Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Εθνική παρακαταθήκη αποτελούν για την Ελλάδα οι αξίες που διέπουν το Ολυμπιακό και Αθλητικό Κίνημα. Είναι όχι μόνον τα δημοφιλέστερα Κινήματα της υφηλίου, αλλά αποτελούν πλέον τα οχήματα για την ανάπτυξη οικονομικών, κοινωνικών, διπλωματικών, εκπαιδευτικών και πάσης φύσεως πολιτικών στις σύγχρονες κοινωνίες. Η οικουμενική τους διάσταση και η αυτονόητη σύνδεσή τους με την ισόρροπη ανάπτυξη του ανθρώπου, ασχέτως από τις υπερβολές που πάντα προκύπτουν σε τέτοιας εκτάσεως φαινόμενα, δεν είναι δυνατόν να παραβλέπονται.[1]
Ακόμη περισσότερο οφείλει να απασχολεί την Ελλάδα, η οποία θεωρείται κοιτίδα του Ολυμπισμού και κιβωτός μέσω της οποίας ο σύγχρονος αθλητισμός μεταφέρθηκε στον πολιτισμένο κόσμο. Εξάλλου, όταν γεννήθηκε το νέο ελληνικό κράτος, οι ρομαντικοί θιασώτες της αντλήσεως ταυτότητος και ιδεολογικού πλαισίου από τις αρχαιοελληνικές πηγές, φρόντισαν να αξιοποιήσουν τις παραδόσεις και να επιχειρήσουν άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε όχι, την αναβίωση αρχαίων θεσμών. Πρόκειται περί γεγονότος το οποίο αναγνωρίζεται και διδάσκεται πλέον παγκοσμίως.
Ο περίγυρος
Πως είναι δυνατόν όποιος αναφέρεται στην εξάπλωση του αθλητισμού και των αρετών του να παραλείψει τις Ζάππειες Ολυμπιάδες και τα μηνύματα που μεταφέρουν στην διεθνή κοινότητα επί 160 χρόνια; Το Ζάππειο Μέγαρο στέκει υπερήφανο στο μέσον του πρώτου Ολυμπιακού τοπίου που γεννήθηκε στον κόσμο για να δείχνει σε όλους το παρακείμενο Παναθηναϊκό Στάδιο και να θυμίζει στην Οικουμένη την πατρίδα της γυμναστικής και της ευγενούς άμιλλας. Εφέτος συμπληρώνονται 120 χρόνια (1897-2017) από την ίδρυση του Συνδέσμου Ελληνικών Αθλητικών και Γυμναστικών Σωματείων (ΣΕΓΑΣ).
Θεσμός ο οποίος γεννήθηκε στον απόηχο της επιτυχημένης διοργανώσεως του 1896 και σε ιδιαιτέρως κρίσιμη περίοδο για τα εθνικά πράγματα της χώρας. Εκλήθη να υποστηρίξει την αθλητική και γυμναστική κίνηση της χώρας και να καταστεί η ηγετική αρχή τους. Συνδέθηκε άρρηκτα με την εθνική αναγέννηση και την παιδεία. Ενώ μέχρι τότε ο αθλητισμός και τα μηνύματά του αφορούσαν μικρές ομάδες γόνων εύπορων οικογενειών, μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, κατέστη κοινή συνείδηση η ανάγκη οργανωμένης εξαπλώσεως στα λαϊκά στρώματα. Η άρχουσα τάξη έδραξε την ευκαιρία και πρωτοστάτησε στις εξελίξεις, προσφέροντας θετικές υπηρεσίες.
Ελληνισμός – Αθλητισμός
Η σύνδεση της Ελλάδος με τον αθλητισμό, ακόμη και στους σκοτεινούς αιώνες, βρισκόταν εγκατεστημένη στη λαϊκή ψυχή. Στους ακριτικούς χρόνους ζωντάνευε το παλαιό αθλητικό πνεύμα της φυλής. Τι ήταν ο Διγενής Ακρίτας; Δεν ήταν ένα σύμβολο του μεσαιωνικού αθλητισμού; Διασώθηκαν ωραιότατα και χαρακτηριστικά ακριτικά τραγούδια του Πόντου, της Κρήτης και της Κύπρου. Όταν ο Γκαίτε μετέφραζε την ελληνική λεβεντιά, στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα φώναζαν όλοι στον χάρο να σταματήσει: «Να πιούν οι γέροντες νερό / κι οι νιοί να λιθαρίσουν / και τα μικρά παιδόπουλα / να μάσουνε λουλούδια». Ανεξάντλητες οι πηγές, τροφοδοτούν τις τελευταίες δεκαετίες τους νέους ερευνητές που γίνονται κήρυκες της ελληνικής παιδείας απ’ άκρου εις άκρον σε όλο τον κόσμο.
Ακαδημίες, Ινστιτούτα, Σχολές, Ιδρύματα σκύβουν ευλαβικά στα τεκμήρια για να αναγνωρίσουν τις διαδρομές που ακολούθησαν τα διάφορα ρεύματα. Να ερμηνεύσουν τον τρόπο με τον οποίο ένα μικρό πτωχευμένο κράτος των Βαλκανίων κατόρθωσε να αναβιώσει το σημαντικότερο Κίνημα των δύο τελευταίων Αιώνων. Τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Πως η μικρή πρωτεύουσά του βρέθηκε στο επίκεντρο της παγκόσμιας κοινής γνώμης το 1896, πλημμυρίζοντας με ελπίδες τους ελάχιστους θιασώτες του αθλητισμού. Η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων θεωρήθηκε και είναι το επιτυχέστερο πολιτισμικό γεγονός που σημειώθηκε στο γύρισμα του 19ου προς τον 20ό αιώνα. Ένα γεγονός που έμελε να αφήσει βαθιά τα ίχνη του στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Διότι συνοδεύθηκαν οι Αγώνες από μακρά σειρά δημιουργικών αναζητήσεων, από την αρχιτεκτονική, τη μουσική και τη φιλολογία, μέχρι της ανάπτυξη κάθε μορφής τέχνης και ανθρώπινης δημιουργίας.
Και αγώνες οψοκομιστών
Όπως ήταν φυσικό, η Ελλάδα παρέμεινε για αρκετό χρονικό διάστημα στον απόηχο του μεγάλου γεγονότος των Ολυμπιακών Αγώνων. Η ελληνική νεολαία άρχισε να προσέρχεται με ιδιαίτερο πάθος στους γυμναστικούς χώρους που υπήρχαν στη χώρα. Οι Έλληνες συνέχιζαν να ζουν σε συνθήκες «αθλητικού οίστρου». Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που δημοσιεύει η «Εστία» των αρχών Μαΐου του 1896: «…Όλη η Νέα Αγορά ήτο εις το πόδι χθες το απόγευμα. Είχεν αγώνες δρόμου. Διά εράνου συνήθροισαν οι κρεοπώλαι, οι λαχανοπώλαι και οι ιχθυοπώλαι χρηματικόν τι ποσόν και εκάλεσαν τους οψοκομιστάς εις αγώνας δρόμου. Να κάμουν τον γύρον της αγοράς δεκαπεντάκις…». Όπως μας πληροφορεί η «Εστία» ένδεκα οψοκομιστές, δηλαδή αχθοφόροι που μετέφεραν τα ψώνια από την αγορά στις οικίες, έλαβαν μέρος στον αγώνα φέροντας στο στήθος τους χαρτί με τον αριθμό του καθενός.
Το πρόσταγμα εδόθη από έναν μπακάλη. Επειδή το πλήθος εμπόδιζε τους δρομείς, κάποιος χασάπης κρατώντας έναν τενεκέ νερό κατέβρεχε τους συναθροισμένους. Και «ένας άλλος κρατεί την αιμοστιγμένην ποδιάν του και δι’ αυτής κτυπά τους άλλους οψοκομιστάς δια να μη βγαίνουν εμπρός». Ξεκίνησαν ένδεκα δρομείς αλλά τελικά τερμάτισαν τρεις, τους οποίους «τους εισάγουν εις τι παντοπωλείον και τους προσφέρουν κονιάκ και μετ’ ολίγον τους δίδουν και χρηματικόν δώρον». Η εφημερίδα «Εστία» κατέγραφε με λεπτομέρειες την επιτυχία του αγώνος αναφέροντας ότι θα επαναλαμβανόταν κάθε απόγευμα «όταν οι εργασίες της Αγοράς εφησυχάζουν». Οπωσδήποτε ο τρόπος με τον οποίον ο λαός υιοθέτησε την αίγλη των Αγώνων και συνέχισε, με τον δικό του απλοϊκό τρόπο, να ασχολείται με τον αθλητισμό απασχόλησε τους αρμοδίους. Εξάλλου, διαφαινόταν πως η γυμναστική γενικότερα μετατρεπόταν σε δημοφιλή ενασχόληση. Με το πέρας όμως των Αγώνων, έληγε και η θητεία της πανίσχυρης Ολυμπιακής Επιτροπής, η οποία είχε συσταθεί με βασιλική εντολή.
Η ίδρυση του ΣΕΑΓΣ
Η ιδέα για την ένωση όλων των αθλητικών και γυμναστικών σωματείων της Ελλάδος υπήρχε ήδη από το 1896 και πρωτεργάτης ήταν ο Ιωάννης Φωκιανός. Σημαντική όμως ήταν και η συμβολή του Παναχαϊκού Γυμναστικού Συλλόγου, ο οποίος ιδρύθηκε το 1891 και μετονομάσθηκε το 1923 στη γνωστή Παναχαϊκή μετά τη συνένωση με την Γ. Ε. Πατρών. Ο Παναχαϊκός παρουσίασε ιδιαίτερη δραστηριότητα τις παραμονές των Ολυμπιακών Αγώνων, οργανώνοντας και προκριματικούς.
Είχε προγραμματιστεί να συγκληθεί συνέδριο αμέσως μετά τη λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων για την επίτευξη του σκοπού της ενώσεως των σωματείων, όπως και έγινε. Το συνέδριο έλαβε χώρα το πενθήμερο 13-17 Ιανουαρίου 1897, στο κτίριο του Παρνασσού και με πρωτοβουλία του Πανελληνίου Γυμναστικού Συλλόγου. Συμμετείχαν, με αντιπροσώπου στους, τα εξής σωματεία: Πανελλήνιος, Εθνικός, Γ. Σ. Κέρκυρας, Φιλοπροόδων Τριπόλεως, Στράτων Αιγίου, Γ. Σ. Τήνου, Πεζοπόρων Πειραιά, Αβέρωφ Ναυπλίου, Παναχαϊκός Πατρών, Παγκύπρια Λευκωσίας, Σκουφάς Άρτης, Πειραϊκός Σύνδεσμος, Γυμνάσιον Σμύρνης, Γ. Σ. Αμαρουσίου, Λοκρικός Αταλάντης, Γλαύκος Χαλκίδος, Γ. Σ. Στυλίδος, Γ. Σ. Λαμίας, Γ. Σ. Βόλου, Μεσσηνιακός Καλαμάτας, Άρατος Κιάτου, Ηρακλής Αγρινίου, Ναυπακτιακός Ναυπάκτου, Ολύμπια Λεμεσού, Ολυμπία Ανδρίτσαινας, Φιλοξένεια Ζακύνθου, Φωκιανός Κουκουβαούνων, Γ. Σ. Κύμης.
Ο φορέας έλαβε την ονομασία Σύνδεσμος Ελληνικών Αθλητικών και γυμναστικών Σωματείων (ΣΕΑΓΣ) και πρόκειται περί του υφιστάμενου μέχρι σήμερα ΣΕΓΑΣ. Η μετονομασία έγινε το έτος 1928 με απλό αναγραμματισμό και χάριν ευφωνίας.
Η εθνική συμφορά
Αναμφισβήτητα υπήρξε πλήγμα για την Ελλάδα και για τον ευρισκόμενο στα σπάργανα αθλητισμό, ο ατυχής πόλεμος του 1897. Ο απελευθερωτικός αγώνας της Κρήτης σήμαινε για μία ακόμα φορά τη σύγκρουση με την Τουρκία. Οι σφαγές χριστιανών στα Χανιά, στα τέλη περίπου του Ιανουαρίου του 1897, ανάγκασαν την κυβέρνηση Δηλιγιάννη να αποστείλει μοίρα του ελληνικού στόλου με διοικητή τον πρίγκιπα Γεώργιο και εκστρατευτικό σώμα με διοικητή τον συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο. Η αποβίβασις των Ελλήνων στρατιωτών πανηγυρίσθη ως θρίαμβος και η ύψωσις της ελληνικής σημαίας στο Ακρωτήρι της Κρήτης συγκίνησε το πανελλήνιο. Η στάσις που οι ευρωπαϊκές δυνάμεις ετήρησαν απέναντι στην ελληνοτουρκική αναμέτρηση όχι μόνον απογοήτευσε -για μια ακόμη φορά- την Ελλάδα, αλλά και την οδήγησε απομονωμένη στον μοιραίο για την πορεία του ελληνικού κράτους πόλεμο. Οι Τούρκοι, όμως, καταλάμβαναν με ισχυρές δυνάμεις τις θεσσαλικές πόλεις παρά την αντίσταση της αήττητης ταξιαρχίας του συνταγματάρχη Σμολένσκι.
Η Ελλάς υποχρεωνόταν, στις 7 Μαΐου του 1897, στην υπογραφή ανακωχής έξω από τη Λαμία και τον Νοέμβριο του ίδιου έτους σε συνθήκη ειρήνης στην Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με τους όρους της, επιβαλλόταν στο ελληνικό κράτος βαρύς οικονομικός έλεγχος, ο οποίος δεν ήταν παρά το τίμημα που η πατρίδα μας πλήρωνε στις ευρωπαϊκές δυνάμεις ως ανταμοιβή που σταμάτησαν την προέλαση των Τούρκων, συνηγόρησαν στην εκκένωση της Θεσσαλίας και εγγυήθηκαν το δάνειο της πολεμικής αποζημίωσης. Παράλληλα, οι εδαφικοί όροι της συνθήκης επέτρεπαν στην Τουρκία συνοριακές βελτιώσεις προς όφελός της σε σημεία στρατηγικής σημασίας. Παρά την απογοήτευση που έφεραν οι εθνικές συμφορές και την απουσία ουσιαστικώς του κράτους, το βάρος των αθλητικών εκδηλώσεων ανέλαβε ο αρτισύστατος ΣΕΓΑΣ, ο οποίος και κατόρθωσε να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον για τη γυμναστική και τον αθλητισμό.
Ο εθνικός χαρακτήρας
Πρωτεργάτες σε όλες τις ενέργειες ήταν οι παράγοντες του Πανελληνίου. Εξέχουσα φυσιογνωμία υπήρξε ο πανεπιστημιακός καθηγητής Σπυρίδων Λάμπρος, πρόεδρος του Πανελληνίου, πρόεδρος του ιδρυτικού συνεδρίου και πρώτος αιρετός πρόεδρος του ΣΕΓΑΣ. Το πρώτο προεδρείο αυτού του υπερτοπικού αθλητικού φορέα αποτέλεσαν, εκτός από τον Σπυρίδωνα Λάμπρο στη θέση του προέδρου, οι Ν. Δημαράς αντιπρόεδρος, Α. Κορδέλλας ταμίας, Π. Καλλιγάς, γενικός γραμματέας. Τα υπόλοιπα μέλη του συμβουλίου ήταν οι Ι. Αλεξανδρόπουλος, Π. Καραπάνος, Λ. Λαπαθιώτης, Γ. Παπαβασιλείου, Γ. Παπαδιαμαντόπουλος, Α. Ρηγόπουλος, Ι. Χρυσάφης.
Οπωσδήποτε η αναφορά και μόνον των ονομάτων που συμμετείχαν στο πρώτο διοικητικό συμβούλιο μας αποκαλύπτει την «ταυτότητα» του φορέως. Αφ’ ενός την εθνική διάσταση που αποδιδόταν στην ίδρυσή του και την καθιέρωσή του, ως ηγετικού φορέως του ελληνικού αθλητισμού. Αφ’ ετέρου την υιοθέτησή του από την πολιτειακή αρχή της χώρας, το Παλάτι. Αρκούμεθα να αναφερθούμε στο τριμελές προεδρείο προκειμένου να αναδείξουμε τον ευρύτερο πολιτικό και κοινωνικό χαρακτήρα της διοικήσεως που ανελάμβανε τον εθνικό φορέα για τον αθλητισμό.
Λάμπρος, Κορδέλλας, Καλλιγάς
Ο 46χρονος πρόεδρος Σπυρίδων Λάμπρος ήταν άνθρωπος του Παλατιού, σπουδαίος πολιτικός και καθηγητής Ιστορίας και Παλαιογραφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Με μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία, είχε ήδη συμμετάσχει στην ίδρυση του Φιλολογικού συλλόγου «Παρνασσός» και της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος. Ανήκε στον κύκλο της «Εστίας», συμμετείχε ποικιλοτρόπως στη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896 και ήταν εκ των μυημένων στην Εθνική Εταιρεία.
Πασίγνωστος ήταν και ο 61χρονος τότε πολυγραφέστατος μηχανικός μεταλλειολόγος Ανδρέας Κορδέλλας που ανέλαβε τα χρέη Ταμία. Πολίτης του κόσμου, καταγόμενος από την Σμύρνη, υπήρξε σπουδαίος τεχνικός και οικονομικός παράγων της ελληνικής ζωής και Καθηγητής της Σχολής Ευελπίδων. Σπούδασε στο Πολυτεχνείο της πόλης Zittau (Σαξονία) και επί δεκαετία συνέχισε τις σπουδές του ειδικευόμενος στην Ορυκτολογία, στη Γεωλογία κ.ά. Επιστρέφοντας χρησιμοποιήθηκε, όπως φυσικό, από την ελληνική κυβέρνηση και υπήρξε από τους πρωτεργάτες αναπτύξεως πολλών παραγωγικών μεταλλευτικών κλάδων (Λαύριο, Νάξο, Μήλο κ.ά.). Πραγματοποίησε σημαντικές ερευνητικές εκδρομές σε όλη την Ελλάδα. Διατηρούσε στενές σχέσεις με τον Σπ. Λάμπρο, συμμετείχε στην διοργάνωση των Α’ Ολυμπιακών Αγώνων και στον ΣΕΓΑΣ εκπροσωπούσε τον Εθνικό Γυμναστικό Σύλλογο.
Πρώτος Γενικός Γραμματεύς ανέλαβε ο 41χρονος πολιτικός, πολεοδόμος και φίλαθλος Πέτρος Καλλιγάς, ο οποίος υπήρξε επίλεκτο μέλος της αθηναϊκής κοινωνίας και συμμετείχε ως εκπρόσωπος του Μεσσηνιακού Καλαμάτας. Με σπουδές μηχανικού στην Αγγλία και στην Γερμανία, ακολούθησε στρατιωτική σταδιοδρομία και συμμετείχε στην εκστρατεία της Θεσσαλίας. Υπήρξε επίσης πρόσωπο της εμπιστοσύνης του βασιλικού περιβάλλοντος και συμμετείχε στη διοργάνωση των Α’ Ολυμπιακών Αγώνων. Σε όλη τη διάρκεια της ζωής του συμμετείχε σε φορείς προσφέροντας τις υπηρεσίες του, ενώ έντονη ήταν η παρουσία του στα αθλητικά δρώμενα. Γιός του Παύλου Καλλιγά, υπήρξε Πρόεδρος της Επιτροπής Σχεδίου Πόλεως που φέρει το όνομά του, ενώ αργότερα διετέλεσε και Πρόεδρος του ΣΕΓΑΣ.
Θεσμική συνέχεια
Τον Ιούλιο του 1897 συνήλθε στη Χάβρη της Γαλλίας το Διεθνές Ολυμπιακό Συνέδριο, στο οποίο δυστυχώς η Ελλάδα δεν εκπροσωπήθηκε εξαιτίας των γεγονότων. Η απουσία είχε ως αποτέλεσμα αφενός να χάσει έδαφος η ελληνική πρόταση για μόνιμη τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα και αφετέρου να χαθεί η επαφή με τα διεθνή αθλητικά δρώμενα. Η επόμενη κίνηση εκ μέρους της Ελλάδος θα εμφανισθεί δύο χρόνια αργότερα, με πρωτεργάτη τον Αθανάσιο Ευταξία, ο οποίος ως υπουργός Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως εξέδωσε έναν θεμελιώδη νόμο για τις αθλητικές εξελίξεις.
Το ελληνικό βασίλειο, με την υποστήριξη του τότε Διαδόχου Κωνσταντίνου, αποκτούσε τον σημαντικότερο ίσως νόμο για την ιστορία του νεοελληνικού αθλητισμού. Έφερε τον τίτλο «Περί γυμναστικής και αθλητικών γυμναστικών αγώνων» (νόμος ΒΧΚΑ). Καθόριζε, μεταξύ άλλων, τον ρόλο του ΣΕΓΑΣ, στον οποίο απέδιδε εθνική διάσταση, όπως και στη λειτουργία της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής. Η γυμναστική ενασχόληση συνδεόταν με την εθνική ανατροφή και την ανάγκη αναγνωρίσεως της γυμναστικής εκπαιδεύσεως. Το σημαντικότερο ήταν πως το σπουδαίο εκείνο νομοθέτημα προέβλεπε την ανά τετραετία εξακολούθηση των αγώνων που είχαν ξεκινήσει το 1896. Ένα λαμπρό μέλλον διαγραφόταν και νέα σπουδαία σελίδα άνοιγε για τον Ολυμπισμό και τον Αθλητισμό.