Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Το Airbnb που εισήλθε τάχιστα στη ζωή της ελληνικής πρωτεύουσας, προέκυψε ως ένα είδος ακρωνυμίου από τις λέξεις «Air Bed and Breakfast». Ως ιδέα φέρεται να γεννήθηκε το 2008, στο Σαν Φρανσίσκο. Δύο συγκάτοικοι που δεν μπορούσαν να καταβάλουν το ενοίκιο του διαμερίσματός τους, αποφάσισαν να μετατρέψουν το σαλόνι τους σε πρόχειρο ξενώνα, με κρεβάτι και πρωινό έναντι πληρωμής. Ωστόσο, στην Αθήνα, ως γνωστόν, το σύστημα αυτό το είχαν ανακαλύψει από τα μέσα του 19ου αιώνα. Στο ίδιο σπίτι, στην ίδια αυλή, στο διπλανό δωμάτιο, δίπλα ή κάτω από το χαγιάτι και με ιδιαίτερες μορφές επικοινωνίας, το επίσης γνωστό μας «Ενοικιάζεται».
Η διεθνής βιβλιογραφία, μη λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη της τα ελληνικά δεδομένα, θέλει το σύστημα που έχει κατακλύσει την Αθήνα να έχει εφευρεθεί με αφορμή τους δύο συγκατοίκους που προαναφέρθηκαν από έναν φίλο τους. Έφτιαξε έναν ιστότοπο με τον τίτλο «AirBedandBreakfast», ο οποίος ξεκίνησε τη λειτουργία του, τον Αύγουστο 2008. Προσέφερε διαμερίσματα για μικρά χρονικά διαστήματα, και ευκαιρία για όσους ήθελαν να κερδίσουν χρήματα.
Έναν χρόνο αργότερα (2009) χρησιμοποιήθηκε το ακρωνύμιο «Airbnb» και το μεγάλο ταξίδι είχε ξεκινήσει για Λονδίνο, Παρίσι, Μιλάνο, Βαρκελώνη Κοπεγχάγη, Μόσχα, Σαν Πάολο κ.α. Δεν άργησε το 2012, να περάσει στην Αυστραλία και στην Ασία. Παρά τις αντιδράσεις και τις νομοθετικές ρυθμίσεις που έγιναν στην Αμερική, το σύστημα απλώθηκε σε όλο τον κόσμο επιφέροντας τεράστια κέρδη στους δημιουργούς του.
Αλλά Airbnb, με τη μορφή που το γνωρίζουμε στις ημέρες μας, για τουρίστες κυρίως και ολιγοήμερες διαμονές, εφάρμοσε μια ιδιωτική εταιρεία στα ελληνικά νησιά ήδη από το 1962! Πρωταγωνιστής ο γνωστός Αθηναίος επιχειρηματίας και πρώην δημοτικός σύμβουλος Διονύσιος (Ντένης) Πετρόπουλος. Λαμβάνοντας υπόψη του τη μεταπολεμική κατάσταση και την αυξημένη ζήτηση από Μάιο έως Σεπτέμβριο πήρε την απόφαση. Έτσι, μέσω της ειδικευμένης στον τουριστικό τομέα ελληνο – ελβετικής εταιρείας «Ουνιντόρ», αποφάσισε να εφαρμόσει ένα νέο σύστημα.
Η εταιρεία έσπευσε να νοικιάσει 55 σπίτια, με δυναμικότητα περίπου 260 κλινών, σε τρία από τα ωραιότερα νησιά. Την πάλλευκη ακόμη και ανεμόδαρτη Μύκονο, την κοσμοπολίτικη Ύδρα και την αρχόντισσα του Ιονίου, Κέρκυρα. Τα σπίτια ανακασκευάστηκαν, διατηρώντας το τοπικό τους χρώμα και διέθεταν ότι μπορούσε να χρειαστεί ένας επισκέπτης. Ζεστό – κρύο νερό, μαγειρικά σκεύη, καθαριότητα. Ο τουρίστας που έφτανε στην Ελλάδα, εφόσον είχε νοικιάσει σπίτι από την «Ουνιντόρ» παραλαμβανόταν με αυτοκίνητα της εταιρείας από το αεροδρόμιο ή το λιμάνι και έφτανε ασφαλώς στον προορισμό του.
Η εταιρεία πραγματοποιούσε βραχείες μισθώσεις σε ξένους τουρίστες από ολόκληρη την Ευρώπη μέσω των πρακτορείων και των ταξιδιωτικών γραφείων. Οι τιμές ήταν εξαιρετικά χαμηλές, σε σχέση με τα ξενοδοχεία και ο επισκέπτης αισθανόταν την οικειότητα του σπιτιού. Η επιδίωξη ήταν σαφής και ξεκάθαρη. Η εξασφάλιση ενός κατώτατου ορίου στοιχειωδών ανέσεων και η εξασφάλιση στέγης και τροφής, δηλαδή ότι θα μπορούσε να επιθυμεί ένας καλόβολος ξένος τουρίστας.
Η επιχειρηματική δραστηριότητα αυτή είχε εξαιρετική επιτυχία, γεγονός που αποδείχτηκε από τη μεγέθυνσή της τη δεύτερη χρονιά (1962). Επεκτάθηκε σε 120-150 σπίτια σε ελληνικά νησιά πάντα και με συνολική δύναμη 600-700 κλίνες. Αξιοποιήθηκαν εγκαταλελειμμένα αρχοντικά, μικρές μονοκατοικίες, και πολλά κουκλίστικα νησιωτόσπιτα, ενώ στο πρόγραμμα εντάχθηκαν σχεδόν όλα τα νησιά των Κυκλάδων. Εξάλλου ο Πετρόπουλος οραματιζόταν οι δραστηριότητές του να αποτελέσουν πολύτιμη συμβολή στην τουριστική προβολή της Ελλάδας στο εξωτερικό και στην προσέλκυση ξένων τουριστών και συναλλάγματος. Αλλά κυριολεκτικά λογάριαζε χωρίς τους… ξενοδόχους. Η φιλόδοξος εκείνη προσπάθεια δεν είχε συνέχεια, αφού δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που έθετε ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού και έπληττε ευθέως τα συμφέροντα των ξενοδοχείων.