Η Επανάστασις του Εικοσιένα, μαζή με τόσα άλλα έργα που ενέπνευσε – πεζά και ποιητικά- έκαμε να γραφή και η «Ελλάς» από τον Σέλλεϋ, ένα από τους τρεις μεγαλειτέρους Άγγλους λυρικούς· οι άλλοι δύο είνε ο Βύρων και ο Κητς. Και οι τρεις αυτοί ήσαν τόσον λάτραι της Ελλάδος, ώστε, εάν επέτρεπαν αι περιστάσεις, θα ημπορούσαν να θυσιασθούν διά την Ελλάδα, όπως ο Βύρων. Ο Κητς, λεπτό λουλούδι, έπεσεν από τον άνεμον της ζωής, προτού ακόμη φθάση έως αυτόν ο αντίλαλος της Ελληνικής αφυπνίσεως, ο δε Σέλλεϋ, λέγουν ότι δεν επνίγη πλέων με το πλοίον του, τον «Άριελ», από τα κύματα της τρικυμίας, αλλά ότι εδολοφονήθη από Ιταλούς κουρσάρους, οι οποίοι εγνώριζον ότι ο «Άριελ» μετέφερεν ολοκλήρους θησαυρούς προωρισμένους διά τον σκοπόν της Ελληνικής Επαναστάσεως. Πάντως ο Σέλλεϋ ήτο ικανός, όσον και ο Βύρων, να θυσιάση όχι μόνον την περιουσίαν του, αλλά και την ζωήν του διά την Ελλάδα, της οποίας το πνεύμα διήθυνε κάθε του πράξιν.
«Είμεθα όλοι Έλληνες, διελάλει εις τον πρόλογον του ποιήματός του. Οι Νόμοι μας, η Φιλολογία μας, η Θρησκεία μας, αι Τέχναι μας, έχουν την ρίζα των εις την Ελλάδα. Χωρίς την Ελλάδα, η Ρώμη, μητρόπολις των προγόνων μας, δεν θα εσκόρπιζε με τα όπλα της κανένα φως και θα ημπορούσαμε ν’ απομείνωμεν για πάντα ειδωλολάτραι και άγριοι, ή ακόμη χειρότερο, να φθάσωμεν εις μίαν κοινωνικήνκατάστασινστάσιμον και αθλίανανάλογον μ’ εκείνην της Κίνας.
Οι νέοι Έλληνες είνε οι απόγονοι των ενδόξων αρχαίων, που η φαντασία μας έχει θεοποιήσει και εκληρονόμησαν από εκείνους την ευαισθησίαν, την οξείαναντίληψιν, τον ενθουσιασμόν και την ανδρείαν».
Αλλά ας έλθω εις το ποίημα του.
Η «Ελλάς» του είνε το πιο μεγαλόστομο ποίημα που ενέπνευσεν η Ελληνική Επανάστασις και θα έπρεπεν από καιρού ήδη να έχη μεταφρασθή από κάποιον Αγγλομαθή ποιητήν μας εις την γλώσσαν μας.
Ο Σέλλεϋ όταν έγραφε το ποίημά του, είχεν υπ’ όψιν του τους «Πέρσας» του Αισχύλου, όπως το λέγει άλλως τε και εις τον πρόλογόν του. Εκείνο που του έλειψε για να πάρη μίαν ζωήνεκτενεστέραν του βιβλίου, είνε η δραματική τέχνη. Εις την «Ελλάδα» του Σέλλεϋ, εκτός του διαλόγου, δεν υπάρχει κανένα άλλο δραματικό γνώρισμα, ενώ εις τους «Πέρσας» του Αισχύλου κάθε φράσις των, κάθε λέξις των, είνεβαλμέναι για ν’ ακουσθούν από την σκηνήν. Και όμως κανείς άλλος ποιητής, απ’ όσους γνωρίζω, δεν ημπορεί να χαρακτηρισθή τόσον γνήσιος μαθητής του αρχαίου μας τραγικού. Ο Αισχύλος διά τον Σέλλεϋ όπως τα κιονόκρανα του Παρθενώνος διά τον Κητς: Αιώνιος γυρισμός!
Και αυτό φαίνεται, όχι διότι προσεπάθησε, καθώς πιο έπειτα και ο Γκαίτε, να εμπνευσθή από τον αθάνατονμύθον του Προμηθέως, ούτε διότι έγραψε την «Ελλάδα» του εις τα ίχνη των «Περσών», αλλά φαίνεται από όλα του τα ποιήματα, τα οποία εκτός της μεταφυσικής και θρησκευτικής ατμοσφαίρας, εις την οποίαν κινούνται, έχουν μαζή τον προφητικόν εκείνον τόνον, τον αυθόρμητον και πηγαίον, που έχουν αι Αισχυλικαίτραγωδίαι. Εις αυτόν τον τόνον μας ομιλεί λ.χ. ο ήρως του ποιήματός του, ο Σουλτάνος Μαχμούτ, όταν πληροφορήται από έναν αξιωματικόν του τας ηρωϊκάς πράξεις των Ελλήνων:
«Ω μαύρη χαραυγή, που έρχεσαι έπειτα από μία νύχτα πιο δοξασμένη από την ημέρα που την εξεθρόνισε! Ω πίστις εις τον Θεόν! Ω Κράτος της γης! Ω λόγε του μεγάλου προφήτου, που τα φτερά του έκαμαν να σκοτεινιάσουν με την σκιά των οι θρόνοι και τα είδωλα της Δύσεως και τώρα φωτίζονται και πάλιν. Ερείπια επάνω και αναρχία κάτω! Τρόμος έξω και προδοσία μέσα. Το ποτήρι της καταστροφής είνε γεμάτο και όλοι διψούν για να πιούν. Και ποιος από μας τολμά να το απωθήση από τα χείλη μας; Και που είνε κρυμμένη η ελπίδα;».
Και δεν γνωρίζω υποβλητικωτέρανστροφήν ύμνου διά την Επανάστασιν του Εικοσιένα, από τα λόγια του χορού της «Ελλάδος» του Άγγλου λυρικού:
«Ακούτε το δυνατό άνεμο, που το Οργικό του βούϊσμα, κάνει να τρέμου τα ερείπια των τιτάνειων τειχών και που το πνεύμα σείει τα ξηρά κόκκαλα της Σκλαβιάς; Το Άργος, η Κόρινθος, η Κρήτη ακούν και από τους ορεινούς των Θρόνους οι δαίμονες και η νύμφες επαναλαμβάνουν την αρμονία!»
Επ’ ευκαιρία της Εκατονταετηρίδος, εορτάζομεν τους ήρωάς μας και τους φιλέλληνας. Μεταξύ των πρώτων και παρά το πλευρόν του Βύρωνος, πρέπει να στηθή ο ποιητής της «Ελλάδος»! Ο μεγαλόστομος Σέλλεϋ.