Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Μέχρι να κυριαρχήσουν στη ζωή μας τα πλούσια στολισμένα άρματα, τα πανάκριβα αυτοκίνητα και οι σύγχρονες εικαστικές δημιουργίες, ο ελληνικός λαός είχε τους δικούς του τρόπους για να γιορτάζει τις Απόκριες. Στην αρχή οι λαϊκοί διασκεδαστές επέλεγαν ηρωικά εθνικά θέματα και επιδείξεις ρώμης. Τα αποκριάτικα πανηγύρια ακολουθούσαν την κατάσταση της κοινωνίας. Διεξάγονταν στους δρόμους της πόλης, με πρωταγωνιστές εκπροσώπους του λαού και θεάματα που δεν διακρίνονταν για την ποιότητά τους αλλά για το κέφι όσων συμμετείχαν σ’ αυτά. Πολλά αποκριάτικα θεάματα συντρόφευσαν τους Έλληνες επί έναν αιώνα μετά την απελευθέρωσή τους από τους Τούρκους και τα οποία εξαφανίστηκαν. Το Γαϊτανάκι, το οποίο επανεμφανίσθηκε τα τελευταία χρόνια, οι Φασουλήδες, κουκλοθέατρο πάνω σε κάρα, αλλά και τα Ρόπαλα, που ήταν πλανόδιοι θίασοι σχοινοβατών και ακροβατών. Το κλίμα απέδιδε ο Γεώργιος Σουρής: «Τι μούτσουνα στους δρόμους και μέσα στη Βουλή/ η Αποκρηά στο γλέντι και πάλι μας καλεί»! Ο πολιτισμός και ο εξευρωπαϊσμός εξαφάνισαν τις ανατολίτικου χαρακτήρα έθιμα, τα λαϊκά πανηγύρια, προπαντός δε την Γκαμήλα.
Κινούμενο ομοίωμα
Η γκαμήλα ήταν μια παρωδία του αγαθού ζώου, ένα κινούμενο ομοίωμα του ανατολίτικου τετράποδου που δεν εμφανιζόταν πουθενά αλλού στον κόσμο. Ούτε στην Τουρκία, ούτε σ’ άλλες γειτονικές χώρες. Όπως έγραψε κάποτε ο Φώτος Γιοφύλλης ήταν ένα καθαρά αθηναϊκό δημιούργημα. Ωστόσο είχε ριζώσει γερά στις αποκριάτικες συνήθειες της Παλιάς Αθήνας. Μόλις άνοιγε το Τριώδιο έπρεπε να φανεί στους δρόμους η Γκαμήλα, συνοδευόμενη από το ντέφι του καμηλιέρη. Μία ή περισσότερες ψεύτικές Γκαμήλες ξεχύνονταν στην πόλη και αναστάτωναν τους δρόμους της πρωτεύουσας. Ένα ψεύτικο κεφάλι με μεγάλα σαγόνια, στηριγμένο σε ψηλό ξύλο, υψωνόταν εμπρός και τα σαγόνια κινούνταν με έναν σπάγκο. Πίσω ακολουθούσε το σώμα της Γκαμήλας. Κουρελιασμένες καναβάτσες απ’ έξω και δύο άνθρωποι από μέσα. Ο Δημήτριος Ταγκόπουλος μας πρόσφερε μια πιο κατανοητή περιγραφή, γράφοντας πως δύο κρεμανταλάδες ήταν κρυμμένοι κάτω από ένα ξύλινο σκελετό, σκεπασμένο με λινάτσα. Το κεφάλι ήταν πελώριο, ξύλινο και ντυμένο με προβιά. Το κρατούσε ο μπροστινός κρεμανταλάς, πάνω σ’ ένα κοντάρι με το ένα του χέρι και με τ’ άλλο τραβούσε έναν σπάγκο που έκανε τα ξύλινα σαγόνια του να ανοιγοκλείνουν και να βροντοκοπούν.
Η κυρά νταρντάνα
Έτσι η Γκαμήλα έτρεχε και χόρευε με ανθρώπινα πόδια. Ο καμηλιέρης έπαιζε το ντέφι, η Γκαμήλα χόρευε κωμικά και από πίσω όλη η μαρίδα της γειτονιάς χαιρόταν και ξεφώνιζε. Μπροστά ο καμηλιέρης με σαρίκι στο κεφάλι και με το πρόσωπο βαμμένο με λουλάκι ή καραμπογιά, δήθεν αράπης. Έκανε όμως και άλλα πράγματα η Γκαμήλα. Ρήμαζε τα μανάβικα και μπακάλικα, θεωρώντας πατροπαράδοτο δικαίωμά της να κλέβει ότι ήταν εκτεθειμένο έξω στα καφάσια. Κατέβαζε λοιπόν το κεφάλι της και άρπαζε ένα δύο πορτοκάλια για να υποστεί το καθιερωμένο κυνηγητό από το μανάβη. Εξάλλου υπήρχε και ένα περίφημο ακατάληπτο πεντάστιχο που κανείς δεν ξέρει πότε και από ποιόν καθιερώθηκε: «Αϊ! Κυρά νταρντάνα / Πορτοκάλι ψάρεψε / Αϊ Κυρά νταρντάνα! / Για σαρλί μαρλί μαρλέ / για να πιούμε ναργιλέ!». Το πεντάστιχο αυτό, σε διαφορετικές παραλλαγές, σώθηκε μέχρι τη δεκαετία του 1950, σε όλα τα ιστορικά περί Αποκριών. Μόνο που για λόγους «κοσμιότητος» απαλειφόταν ο τελευταίος στίχος που αναφερόταν στον ναργιλέ. Κανείς όμως δεν γνωρίζει πως ακριβώς εμφανίσθηκε η αποκριάτικη Γκαμήλα. Προφανώς δημιουργήθηκε σαν ένα αστείο θέαμα της Αποκριάς και επειδή άρεσε καθιερώθηκε και κατέλαβε περιφανή θέση.
Τα φουρναρόπουλα
Ως πρότυπο βεβαίως χρησιμοποιήθηκε το πραγματικό ζώο, το οποίο ακόμη στα πρώτα χρόνια του Όθωνος ήταν το σημαντικότερο μεταγωγικό μέσον στη μικρή ελληνική πρωτεύουσα. Η αποκριάτικη Γκαμήλα εμφανίστηκε στους δρόμους μετά την Επανάσταση του 1821 και σύμφωνα με τον Δημ. Καμπούρογλου τη δημιούργησαν υπάλληλοι των Τούρκων. Κατά μία εκδοχή πρωταγωνίστησαν τα συμπαθή φουρναρόπουλα, για να γλεντήσουν. Τα υλικά ήταν πρόχειρα μέσα στον φούρνο. Με σακιά από αλεύρια έφτιαξαν το σώμα της και με το φουρναρόξυλο ύψωσαν το κεφάλι της. Οι σπάγκοι και τα άλλα σύνεργα επίσης υπήρχαν στο φούρνο. Έτσι μια αποκριάτικη Κυριακή εμφανίστηκε η Γκαμήλα σε κάποιον Αθηναϊκό φούρνο. Ίσως να ήταν την ίδια εποχή που κτιζόταν το παλαιό Παλάτι, η σημερινή Βουλή των Ελλήνων. Τα περισσότερα υλικά μεταφέρθηκαν με γκαμήλες. Οι ίδιες χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά των οικοδομικών υλικών με τα οποία ανεγέρθηκαν τα περισσότερα σπίτια στην πόλη. Εξάλλου σώζεται μια παλαιά χαλκογραφία των χρόνων της Επανάστασης με γκαμήλες φορτωμένες πλάι στους Αγίους Αναργύρους του Ψυρρή.
Το πάθημα στου Ψυρρή
Από τα παιδιά των φούρνων, τα οποία αποτελούσαν μέρος της μεγάλης φάρας των αγυιόπαιδων και των χαμινιών, η συνήθεια πέρασε στους αλανιάρηδες του Ψυρρή. Τις ημέρες των Απόκρεω κέρδιζαν δεκάρες διασκεδάζοντας ταυτοχρόνως. Οι διάφορες φάρες προετοιμάζονταν στις αυλές και τα χαμόσπιτα της παραδοσιακής γειτονιάς. Έπιαναν τις κενές μάντρες που υπήρχαν τότε στου Ψυρρή και εγκαθιστούσαν το… εργαστήριό τους. Εκεί προετοίμαζαν τη Γκαμήλα τους και τα υπόλοιπα θεάματα που κυκλοφορούσαν στην πόλη. Σώζεται και ανέκδοτο για τον τρόπο που υποδέχτηκε την Γκαμήλα ο γέρο Τσούτης, ένας αρχοντονοικοκύρης που είχε το κεντρικό καφενείο στην πλατεία Ψυρρή. Καλαμπουρτζής ο καφετζής έμαθε πως ερχόταν η Γκαμήλα. Γέμισε λοιπόν ένα ταψί μεγάλο με χόβολη και μικρά αναμμένα κάρβουνα και τα σκόρπισε μπροστά από τα τραπέζια, στην πλατεία το καφενείου του.. Χορεύοντας έφτασε μέχρι την… επικίνδυνη ζώνη. Τα γυμνά ποδάρια πάτησαν στην καυτή στάχτη. Φωνές, ουρλιαχτά πατιρντί. Αλλού το κεφάλι της Γκαμήλας, αλλού ο σκελετός της και αλλού η λινάτσα. Οι γυμνοπόδαροι με καταζεματισμένα πόδια έτρεχαν στα τέσσερα να βρουν νερό για να σβήσουν τη… φωτιά που τους είχε ανάψει ο γέρο Τσούτης. Μέχρι τα τέλη της βασιλείας του Όθωνα πραγματικές γκαμήλες κυκλοφορούσαν στην Αττική. Σε άλλα μέρη κυκλοφορούσαν ολόκληρο τον 19ο αιώνα. Όσο για τη δόξα των αποκριάτικων Γκαμηλών έφτασε έως τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα. Χύθηκε απέραντο μελάνι για την περιγραφή και την παρουσία τους. Σιγά σιγά τα αποκριάτικα αυτά θεάματα άρχισαν να αποσύρονται. Αραίωσαν τις εμφανίσεις τους, θεωρήθηκαν αντιαισθητικά, απαξιώθηκαν και εντέλει καταδιώχθηκαν «διά λόγους ευπρεπείας»!
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Εστία», 17-18 Φεβρουαρίου 2018