Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Οι παλαιότεροι τη θυμούνται και οι νεότεροι τη γνώρισαν από την ταινία «Μια ζωή την έχουμε», που προβλήθηκε στις οθόνες των αθηναϊκών κινηματογράφων το 1958. Εμφανίστηκε δίπλα στον Δημήτρη Χορν και ήταν η πληθωρική Υβόν Σανσόν (1925-2003). Η σκηνοθεσία και το σενάριο του Γιώργου Τζαβέλλα και η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι ήταν στοιχεία που συνέβαλαν ώστε η ταινία να καταλάβει μία από τις πρώτες θέσεις στις προτιμήσεις του κοινού. Για την καταγωγή της εκρηκτικής ντίβας Υβόν Σανσόν έχουν γραφτεί πολλά. Το επικρατέστερο μέχρι σήμερα σενάριο είναι ότι η μητέρα της ήταν Τουρκάλα, ο πατέρας της γαλλορωσικής καταγωγής, ο παππούς της Ρώσσος και η γιαγιά της Πολωνίδα!
Αυτά γράφονταν στις αρχές της δεκαετίας 1950, όταν η ντίβα κατατασσόταν στις τέσσερις πιο διάσημες ηθοποιούς της Ιταλίας. Η ίδια ούτε επιβεβαίωνε, ούτε διέψευδε, οπότε τα σενάρια αναπαράγονται έως σήμερα. Ωστόσο την πραγματικότητα διέσωσαν οι δημοσιογράφοι Ιωάννης Μανωλικάκης (1913-1988) και Γιώργος Πηλιχός (1929-2003). Ήταν γνήσια Ελληνίδα και γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί πέρασε τα πρώτα παιδικά της χρόνια. Ο πατέρας της, ο Βάλτερ Σανσόν, ήταν αξιωματικός της Στρατολογίας του Ελληνικού Στρατού και η μητέρα της, κόρη του Κωνσταντινουπολίτη μεγαλέμπορου Γεωργιάδη.
Το ζεύγος μετακινούνταν σύμφωνα με τις ανάγκες των μεταθέσεων του πατέρα. Έτσι βρέθηκε και στην Κέρκυρα. Εκεί, όταν η Υβόν ήταν ακόμη παιδούλα, ο πατέρας της πέθανε από πνευμονία. Ακολούθησαν σκληρές ημέρες για μητέρα και κόρη. Προσπαθούσαν να επιβιώσουν με την πενιχρή στρατιωτική σύνταξη. Πέρασαν ο πόλεμος, η Κατοχή και η Απελευθέρωση, και το 1944 μητέρα και κόρη ξεκίνησαν για την Ιταλία. Στη Ρώμη θα συναντούσαν συγγενείς τους και η Υβόν θα σπούδαζε στη Σχολή Καλογραιών της Βίλας Πάτσι, συμπληρώνοντας τις γυμνασιακές σπουδές που είχε διακόψει στην Κέρκυρα.
Για την πρώτη εμφάνισή της στον κινηματογράφο η ίδια είχε αφηγηθεί διαφορετικά σενάρια:πότε υποστήριζε ότι το 1946 την ανακάλυψε τυχαία ο Ιταλός σκηνοθέτης Ρικάρντο Φρέντα και της πρότεινε να παίξει έναν μικρό ρόλο στην ταινία «Μαύρος Αετός». Άλλοτε ισχυρίσθηκε πως ο Άλμπερτ Λατουάλα ήταν εκείνος που τη γνώρισε σε κάποιο φιλικό σπίτι και της πρότεινε να συμμετάσχει στην ταινία «Επίσκοπος και Σία» του Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο. Μπορεί να είπε μόνο μία φράση, αλλά ήταν η απαρχή της πολυετούς καριέρας της. Μια καριέρα που ολοκληρώθηκε 26 χρόνια αργότερα (1972) με συμμετοχή της σε περισσότερες από σαράντα πέντε ταινίες.
Απέκτησε περιουσία και ζούσε σε πολυτελέστατη ιδιόκτητη βίλα, μόλις πέντε χιλιόμετρα έξω από τη Ρώμη προς το Τσιαμπίνο. Αγαπημένος παρτενέρ της ήταν ο Ιταλός ηθοποιός Αμεντέο Νατσάρι ( 1907-1979). Το άστρο του είχε ανατείλει κατά τη διάρκεια της φασιστικής εποχής. Ωστόσο, αρνήθηκε να ενδώσει σε πρόταση του Μπ. Μουσολίνι και η δημοτικότητά του διατηρήθηκε αμείωτη και στα μεταπολεμικά χρόνια. Το μελόδραμά τους «Παιδιά της Αμαρτίας» προβαλλόταν επί μήνες στους αθηναϊκούς κινηματογράφους. Παρά το γεγονός ότι ήταν καταξιωμένη σε όλη την Ευρώπη, το όνειρό της ήταν να πρωταγωνιστήσει σε ελληνικές ταινίες. Εξάλλου στην Ιταλία ήταν γνωστή ως «Λα μπέλλα Γκρέκα». Η ευκαιρία της δόθηκε με την ταινία του Γ. Τζαβέλλα και η παραμονή της στην Ελλάδα, το 1957, για τα γυρίσματα ήταν πραγματικά θυελλώδης. Πενήντα ημέρες έμεινε στην Αθήνα και δέχθηκε είκοσι γραπτές και προφορικές προτάσεις γάμου! Ανάμεσα στους επίδοξους γαμπρούς ένας στρατηγός εν αποστρατεία και ένας εφοπλιστής. Ξετρελαινόταν με το κλίμα των Αθηνών και τη νυκτερινή διασκέδαση, αγαπούσε τη θάλασσα και τα ρεμπέτικα τραγούδια.