Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Η πιο ταλαιπωρημένη και πολυπληθής φυλή χαμινιών στην Αθήνα ήταν αυτή των στιλβωτών, των μικρών λούστρων. Κατάγονταν σχεδόν όλοι από δύο δήμους της επαρχίας Μεγαλόπολης, τον ομώνυμο Δήμο Μεγαλόπολης και τον Δήμο Λυκοσούρας. Από τον πρώτο τα περισσότερα παιδιά προέρχονταν από τα χωριά Αγηιάσμπεη (Ψαθί), Αλιάγα (Βρυσούλες), Κιοσέ (Γέφυρα), Μερζέ (Εκκλησούλα) και Τσαπόγα (Μαλωτά) και από τον δεύτερο κυρίως από Ίσαρι και Αστάλα. Τα παιδιά αυτά εργάζονταν από όρθρου βαθέος μέχρι τη νύχτα έχοντας το καθένα ορισμένο μέρος. Συνήθως, ένα παιδί και συχνά δύο, βρίσκονταν στα στέκια τους όλη την ημέρα υπομένοντας τις καιρικές συνθήκες. Το ημερήσιο κέρδος τους δεν ξεπερνούσε τη μιάμιση δραχμή την ημέρα. Το κυριότερο πρόβλημα που μάστιζε αυτή την κατηγορία των παιδιών ήταν η σωματεμπορία.
Αντίθετα με ότι συνέβαινε με τις δύο άλλες μεγάλες κατηγορίες, τους οψοκομιστές και τους εφημεριδοπώλες, οι στιλβωτές υποδημάτων, οι μικροί λούστροι, παρέμεναν σε δουλεία μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα. Έτσι καταμεσής των Αθηνών, άνθρωποι που είχαν ως επίσημο επάγγελμα το στίλβωμα υποδημάτων εκμεταλλεύονταν τα μικρά χαμίνια. Μετέβαιναν στα χωριά καταγωγής τους και μίσθωναν τα παιδιά από τους γονείς τους με συμβόλαιο και έναντι εκατό δραχμών ετησίως! Ύστερα οδηγούσαν τα παιδιά στην πρωτεύουσα και τα έβαζαν να δουλεύουν νυχθημερόν για λογαριασμό τους. Και υφίσταντο πραγματικά μαρτύρια εάν δεν συγκέντρωναν μία ή δύο δραχμές. Αλλοίμονο αν το παιδί δεν έφερνε τα λεφτά στον «μάστορή» του το απόγευμα.
Στεγασμένα σε ελεεινά δωμάτια, στοιβάζονταν ακόμη και δέκα παιδιά σε έναν χώρο στον οποίο μόλις χωρούσαν να μείνουν τρία ή τέσσερα παιδιά. Το μεσημέρι έτρωγαν όπως – όπως και εάν ο μάστορης τους άφηνε δέκα ή δεκαπέντε λεπτά από την είσπραξη. Εξάλλου, στη συμφωνία με τους γονείς τους είχε προβλέψει να τους δίνει μόνον ένα γεύμα κάθε απόγευμα. Τα συνήθη προϊόντα που κατανάλωναν ήταν ψωμί και ελιές. Σε περίπτωση που ασθενούσαν τα παιδιά σπάνια τα επισκεπτόταν γιατρός, παρά τις προβλέψεις των συμβολαίων τους, ενώ τους απαγόρευαν ουσιαστικά να παρακολουθήσουν τη Σχολή του Παρνασσού ισχυριζόμενοι ότι ήταν τόπος διαφθοράς! Υπήρξε εποχή κατά την οποία περίπου τριακόσια παιδιά υφίσταντο αυτού του τύπου τις ταλαιπωρίες.
Ένας και μόνον μάστορης διαφέντευε σαράντα έως πενήντα παιδιά, τα οποία στέγαζε σε τρώγλες της περιοχής των Αγίων Αναργύρων Ψυρρή. Εκείνος εισέπραττε καθημερινά εισόδημα περίπου εκατό δραχμών, την ώρα που οι μικροί λούστροι λιμοκτονούσαν στους δρόμους της πόλης. Οι σωζόμενες περιγραφές είναι δραματικές. Γι’ αυτό δόθηκε ολόκληρος αγώνας εκ μέρους του «Παρνασσού» που κατήγγειλε τους σωματέμπορους καταφέρνοντας να αποσπάσει από τα χέρια τους τα παιδιά και να τους δώσει στέγη, τροφή και εκπαίδευση. Τα πράγματα φαίνεται πως καλυτέρευαν περί τα τέλη του 19ου αιώνα, χωρίς ωστόσο να εξαφανιστεί το φαινόμενο της σωματεμπορίας των χαμινιών, τα οποία τόσο έχουν αδικηθεί απ’ όσους έχουν ασχοληθεί σχετικά.
Οι αντιδράσεις τερμάτισαν τα «συμβόλαια σκλαβιάς»
Τα παιδιά αυτά παρουσιάστηκαν ως αλητάκια, χωρίς να αναφέρονται οι λόγοι και οι τρόποι με τους οποίους έφταναν στα πεζοδρόμια της πόλης. Τη θέση των προηγούμενων σωματεμπόρων πήραν στη συνέχεια άλλοι, που ασκούσαν το επάγγελμα του εμβαλωματού (μπαλωματή) ή του οινοπώλη. Ωστόσο, οι αντιδράσεις που σημειώθηκαν καλυτέρευσαν τις συνθήκες μέσω των οποίων μπορούσε πλέον κάποιος να «νοικιάσει» φτωχά παιδιά. Στο γύρισμα του 19ου προς τον 20ό αιώνα τα συμβόλαια σκλαβιάς εξαφανίζονταν πλέον, με αυστηρή παρέμβαση της πολιτείας, ενώ και οι δομές προστασίας της παιδικής ηλικίας αυξάνονταν και προσαρμοζόταν σταδιακά στα ευρωπαϊκά δεδομένα. Τα φαινόμενα εκμετάλλευσης και κακομεταχείρισης βεβαίως δεν εξαφανίστηκαν, αλλά μειώθηκαν αισθητά και τα παιδιά των δρόμων βίωναν καλύτερες συνθήκες ζωής. Πλούσια στοιχεία για τη ζωή τους είναι διεσπαρμένα σε γνωστά λογοτεχνικά έργα.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 22 Νοεμβρίου 2017