Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Η ζωή της ήταν μυθιστορηματική και στην ψυχή της ενώθηκαν η λεβεντιά της Ρούμελης και η φρόνηση του Μοριά. Ήταν εγγονή της Μόσχως και του Λάμπρου Τζαβέλλα. Του άνδρα που δεν δίστασε να δώσει όμηρο το μονογενή γιο του Φώτο ο οποίος προσφέρθηκε να θυσιαστεί υπέρ της ελευθερίας της πατρίδας του. Κόρη του Φώτου ήταν η Φωτεινή. Όταν έπεσε το Σούλι τα ασκέρια εκπόρθησαν τους βράχους στους οποίους έπεφταν οι μαχητές που δεν είχαν πυρίτιδα για να γεμίσουν τα τουφέκια τους. Είναι πασίγνωστοι οι ηρωισμοί εκείνης της εποχής.
Η ιστορία έχει αποθησαυρίσει τον χορό του Ζαλόγγου και το τραγούδι των Σουλιωτισσών: «Εδώ που τραγουδήσαμε Τούρκος να μην πατήσει». Όπως έγραψε η «Ακρόπολις» ξεπροβοδίζοντας την Φωτεινή, μία – μία πηδούσαν από τον βράχο για να βρουν τάφο στους γκρεμούς της πατρίδας[1]. Εγκατέλειψαν τους βράχους του Σουλίου. Βρήκαν περίθαλψη στα Ιόνια νησιά, όπου διαπεραιώθηκε και ο Φώτος Τζαβέλας. Αλλά και εκεί δεν βρήκαν ησυχία. Ο φοβερός Αλής φοβούμενος πως μπορούσε να επιστρέψει στο Σούλι ο Φώτος, πλήρωσε κάποιον κακούργο και τον δηλητηρίασε.
Έβαλαν δηλητήριο στο τσιμπούκι του και λίγα λεπτά αργότερα πέθανε. Η παράδοση θέλει την ίδια μέρα να γεννιέται το κορίτσι του, στο οποίο έδωσαν το όνομά του, την είπαν Φωτεινή. Αργότερα ο Αλής ήθελε να εξευμενίσει τους Σουλιώτες. Κάλεσε την οικογένεια του Φώτου στα Ιωάννινα και την έθεσε υπό την προστασία του. Έμειναν εκεί μέχρι που ξέσπασε η δεύτερη επανάσταση του Σουλίου. Εγκατέλειψαν κρυφά τα Ιωάννινα και ανέβηκαν πάλι στους βράχους του Σουλίου. Μικρό κορίτσι η Φωτεινή παρευρισκόταν στις δυσμενείς και σκληρές συνθήκες, στερούμενη ακόμη και το ψωμί.
Μετέφερε φυσέκια στα μετερίζια. Το Σούλι πολεμούσε αλλά δεν προσκυνούσε. Υπερασπιζόταν σπιθαμή προς σπιθαμή τους βράχους του. Οι δυσκολίες δεν τους έκαμψαν. Έπεφταν νεκροί από την ασιτία αλλά δεν υποχωρούσαν. Μετά τη μάχη του Πέτα συνήψαν υπερήφανη συνθηκολόγηση. Εκ νέου καταφύγιο στα νησιά του Ιονίου. Στην Κέρκυρα και η Φωτεινή με την οικογένειά της. Αλλά νέες περιπέτειες την περίμεναν στο Μεσολόγγι.
Βρέθηκε εκεί με τα αδέλφια της τον Κίτσο Τζαβέλα και τον Ιωάννη (Μπακατσέλο), υφιστάμενη τα βάσανα της πρώτης πολιορκίας. Γνώρισε καταδιώξεις και σφαγές. Ο αδελφός της τη μετέφερε στον Κάλαμο και από εκεί στο Ναύπλιο, το 1827[2]. Ο γέρο Κολοκοτρώνης φέρεται να τη διάλεξε για νύφη, δηλαδή γυναίκα του γιου του Γενναίου (Ιωάννη). Ο γάμος τους έγινε το 1828. Η ατρόμητη εκείνη Σουλιώτισσα, όπως ήταν φυσικό, στάθηκε στο πλάι του Γέρου όταν φυλακίστηκε. Η συμπεριφορά της υπήρξε αντάξια της καταγωγής της. Έμελλε δε να γνωρίσει δόξες, αφού η ίδια έγινε Κυρία επί των Τιμών της Βασίλισσας Αμαλίας και ο άνδρας της υπασπιστής του βασιλιά Όθωνα, υποστράτηγος, γερουσιαστής και επί ένα εξάμηνο πρωθυπουργός.
Με τον Γενναίο, ο οποίος έφυγε από τη ζωή το 1868, απέκτησαν επτά παιδιά, δύο αγόρια και πέντε κορίτσια. Τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη (1829-1894), τον επονομαζόμενο Φαλέζ, την Γεωργία (Γεωργίτσα, †1910), σύζυγο του πολιτικού Λεωνίδα Πετιμεζά, την Αικατερίνη (1847-1917), σύζυγο Ιωάννου Ρόδιου, την Ζωή (Ζίτση, 1842-1929), σύζυγο Παναγιώτη Μανέτα, την Ελένη, σύζυγο Νικολάου Ζώτου και την Ευφροσύνη (1850-1931) που έμεινε ανύπαντρη. Μετά τον θάνατο του συζύγου της αποσύρθηκε, περιμένοντας τη στιγμή να τον ακολουθήσει. Το τέλος της ήλθε στις 25 Σεπτεμβρίου 1890. Ο ακριβής χρόνος γέννησής της παραμένει απροσδιόριστος, αφού και τα επίσημα στοιχεία δεν συμφωνούν[3]. Οπότε δεχόμαστε την παράδοση, πως γεννήθηκε όταν πέθαινε ο πατέρας της, δηλαδή το 1809. Έφυγε από τη ζωή δηλαδή σε ηλικία 81 ετών.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 10 Ιουλίου 2017