Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Η Διεθνής Έκθεση της Θεσσαλονίκης έχει απολαύσει πλούσιες ιστορήσεις και σπουδαίες γραφίδες έχουν καταγράψει τις πολλές και μεγαλειώδεις στιγμές της. Άφθονη η βιβλιογραφία, ακόμη πιο πληθωρικά η αρθρογραφία, τα ρεπορτάζ, οι εικαστικές εκθέσεις, οι εκδόσεις, τα φωτογραφικά άλμπουμ, τα διηγήματα, τα ποιήματα και πάσης φύσεως λογοτεχνικά κείμενα. Ανάμεσά τους και 22 αθησαύριστα μέχρι σήμερα ρεπορτάζ του περίφημου «Σταμ-Σταμ», όπως ήταν το ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε ο υπέροχος Έλληνας, σπουδαίος δημοσιογράφος, εξίσου άριστος σκιτσογράφος Σταμάτης Σταματίου (1881-1946). Επισκέφθηκε την Έκθεση το 1936, παρουσίασε άγνωστες πτυχές της, περιέγραψε ανθρώπους και προϊόντα, και διέσωσε εικόνες της πόλης.
Ήταν ένας ταλαντούχος και ευαίσθητος Έλληνας, τον οποίο θα φροντίσουμε να βιογραφήσουμε εν καιρώ. Άγνωστες στο ευρύ κοινό πτυχές του έργου του βρίσκονται διασκορπισμένες στις σελίδες εφημερίδων. Χαρακτήριζε τη συμπρωτεύουσα μοιραία και περίεργη πόλη, μια νέα πόλη που αναπήδησε από τα αποκαΐδια της, μια πόλη καινούργια, καθαρή, πολύχρωμη και φωτεινή. Καταδίκαζε, ωστόσο, το γεγονός του γιγαντισμού των κτιρίων και της έντονης παρουσίας των τραπεζών, στις οποίες είχε περιέλθει μεγάλος αριθμός ακινήτων. Έκανε λόγο για θηριώδη όρεξη εκμετάλλευσης της γης, γράφοντας ότι «η πόλις υψούται, υπερυψούται, πλατύνεται, καλλύνεται, ανανεούται και τιμάται από επισκέψεις υπουργών».
Καταδίκαζε, εν έτει 1936, τους πολιτικούς οι οποίοι ανεβαίνοντας στη Θεσσαλονίκη προέβαιναν σε επαγγελίες, προγράμματα, πολιτικές κοσμογονίες και σωτηρίες, για να λησμονήσουν τις εξαγγελίες τους μόλις κατέβαιναν στην Αθήνα. Συγκρίνοντας το κλίμα, μεταξύ πρωτεύουσας και συμπρωτεύουσας, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η τελευταία διέθετε γλυκύ, ήρεμο και κυανού ουρανό, και ρόδινο «ως βαμμένας παρειάς Ατθίδων»! Ήταν 55 ετών και η Θεσσαλονίκη τον γοήτευσε. Το μόνο αρνητικό που διαπίστωνε ήταν ότι κινδύνευε να επηρεαστεί από το ζιζάνιο του θορύβου και των χαρακτηριστικών των Αθηνών. Γνώστης της πραγματικότητας, εκθείαζε τον ρόλο που διαδραμάτιζε η Έκθεση για την πόλη, την επιβίωση και την ανάπτυξή της.
Δεν παρέλειπε να αναφέρει ιστορικό στοιχεία, να μνημονεύσει και τον εκ των πρωτοπόρων Ν. Γερμανό, καθώς και την πλειάδα των Θεσσαλονικέων που είχαν πρωταγωνιστήσει στην καθιέρωση του εποικοδομητικού θεσμού. Παρατηρώντας τι συνέβαινε στην πόλη, διαπίστωνε ότι σιγά – σιγά γέμιζε από δροσερούς και ανθοστολισμένους κήπους. «Όλα καλά και άγια αλλά τι το ήθελε ο Μάνος (σ.σ. δήμαρχος) το αποχωρητήριον εις το πλάϊ του Λευκού Πύργου;», διαμαρτυρόταν ο «Σταμ – Σταμ», ο οποίος εντυπωσιαζόταν από το γεγονός ότι στον παραλιακό δρόμο της Θεσσαλονίκης, από τον Πύργο έως την πλατεία Ελευθερίας, πάνω και κάτω, καθώς και σε όλους τους δρόμους, παντού, στα προάστια και στις γειτονιές, υπήρχαν «καφεζυθεστιατόρια». «Όλα γεμάτα από κόσμον, που τρώει και που πίνει και γραμμόφωνα που εξεμούν βραχνά τραγούδια της πεντάρας»!
Εγκαίνια με τον διάδοχο Παύλο και τον Μεταξά
Το 1936, στα τρία κράτη που συμμετείχαν τα προηγούμενα χρόνια στην Έκθεση, τη Γιουγκοσλαβία, την Τουρκία και την Αλβανία, προστέθηκαν ακόμα τρία (Γερμανία, Δανία και Νορβηγία). Όσο για τα ειδικά ελληνικά περίπτερα, στα καθιερωμένα της σταφίδας, του τουρισμού, της λαϊκής τέχνης και των ταπήτων, προστέθηκαν αυτά των ελληνικών οίνων και των καλών τεχνών. Πάντως, τα εγκαίνια εκείνου του έτους, τα οποία πραγματοποιήθηκαν στις 7 Σεπτεμβρίου, έγιναν από τον διάδοχο και μετέπειτα βασιλέα Παύλο και τον Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος περίπου έναν μήνα νωρίτερα είχε εγκαθιδρύσει το καθεστώς του. «Η Θεσσαλονίκη, ο αδάμας της ελληνικής πατρίδος, ανοίγει τας πύλας της…», δήλωνε ο Ι. Μεταξάς. Και σε μια άκρη, με τη γραφίδα στο χέρι, παραφυλούσε ο «Σταμ-Σταμ» για να μας παραδώσει τις εικόνες της Έκθεσης και της Θεσσαλονίκης που θα απολαύσουμε.