουαρίου και από τότε –γράφουν οι ερευνητές– καθιερώθηκε η συνήθεια των πρωτοχρονιάτικων δώρων, τα οποία λέγονταν «στρένα», ονομασία που χρησιμοποιούνταν και σε πολλά μέρη της χώρας μας.

 

 

Τη συνήθεια παρέλαβαν οι Ρωμαίοι και ακολούθησαν οι Γερμανοί, οι οποίοι ωστόσο σταδιακά καθιέρωσαν την ανταλλαγή των δώρων τη βραδιά των Χριστουγέννων. Τα πρώτα δώρα ήταν απλά∙ ξηροί καρποί, γλυκίσματα, μέλι ή λίγα χάλκινα νομίσματα. Όσο πλούτιζαν οι Ρωμαίοι ο χρυσός αντικαθιστούσε τα χάλκινα νομίσματα και βαρύτιμα αντικείμενα πολυτελείας διαδέχθηκαν τους καρπούς και το μέλι. Αργότερα η πρώτη του έτους συνέπιπτε με τις Ρωμαϊκές Απόκριες, τα ελληνικά Κρόνια με τις διασκεδάσεις και τη γενικότερη παραλυσία επί πολλές ημέρες.

Δώρα έδιναν την πρώτη του έτους, δηλαδή κατά τις Καλένδες, οι δούλοι στους κυρίους τους, οι φίλοι στους φίλους τους και ο λαός στους αυτοκράτορες. Μνημειώδη έχουν μείνει τα καμώματα του άπληστου Καλιγούλα που εύρισκε τρόπους για να αποσπά άφθονα δώρα από τον ρωμαϊκό λαό. Τους πρώτους μετά Χριστόν αιώνες η Εκκλησία απαγόρευσε αυστηρά τόσο τις διασκεδάσεις των Κρονίων όσο και την ανταλλαγή των δώρων, τα οποία χαρακτήρισε «σατανική» πολυτέλεια. Τη συνήθεια ανασύστησε η άσωτη Γαλλική αυλή, χρησιμοποιώντας τα ως αφορμή φιλοφρονήσεων των βασιλέων της Γαλλίας προς τις ερωμένες τους. Η Εκκλησία ανέστειλε την απαγόρευση όταν τα δώρα έγιναν τεκμήρια φιλίας και αγάπης. Προϊόντα αγαθής θέλησης, γενναιοδωρίας, συναισθήματος ευγνωμοσύνης και συμπάθειας.