Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Τον Νοέμβριο 1905 ξεκινούσε τη λειτουργία της η Λαϊκή Τράπεζα, «γέννημα και θρέμμα» της Κεφαλλονίτικης ευφυΐας των πρωταγωνιστών της που ήταν ο 28χρονος Διονύσιος Λοβέρδος, κύριος μοχλός λειτουργίας της και οι αδελφοί Λιβιεράτοι (Αναστάσιος και Σαράντης) που ήταν ο κύριοι μέτοχοι. Μέχρι τότε κυριαρχούσαν στην οικονομική ζωή της πρωτεύουσας οι περίφημοι «προεξοφλητές», δηλαδή οι τοκογλύφοι, της πλατείας Αγίων Θεοδώρων. Ασυγκίνητοι και αδιάφοροι στα ανθρώπινα δράματα που ξετυλίγονταν μπροστά στα μάτια τους αποτελούσαν τη «Λερναία Ύδρα» των τοκογλύφων οι οποίοι δάνειζαν με τόκο 120% ενεχυριάζοντας τα υπάρχοντα φτωχών ανθρώπων. «Δεν συνεκινούντο προ της δυστυχίας των θυμάτων των, ηδιαφόρουν προ των δακρύων των δανειζομένων, δεν ελάμβανον υπόψη, είτε χάριν κηδείας εάν εδίδετο το δάνειον είτε προς περίθαλψιν ασθενούντος τέκνου ή συζύγου», όπως εύστοχα αναφέρεται στο Πανελλήνιο Λεύκωμα (1821-1921).
Η απομύζηση των λαϊκών στρωμάτων ήταν εντυπωσιακή. Άνθρωποι οικονομικά αδύναμοι ενεχυρίαζαν τα κοσμήματά τους ή ότι άλλο κινητό διέθεταν ή προεξοφλούσαν τις συντάξεις τους με επαχθείς όρους. Ο Δ. Λοβέρδος, υπάλληλος τότε της Εθνικής Τραπέζης, συνέλαβε την ιδέα να «θεραπεύσει» την ανάγκη αυτή, ιδρύοντας μια τράπεζα για τα λαϊκά στρώματα. Η Εθνική Τράπεζα, το κύριο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα της χώρας δεν μπορούσε να διαδραματίσει αυτό τον ρόλο, παρά το γεγονός ότι όλοι αναγνώριζαν πως το κακό είχε ανάγκη θεραπείας. Οι ειδικές προβλέψεις της νέας τράπεζας ήταν εντυπωσιακές. Όσες οικογένειες αποφάσιζαν να στείλουν τις γυναίκες του σπιτιού για εργασία, είχαν δικαίωμα να καταθέσουν στην Τράπεζα τα εργόχειρά τους και εκείνη με τη σειρά της να τα εκθέτει προς πώληση. Για την πραγματοποίηση των μάλλον πρωτοποριακών εργασιών της η Τράπεζα είχε τρία τμήματα. Το Ενεχυροδανειστήριο, το Ταμιευτήριο και το Πρατήριο!
Η Τράπεζα ξεκίνησε τη λειτουργία της στη Στοά του Αρσακείου και λήφθηκαν ειδικά μέτρα ώστε να μην γίνονται αντιληπτοί όσοι προσερχόταν για να ενεχυριάσουν τα πράγματά τους. Ενώ η κύρια είσοδος της Τραπέζης βρισκόταν επί της Στοάς του Μεγάρου, η είσοδος για το Ενεχυροδανειστήριο βρισκόταν προς την οδό Αρσάκη και καλυπτόταν από βαριά παραπετάσματα. Το Ενεχυροδανειστήριο δεχόταν ως ενέχυρο κάθε κινητό αντικείμενο οιασδήποτε αξίας. Το αντικείμενο, αφού το αξιολογούσε ο εκτιμητής, έδινε το δικαίωμα στον κομιστή του να λάβει δάνειο το ένα τρίτο της αξίας του. Αλλά μπορούσαν και οι βιοτέχνες και χειροτέχνες να καταθέτουν τα προϊόντα που παρήγαγαν και να παίρνουν αντίστοιχο δάνειο. Το εγχείρημα πέτυχε. Η μετοχή της Λαϊκής Τράπεζας στο Χρηματιστήριο, όταν ξεκίνησε τις εργασίες της, ήταν 94 δραχμές για να φθάσει, μια δεκαπενταετία αργότερα στις 1025 δραχμές!
Η Λαϊκή Τράπεζα όμως θα αφήσει τα ίχνη της και στην αρχιτεκτονική της πόλης αφού ανήγειρε το δικό της Μέγαρο επί της οδού Πανεπιστημίου 40. Ένα διώροφο αρχιτεκτονικό κόσμημα, το οποίο «εκτίσθη διά σιδηροπαγούς σκιρροκονιάματος (beton arme)» με σχέδια του αρχιτέκτονα Π. Καραθανασόπουλου. Το μέγαρο εγκαινιάσθηκε το 1909 και το κεντρικό τμήμα της αίθουσας καλυπτόταν από γυάλινη κομψή στέγη στην οποία απεικονίζονταν το Εμπόριο, η Βιομηχανία, η Γεωργία κ.λπ. Κόστισε 800.000 δραχμές και στην πρόσοψή του ο ζωγράφος Π. Ρούμπος εικόνισε την ευεργετική δράση της Λαϊκής Τραπέζης στους φτωχούς! Με το πέρασμα των ετών το μέγαρο υπέστη μετατροπές και προσθήκη ορόφου. Τη σημερινή μορφή του έλαβε το 1980, με σχέδια του αρχιτέκτονα Αλέξ. Καλλιγά. Αποκαταστάθηκε η αρχική μορφή και προστέθηκε μοντέρνο πολυώροφο οικοδόμημα στον ακάλυπτο χώρο πίσω από το νεοκλασικό, λύση που δέχθηκε επικρίσεις. Το 1953, μετά από 48 χρόνια λειτουργίας, η Λαϊκή συγχωνεύθηκε με την Ιονική Τράπεζα.