Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Πολλές φορές αναφερόμαστε στις τουρκικές λέξεις που έχουν παρεισφρήσει στη γλώσσα μας, αποτέλεσμα της γειτνιάσεως ή της μακρόχρονης δουλείας. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις στις οποίες ελληνικές λέξεις έχουν παρεισφρήσει στην τουρκική, με καλύτερο ίσως παράδειγμα τη λέξη κουμπούρα! Επί δεκαετίες και πολύς λόγος έχει γίνει περί της καταγωγής αυτής της λέξης, η οποία παλαιότερα και συχνότατα, αλλά και στις ημέρες μας επίσης συχνά, χρησιμοποιείται στο λεξιλόγιό μας. Γιατί όμως λέμε κουμπούρι το πιστόλι, το όπλο και κουμπούρα χαρακτηρίζουμε τον κακό μαθητή; Το ζήτημα της καταγωγής της λέξης κουμπούρα -ρι -ρας, απασχολούσε ανέκαθεν τους ανθρώπους των γραμμάτων. Φαινόταν δε πως τη λέξη διεκδικούσαν όλες οι γλώσσες του κόσμου, αφού πολλοί πίστευαν πως είναι τουρκική, άλλοι αραβική και ορισμένοι αρβανίτικη. Το πρόσωπο που ξεκαθάρισε τα πράγματα ήταν ο Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλους[1], στα μέσα της δεκαετίας 1920.
Και όσον αφορά τον κουμπούρα μαθητή, τόσα και τόσα συνώνυμα υπάρχουν για να τον χαρακτηρίσουμε και να αποφύγουμε τον… σκόπελο της ερμηνείας: κούτσουρο, ντουβάρι, σκράπας, στουρνάρι, τούβλο. Το πρόβλημα όμως παραμένει. Πόθεν η κουμπούρα; Ο καταγόμενος από την Αγία Μαρίνα Μυτιλήνης σπουδαίος πρωτεργάτης της οικονομικής ιστορίας του τόπου μας, έμπορος, λόγιος και οικονομολόγος Αθανάσιος Ν. Βερναρδάκης στην περί αμφιέσεως εργασίας του (1906)[2], σημείωσε ότι το «κουμπούρι ή κουμπούρα (είναι) λέξις του μεταγενέστερου Ελληνισμού». Είναι ίσως η πλέον δόκιμη διατύπωση, αφού ο απέριττος και φιλόπονος αυτός ερευνητής στο θαυμάσιο αυτό βιβλίο του, μας ενημερώνει ότι η ονομασία του γιλέκου εισήχθη σ’ εμάς τον 17ο αιώνα.
Μέχρι τότε το γιλέκο το αποκαλούσαμε κομβούρι, λέξη η οποία σωζόταν μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες στη Λέσβο και μερικά ναυτικά νησιά. Επίσης, ότι όχι μόνον το σταυρωτό γιλέκο των βρακάδων αλλά και το κουμπωμένο των φουστανελάδων είχε την ίδια ονομασία[3]. Ακόμη ότι και το δημοφιλές σελάχι λεγόταν «κουμπούρι» εφόσον είχε ένα φαρδύ λουρί που το κούμπωναν για να προφυλάσσουν το πιστόλι τους να μην πέσει, όταν έτρεχαν ή να μην τους το αρπάξει κάποιος εύκολα. Με το πέρασμα του χρόνου και το πιστόλι του κουμπουριού ονομάστηκε έτσι και παρέμεινε να λέγεται κουμπούρι και αυτό. Την αλήθεια αυτή ενισχύει καθοριστικά και ο περίφημος φιλόλογος του Μεσαίωνα και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας Δουκάγγιος (Charles du Fresne, sieur du Cange).
Στο περίφημο Γλωσσάρι του Μεσαιωνικού και μεταγενέστερου Ελληνισμού (1688) σημειώνει: Κουμπούρι = φαρέτρα, βελοθήκη! Πρόκειται δηλαδή για τον πρόγονο του σελαχιού, τη θήκη στην οποία τοποθετούσαν τα βέλη. Επειδή δε την θήκη αυτή την κούμπωναν, γι’ αυτό την ονόμαζαν «κουμπούριον». Άρα η λέξη μας έρχεται από τα παλιά, όταν γινόταν χρήση τόξων και πριν επικρατήσει η πιστόλα, και είναι ελληνικότατη[4].
Πολλοί φίλοι της λαογραφίας κυρίως, θα αναρωτηθούν και για το παμπάλαιο δημοτικό δίστιχο: «Κυρά μου τα κουμπούρια σου / με τι τα ’χεις γιομάτα»[5]. Εν προκειμένω ο φίλτατος Δημ. Καμπούρογλους αναφέρει πως ο πρώτος στίχος μπορεί να σχετίζεται με κάποιον κουμπωμένο μπούστο και ο δεύτερος με τους μπαρλαμάδες κ.λπ. ίσως να είναι μεταγενέστερη προσθήκη. Εξάλλου και η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου[6] όταν έγραφε τους στίχους της περίφημης Μαλάμως, την οποία θαυμάσια ερμήνευσε και η Άλκηστις Πρωτοψάλτη, κατέγραψε ότι η εν λόγω επαρχιώτισσα «τα κουμπούρια γεμισμένα / τα ’χει πάντα κουμπωμένα». Αναμφισβήτητα η λαϊκή στιχουργός κάποια ερεθίσματα θα είχε από τη δημοτική ποίηση, όταν έγραφε ότι η πρωταγωνίστρια Μαλάμω «απαράτησε τα γίδια τα σιγκούνια τα στολίδια / στην Αθήνα μάνι-μάνι έβαλε κοντό φουστάνι / τα κουμπούρια της γεμάτα τα κουνά πανάθεμά τα / τα κουνά και περπατάει κι όλη η Αθήνα τραγουδάει». Και αφού έτσι θέλει τα πράγματα το μελοποιημένο από τον Σταμάτη Κραουνάκη άσμα, σε εμάς δεν πέφτει λόγος για περαιτέρω έρευνα.